Ενότητα :Γιάννης Καλοπίσης |
Τίτλος : Σάκης Κουρουζίδης, βιογραφία: Γιάννης Καλοπίσης
|
Αρχή κειμένου Βιογραφίες Γιάννης Θ. Καλοπίσης (1913-2004) Σάκης Κουρουζίδης Γεωπόνος και χημικός –μέσω σπουδών- αλλά και «με ισχυρές γνώσεις στη φυσική και τα μαθηματικά, υπήρξε ο τελευταίος Έλληνας που συνδύασε τις ιδιότητες του αξιόλογου τεχνικού και θετικού επιστήμονα με εκείνες του πολύπλευρου ερασιτέχνη φυσιοδίφη και του αμετανόητου ορθολογιστή-διαφωτιστή», σύμφωνα με τον Κ. Κριμπά. Γεννήθηκε στην Κάρυστο, από όπου καταγόταν η μητέρα του, ενώ ο πατέρας του καταγόταν από την Αρκαδία. Τελείωσε τη Γεωπονική το 1936 στην ΑΓΣΑ. Μετά από σύντομη απασχόληση στο υπουργείο Γεωργίας, μεταβαίνει στη Γερμανία για να συνεχίσει τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη χημεία, κοντά στον καθηγητή Otto Hahn, ο οποίος εκείνη την εποχή εργαζόταν πάνω στη διάσπαση του ατόμου, μελέτη για την οποία το 1944 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ της χημείας. Ο επικείμενος πόλεμος τον αναγκάζει να διακόψει τις σπουδές του στη Γερμανία και να επιστρέψει στην Αθήνα όπου και συνεχίζει τις σπουδές του. Επιστρατεύθηκε για τον πόλεμο, μετείχε στη συνέχεια στην Εθνική Αντίσταση και μεταξύ 1947-50 εκτοπίζεται στη Μακρόνησο. Μετά το τέλος του εμφυλίου εργάζεται σε ιδιωτική εταιρεία. Είναι η εποχή που εμφανίζεται μια νέα γενιά εντομοκτόνων και κυρίως το παραθείο, το οποίο προορίζεται για την καταπολέμηση του δάκου της ελιάς. Τότε αναλαμβάνει, για λογαριασμό του Υπουργείου Γεωργίας, ένα μεγάλο πείραμα για την καταπολέμηση του δάκου, καρπός του οποίου είναι ένα βιβλίο 90 σελίδων με τίτλο: «Το αντιδακικόν πείραμα Κίρρας-Ιτέας, 1953», το οποίο εκδίδεται το 1954 και στο οποίο καταγράφονται οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά του (και της ομάδας του). Έχει προηγηθεί η έκδοση ενός βιβλίου-τομής (επαναστατικό, το χαρακτηρίζει ο συνάδελφός του Γ. Ζεβελάκης) στη θεώρηση των εντομοκτόνων: «Τα σύγχρονα συνθετικά εντομοκτόνα. Στοιχεία από τη Χημεία, Τοξικολογία και Φυτοφαρμακευτική τους, 1952, 129 σελίδες». Η τομή που επέφερε, σε σχέση με τα δεδομένα της εποχής, ήταν η εξής: Η κυρίαρχη μεθοδολογία υπολογισμού των επιπτώσεων ενός φυτοφαρμάκου ήταν μέσω της λεγόμενης «δόσης LD 50, μέσης θανατηφόρου δόσης». Σύμφωνα με αυτήν, ψεκάζουμε ένα φρούτο ή ένα λαχανικό με ένα φυτοφάρμακο και μετά το δίνουμε να το φάνε 100 πειραματόζωα. Αν πεθάνουν έως 50 από αυτά μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο, τότε αυτή η δόση προσδιορίζει και το ανώτατο όριό της. Η μέθοδος αυτή δεν ασχολείται με τα υπόλοιπα ινδικά χοιρίδια, αυτά που δεν θα πεθάνουν εντός του χρόνου του πειράματος. Δεν εξετάζει τη χρόνια τοξικότητα που ενδεχομένως προκαλείται, δεν διερευνά τις πιθανές αλληλεπιδράσεις ή σωρευτικές λειτουργίες που προκαλούνται σε άτομα ευπαθή σε αλλεργίες ή άλλες