Ενότητα :Αριστομένης Προβελέγγιος |
Τίτλος : Σάκης Κουρουζίδης, βιογραφίας: Αριστομένης Προβελέγγιος
|
Αρχή κειμένου Βιογραφίες Αριστομένης Προβελέγγιος Σάκης Κουρουζίδης Αρχιτέκτονας – πολεοδόμος, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1914 και πέθανε το 1999. Μεγάλωσε ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σίφνο. Το 1931 τελείωσε το Βαρβάκειο Πρακτικό Λύκειο και το 1936 την Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως αξιωματικός του ΕΛΛΑΣ στα Τουρκοβούνια. Τραυματίστηκε στα Δεκεμβριανά, ένα τραύμα που «κουβαλούσε» σε όλη του τη ζωή και σωματικά και ψυχολογικά. Έζησε –βιοποριστικά- αποκλειστικά από τη αρχιτεκτονική του εργασία. Συνολικά, από τα 60 και πλέον χρόνια αρχιτεκτονικής εργασίας, η αμοιβόμενη εργασία του διήρκεσε 23-24 χρόνια, από τα οποία τα 11 αποκλειστικά για διδασκαλία στη Γαλλία (μετά το Μάη του ’68 και μέχρι το τέλος του 1979, καθηγητής διδασκαλίας και έρευνας του περιβάλλοντος) και τα 6 στο ατελιέ του Le Corbusier (Γενάρης του 1946 έως το τέλος του 1951). Στις αρχές του 1968 ονομάστηκε εμπειρογνώμων από τον ΟΗΕ για την πολεοδομία και τη χωροταξία. Διετέλεσε πρόεδρος του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, πριν από την δικτατορία, εποχή που ξεκίνησαν τα πρώτα αρχιτεκτονικά συνέδρια με ευρύτερο κοινωνικό περιεχόμενο. Η επαγγελματική του σταδιοδρομία υπήρξε κατακερματισμένη για λόγους συγκυριακούς (1936-40 εργασία στην Αθήνα, 1940-45 πόλεμος και αντίσταση ‘πλήρης απασχόληση’, όπως έλεγε ο ίδιος), 1945-57 Παρίσι, 1957-67 εργασία στην Αθήνα, 1967-80 Παρίσι και 1980-1999 πάλι στην Αθήνα χωρίς καμιά επαγγελματική απασχόληση, θεληματικά. Σε αντίθεση με την επαγγελματική, «η κοινωνική, ιδεολογική και πνευματική (ή στοχαστική) ζωή μου υπήρξε ενιαία, πυκνή, αδιάσπαστη και ανιούσα». Την υπογραφή του φέρουν 15 κτίρια, 3 στο Παρίσι και 12 στην Αθήνα. Ένα του έργο έχει περιληφθεί στον κατάλογο με τα 100 έργα του αιώνα μας. Μάχιμος σε όλες του τις εκδηλώσεις, σε ολόκληρη τη ζωή του, σε κάθε τέχνη της ζωής με την οποία ασχολήθηκε. Αποτελούσε μια ισχυρή συμπύκνωση του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού, στην αριστερή του εκδοχή –τολμώ να πω στη μόνη και φυσιολογική εκδοχή του- χωρίς ίχνος συμπλέγματος απέναντι στον ευρωπαϊκό και τον παγκόσμιο πολιτισμό. Ακτινοβολούσε αυτό που θα έπρεπε να είναι η θέση του ελληνικού πολιτισμού μέσα στον παγκόσμιο πολιτισμό. Προκλητικά ευθύς στη διατύπωση των απόψεών του, ασυμβίβαστος στην κριτική του (η κριτική είναι μια πράξη αγάπης, μια αναπόφευκτη υποχρέωση, έλεγε επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Κ. Φουέντες). Οι απόψεις του αποτελούν έναν προάγγελο της νέας «ολιστικής», οικολογικής