Ενότητα :ΤΕΥΧΟΣ 3, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2001 |
Τίτλος : Σάκης Κουρουζίδης, Εκκλησία και Πνευματική Οκνηρία (Β΄)
|
Αρχή κειμένου Εκκλησία και Πνευματική Οκνηρία (Β’) Σάκης Κουρουζίδης Ο Έλληνας πολίτης, πριν ακόμα αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα, πριν να του αναγνωριστεί το δικαίωμα της ψήφου, έχει ήδη «αποκτήσει» όλα τα θεσμοθετημένα χαρακτηριστικά του χριστιανού. Βαφτίζεται, εκκλησιάζεται ομαδικά με το σχολείο του, ωθείται από την πολιτεία (σχολείο) να πάει στο κατηχητικό, μετέχει – πάλι δια του σχολείου- σε όλες τις θρησκευτικές τελετές, η ημέρα του στο σχολείο ξεκινάει, υποχρεωτικά, με προσευχή, όλες οι βασικές διακοπές στο σχολείο συνδέονται με θρησκευτικές εορτές και, φυσικά, διδάσκεται υποχρεωτικά θρησκευτικά, δηλαδή, υφίσταται μια κατήχηση, αφού η ορθόδοξη εκκλησία δια του κράτους –δια του σχολείου- ασκεί το μονομερές και προνομιακό δικαίωμα του προσηλυτισμού. Στη συνέχεια, η εκκλησία επεμβαίνει στη σφαίρα της κρατικής εξουσίας, δια του μυστηρίου του γάμου, ο οποίος, εκτός από πνευματική ένωση, ως γνωστόν, παράγει και έννομες υποχρεώσεις: κοινά περιουσιακά στοιχεία, ευθύνη παιδιών, κληρονομικά, κλπ. Αυτές οι υποχρεώσεις, οι διοικητικές, παράγονται αυτομάτως με τον θρησκευτικό γάμο, χωρίς να μεσολαβήσει καμιά άλλη πράξη της διοίκησης. Δηλαδή, ένας παπάς, μέσα από ένα θρησκευτικό μυστήριο, παράγει έννομες υποχρεώσεις, δημιουργεί αστικές ευθύνες σε δύο πολίτες. Η εκκλησία, επίσης, ασκεί τη διαχείριση των χώρων των νεκροταφείων και αποφασίζει για το ποιος δικαιούται και ποιος όχι να απολαύσει, για την αιώνια ανάπαυσή του, τα 2 τ.μ., εντός του κοιμητηρίου ή θα πρέπει να αρκεστεί σε έναν χώρο έξω από τον περίβολό του. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πολλές, ακόμα, προνομιακές –δια νόμου- καταστάσεις τις οποίες η εκκλησία «αξιοποιεί» παθητικά χωρίς να τις επιβεβαιώνει με την πειθώ. Ένα τέτοιο «προνόμιο» είναι ο θρησκευτικός όρκος στα δικαστήρια, τον οποίον, αν παραβείς, εκτός από τη θεία μήνη, θα υποστείς και ποινικές κυρώσεις. Δηλαδή η επίκληση μιας πίστης και η επιβεβαίωση μιας σχέσης με το θεό, ανάγεται σε δεδομένο της δίκης και υφίσταται μια «αστική», μη πνευματική μεταχείριση, έναν «υποβιβασμό», ο οποίος ουδόλως απασχολεί την εκκλησία. Αρκείται στο γεγονός ότι η εκκλησία είναι «παντού», αντλεί εξουσία από αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός και δεν νοιάζεται για την πλήρη απαξίωση που υφίσταται η πίστη μέσα από τον όρκο. Θα τολμούσα να πω, παρ’ ότι μη πιστός, ότι για λόγους προστασίας της πίστης, η εκκλησία θα έπρεπε να ζητήσει την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου. Ομοίως θα έπρεπε να ζητήσει να γίνει υποχρεωτικός ο πολιτικός γάμος, ο δε θρησκευτικός να είναι προαιρετικός, να αντανακλά, δηλαδή, μια ουσιαστική επιβεβαίωση της σχέσης με το θεό και όχι ένα απλό τελετουργικό, αποστερημένο πλήρως από οποιαδήποτε πνευματικότητα. Εδώ βρίσκεται και το κλειδί για την ερμηνεία της στάσης της εκκλησίας. Αντί να προσπαθεί να «πείσει» για τις αντιλήψεις της με «ίδια» μέσα, απαιτεί από το κράτος να της «φτιάξει» έτοιμους χριστιανούς. Έτοιμους, όμως, όχι πνευματικά, αλλά θεσμικά, δηλαδή από υποχρέωση. Κατ΄ επέκταση, η εκκλησία δεν ασχολείται με το όποιο πνευματικό της έργο, δεν πιέζεται να πείσει, δεν συνδιαλέγεται, δεν αντιπαρατίθεται με κανέναν στο πεδίο αυτό. «Αφορίζει» όσους την αμφισβητούν, δεν αναγνωρίζει κανέναν ως συνομιλητή της, δεν αντιπαρατίθεται με άλλα δόγματα στο πνευματικό επίπεδο, αλλά σκιαμαχεί για τον τρόπο σύγκλισης παλαιών συνόδων –κάτι σαν την αμφισβήτηση μεταξύ τμημάτων κομμουνιστικών κομμάτων για τα αποτελέσματα της 8ης ή 12ης ολομέλειας. Αποκαλεί αιρέσεις και καταγγέλλει ως ύποπτους, όλους τους «ρεβιζιονιστές», που προέρχονται από τα σπλάχνα της, ενώ φτιάχνει «λαϊκομετωπικές» οργανώσεις (Χρυσοπηγή, Ζωή, Σωτήρ, κλπ). Η εκκλησία, έτσι, ταυτίζεται με ένα, κλασικού τύπου, κέντρο εξουσίας, προνομιακό, ανεξέλεγκτο, αυταρχικό στο εσωτερικό του, που φέρει το φωτοστέφανο του πνευματικού οργανισμού, ενώ στο επίπεδο αυτό χαρακτηρίζεται από παρατεταμένη «πνευματική οκνηρία». Δαίμων της Οικολογίας, ΤΕΥΧΟΣ 3, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2001 |
                     |