ασθένειες. Ο Καλοπίσης αμφισβήτησε ακριβώς αυτές τις μεθόδους ελέγχου της τοξικότητας των φυτοφαρμάκων, πρότεινε τη διερεύνηση της χρόνιας τοξικότητας και την πιθανή αλληλεπίδραση με άλλες ευαισθησίες του οργανισμού. Αμφισβήτησε το θεσμικό πλαίσιο του ελέγχου των φυτοφαρμάκων της εποχής εκείνης και το έκανε με τη διπλή ιδιότητα του γεωπόνου και κυρίως του εργαστηριακού χημικού, εκ Γερμανίας. Στα προλεγόμενα του βιβλίου αυτού ο Καλοπίσης αναφέρεται στην «ανάγκη να ξεκαθαρίσει μια επικίνδυνη σύγχυση που έχει δημιουργηθεί στον τόπο μας, γύρω από τα σύγχρονα φυτοφάρμακα και τη χρήση τους». Το βιβλίο το απευθύνει «στους γεωπόνους, αλλά και στους γιατρούς και τους λοιπούς αρμοδίους για ζητήματα δημόσιας υγείας και τους κτηνοτρόφους». Δίνει και μία υπόσχεση, «αν μπορέσωμε και για συμπλήρωση της εργασίας αυτής, θα δημοσιεύσωμε ακόμη ένα τόμο με τα στοιχεία Χημείας, Φυτοφαρμακευτικής και Τοξικολογίας των συγχρόνων συνθετικών μυκητοκτόνων, ζιζανιοκτόνων και των άλλων φυτοπαρασιτοκτόνων». Την υπόσχεσή του αυτή δεν τήρησε ποτέ, ίσως επειδή, δύο χρόνια αργότερα, ιδρύει μια εταιρεία εισαγωγής και εμπορίας γεωργικών φαρμάκων, στην οποία ασχολείται έως το 1991. Του παρέχονται αντιπροσωπείες μεγάλων ξένων φυτοφαρμακευτικών οίκων και η εταιρεία του ΓΕΩΦΑΡΜ κυριαρχεί για πολλά χρόνια στην εμπορία φυτοφαρμάκων στην Ελλάδα. Εν τούτοις, τα ενδιαφέροντά του είναι πάντα πολλά και η φιλομάθειά του τον αναδεικνύουν ως ένα πολύ σημαντικό «φυσιοδίφη». Εκτός από τη γλωσσομάθειά του (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, αρχαία ελληνικά και λατινικά), το κύριο ενδιαφέρον του το έστρεψε στη γεωλογία (παλαιοντολογία, ορυκτολογία), στη μελέτη της πανίδας και της χλωρίδας (ο μεγάλος του έρωτας ήταν τα ορχεοειδή (και μάλιστα της Κρήτης), στην παρατήρηση του ουρανού με ένα μικρό τηλεσκόπιο που διέθετε. Ασχολήθηκε επίσης με τη θερμική ρύπανση («Η θερμική ρύπανση του περιβάλλοντος και τα όρια της οικονομικής ανάπτυξης», Παπαζήσης 1991), το 1987 εκδίδει βιβλίο με τίτλο «Με τα παιδιά στο φυσικό κόσμο» και το 1977 (με τον Κ. Κριμπά) το σχολικό βιβλίο Β’ Λυκείου, «Μαθήματα Γενικής Βιολογίας». Το 1999 στέλνει άρθρο στη Νέα Οικολογία στο οποίο προτείνει να μην χρησιμοποιείται ο όρος «αειφόρος» για χαρακτηρισμό της ανάπτυξης και να προτιμηθεί ο όρος «στοχαστική ανάπτυξη». Αρθρογραφούσε μέχρι το θάνατό του, έχοντας εκδώσει συνολικά 12 βιβλία και πληθώρα άρθρων. Γνώρισε και συνδέθηκε φιλικά με πολλές προσωπικότητες όπως ο Α. Σικελιανός, ο Γ. Ρίτσος, ο Ζ. Λορεντζάτος κά. (πολλά από τα βιογραφικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν, αντλήθηκαν από τον Τριπτόλεμο, τ. 19, κυρίως από το κείμενο του Κ. Κριμπά αλλά και από τα κείμενα των Α. Καραμάνου, Μ. Καρανδεινού Θ. Κωνσταντινίδη και Π. Στυλιανού. Επίσης από τα δύο προαναφερθέντα βιβλία του) |
                     |