οπτικής στα θέματα της πόλης και της οργάνωσης του χώρου, στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Κατέφευγε συχνά σ’ αυτό το «σημαντικότερο ανθρώπινο εργαλείο... το στοχασμό, τη ενωτική ύλη ανάμεσα στην ατομική και την συλλογική συνείδηση και τη φύση (την πλήρη φύση)». Δημόσιος ομιλητής αλλά και προσωπικός συζητητής-αφηγητής, με γλαφυρότητα, και αμεσότητα, επικαλούνταν πάντα συμβάντα ζωής, βιώματα προσωπικά οικογενειακά, «αθηναϊκά» και ιστορικά γεγονότα, ανακαλώντας τα στη συζήτηση με την «σκανδαλώδη μνήμη» του. Κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε δύο βιβλία του: «Το Πνεύμα της Πόλης», 1974 και «Οδοιπόρος προ την Πηγή: κείμενα πολεοδομικού στοχασμού», 1990, εκδ. Γαβριηλίδης. Κυκλοφόρησε μια ποιητική συλλογή («Είκοσι Ποιήματα», 1985 -πρωτοεκδόθηκε στα γαλλικά το 1958) και 60 πίνακές του που εκτέθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη το 1982, συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο της Πινακοθήκης. Δεκάδες συνεντεύξεις του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Μικρή ανθολόγηση από κείμενά του: «Η κατασκευή επάνω στο Λυκαβηττό ενός τουριστικού, ας το πούμε, αλλά ουσιαστικά επιχειρηματικού έργου, δεν θέτει απλώς ένα αισθητικό πρόβλημα εντοπισμένο, θίγοντας ένα νόημα χρησιμοποίησης των κορυφών, που σύμφωνα με την ελληνική παράδοση είναι κατά κανόνα αφιερωμένα στα ανώτατα, στα πνευματικά, στα θεία, αλλά και μας προξενεί, σ’ όσους το πιστεύουμε, την αγωνία πως τα παραγκωνισμένα και αλλοιωμένα ελληνικά ιδανικά κινδυνεύουν να αποκοπούν από τα βασικά τους σύμβολα» (Για τη διάσωση του Λυκαβηττού, 1956). «Στον Υμηττό, του οποίου οι χαίνουσες πληγές αποτελούν φρίκη που ολοένα μεγαλώνει, κατασκευάστηκε και ο περίφημος δρόμος με τέτοια σκληράδα, που προσβάλλει την ευαισθησία του αρμονικού βουνού σαν καμουτσικιά σ’ αγαπημένο πρόσωπο και ισοπεδώθηκε βέβηλα η κορυφή του… Υπάρχουν εγκλήματα που δεν τα σταματούμε όταν πρέπει κι ύστερα βυθιζόμαστε στην απελπισία» (στο ίδιο). «Με το να εκδιωχθεί η φύση από την πόλη εξέλιπε το διάστημα, ο ουρανός απομακρύνθηκε. Γιατί αυτή η παραίτηση από το νόημα Αθήναι; Σ’ αυτό μετείχε το Άπειρον, ο Ήλιος», τα Άστρα, η Θέα των Βουνών, τα Μνημεία, η Ιστορία. Όχι έξω από την πόλη αλλά μέσα στην πόλη. Αυτό το νόημα ζήτησε η παλαιότερη Αθήνα, Λαϊκή και Νεοκλασική, την οποία σπεύσαμε να εξαφανίσουμε με την υποκρισία και τη βιασύνη κακών κληρονόμων» (στο ίδιο). «Πριν λίγους μήνες ακόμη, μπορούσε κανείς να θαυμάσει το φεγγάρι να ψηλώνει πάνω από τη σκοτεινή σιλουέτα των Τουρκοβουνιών, να συγκινηθεί, να σκεφτεί, να συλλάβει το νόημα, την αναλογία του σκοτεινού με το φωτισμένο. Υπήρχε ένα νόημα αφετηρίας. Η σιλουέτα του λόφου παρουσίαζε μια μορφή, Αιώνια, επιβλητική, σημαντική. Πέντε μήνες αργότερα από το ίδιο μέρος ο ορίζοντας έκλεισε από δεκάδες ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΕΣ. Μορφές άβουλες, άβολες, ταπεινές, εμπορικές. Η σχέση πλήρους και κενού είναι συμβατική και συχνά προσποιητή. Εκεί όπου η φύση ερχότανε παρήγορη, ύστερα από μια μέρα μόχθου και αγωνίας, προς τον άνθρωπο, τώρα οι χωρίς ειρμό γραμμές δίνουν παρωδία και εγκατάλειψη» (στο ίδιο). «Η Ακρόπολη έπρεπε να πλησιάζεται από προσκυνητές γεμάτους συγκίνηση και ευγενείς σκέψεις. Η άνοδος ώφειλε να είναι ένα γεγονός προετοιμασίας. Η ταχύτατη με πούλμαν κα κούρσες επίσκεψη δεν είναι μόνο περιττή και υποτιμητική, είναι καθαρή και ανεπίτρεπτη ασέβεια» (στο ίδιο). «Δεν νομίζω ότι υπάρχει εντοπισμένο πρόβλημα Λυκαβηττού αλλά γενικό αισθητικό και πνευματικό πρόβλημα Αθηνών (πρόβλημα ελληνικό)… Αυτό που προτείνουμε και επιμένουμε είναι ο σεβασμός των διασωθέντων στοιχείων του τοπίου, που είναι σύμβολα και αρετές οδηγήτριες, απαραίτητες για να περισωθεί ένα Νόημα» (στο ίδιο). «Για τους Έλληνες η ‘πόλις’ είναι πριν απ’ όλα μια ηθική ένωση, η οποία όμως μπορεί, όπως συνέβη στο Β’ Μηδικό πόλεμο, να επιζήσει της καταστροφής του άστεος και της οποίας η ενότητα έχει υλικό σύμβολο το ‘Πρυτανείο’. Βάση της ενότητας αυτής δεν είναι μόνον η κοινή καταγωγή αλλά η ταυτότητα των νόμων, των εθίμων, των σκέψεων» (Οι Ελληνικές πόλεις κινδυνεύουν, 1957). «Απορούμε γιατί δεν χρησιμοποιήθηκε πολεοδομικά η οδηγός μορφή του αρχαίου χώρου για να δώσει, όπως σ’ όλες τις πόλεις του κόσμου που έχουν και την ελάχιστη ευκαιρία, τη συνέχεια παρόντος και ιστορίας, δηλαδή Ζωή. Γνώσεις, μορφές σύνθεση, λειτουργία, υπερηφάνεια, θα μας απέφερε η προστασία και απελευθέρωση των τειχών (αλλεπάλληλων στην περίπτωση των Αθηνών), των μνημείων, των ιστορικών χώρων» (στο ίδιο). «Σωτήριο μέτρο (σσ. για τη Αθήνα του 1957) είναι η απαγόρευση της κυκλοφορίας των διαφόρων τύπων αυτοκινήτων φορτηγών και Ι.Χ. δια του κέντρου, τουλάχιστον σε ορισμένες ώρες» (στο ίδιο). «Σαν φραγμό στην ανεπίτρεπτη αμέλεια, άγνοια και αντικοινωνικότητα, αντιτάσσουμε την ουσιαστική σύνθεση των επιστημονικών ικανοτήτων της ‘πολεοδομικής ομάδας’ με τους γεωγράφους, τους ιστορικούς, τους οικονομολόγους, τους κοινωνιολόγους, τους υγειονολόγους, τους νομικούς, τους τεχνικούς (μηχανικούς, χημικούς και γεωπόνους), τους αρχιτέκτονες, τους αρχαιολόγους, τους καλλιτέχνες, με σκοπό -παράλληλα με την επίτευξη ισχυρής οικονομικής βάσης- τη δημιουργία μιας κοινωνίας που πέρα από τα κομφόρ, να τείνει στην Πνευματικότητα, στην Πίστη, στο Νόμο και στην Κοινωνική Δικαιοσύνη και Αρετή. Πρόκειται για τη δημιουργία μιας κοινωνίας, στην οποία τα ανθρώπινα έργα -αρχιτεκτονικά έργα- θα λάμπουν μέσα στο φως από εσωτερική αξιοπρέπεια και πνευματικότητα. Το έργο αυτό που προτείνουμε, αν το κατανοήσουν και το ενστερνισθούν και συμμετάσχουν σ’ αυτό όλες οι κοινωνικές ομάδες και οι ποιητές και οι νέοι, θα μας δώσει όχι μόνο τις οικονομικές λύσεις αλλά και την αναμενόμενη Πνευματική Αναγέννηση» (στο ίδιο). «Άλλο ακόμη, που αφορά την Αθήνα, είναι η έλλειψη διοικητικού κέντρου και εν γένει δημοσίων κτιρίων, η έλλειψη πνευματικών κέντρων, η έλλειψη ελεύθερων χρόνων, η παντελής έλλειψη πράσινου, που την καταδικάζει σαν πόλη και της έχει επιφέρει μια κλιματική διαφοροποίηση σε βάρος της υγείας, σωματικής και ψυχικής, και της απόδοσης εργασίας, αφού η μέση θερμοκρασία αυξήθηκε κατά 100 κατά το θερινό τρίμηνο (μεταξύ 1930 και 1960)» (Εθνικοί Πολεοδομικοί Προβληματισμοί, 1961). «Το ατελιέ της οδού Serves 35 ήταν πολύ φτωχό. Ωραίο όμως για μας, σαν ένα ξωκκλήσι. Μόνο το μικρό χωρίς παράθυρο γραφείο του, που το έφτιαξε το 1947 με διαστάσεις 2,26 χ 2,26 χ 2,26 (σσ. ένα ίδιο δωμάτιο έφτιαξε ο Α.Π. στη Σίφνο λίγα χρόνια πριν το θάνατό του), στολισμένο με ολότοιχες φωτογραφικές μεγεθύνσεις της ζωγραφικής του, με ένα γλυπτό του και με το πολύχρωμο Collage του Modulor ήταν μια νότα απροσδόκητη. Αντίθετα, το διαμέρισμά του και το ατελιέ της ζωγραφικής του στην οδό Nungesser et Coli ήταν έργα του απέριττα και ωραία» (Για τον Λε Κορμπυζιέ, 1965). «Είπε πολλά στους νέους (σσ. ο Λε Κορμπυζιέ). Στην τελευταία του ομιλία στη Σορβόννη τους λέει: Εσείς, νέοι αρχιτέκτονες, έχετε να διαλέξετε το δρόμο που οδηγεί σε μια Καντιλλάκ ή στο δρόμο που οδηγεί σε ιδανικά» (στο ίδιο). «Απαισιόδοξος; Αφάνταστα, γιατί στέρεψαν οι πηγές της ιστορίας μας. Όμως μια ηθική και νοητική ανέγερση ίσως θα έφερναν σε κάποιο δρόμο, ίσως κάποιο επίπονο και γενναίο θαύμα». –«Χαίρομαι κύριε Προβελέγγιε που μιλάτε σαν προφήτες, αλλά θα ξέρετε ασφαλώς ότι οι προφήτες θυσιαστήκανε όλοι στο Μαμωνά των κατά καιρούς κατεστημένων;» –«Δεν θυσιάζονται. Θα σας πω ένα μυστικό, αφού είχατε την καλοσύνη να με ρωτήσετε. Κανένας άνθρωπος δεν θυσιάζεται όταν παραμένει συνεπής σ’ αυτό που είναι. Του μένει μια μερίδα ευτυχίας, δική του, που τα κατεστημένα είναι έξω απ’ αυτήν, δεν την αγγίζουν. Η ελευθερία του ατόμου είναι ανυπέρβλητη». –«Ναι, αλλά μαζί με την ελευθερία έχει και μια πίκρα για το αδιέξοδο των προσπαθειών του». –«Πίκρα; Γιατί μήπως τυχόν οι άλλοι τρόποι ζωής δεν στοιχίζουν; Πραγματικά δεν υπάρχει πίκρα για το ελεύθερο πνεύμα». (Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα προαναφερθέντα βιβλία, από άλλες συνεντεύξεις του Α.Π. και από προσωπικές ενθυμήσεις). |
                     |