Ενότητα :Βίκτορ Ορτά

Τίτλος : Σάκης Κουρουζίδης, Βιογραφίες: Βίκτορ Ορτά

Διαβάστηκε: 3058 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Βιογραφίες

 

Βαρώνος Βίκτορ Ορτά (Victor Horta)

 

Σάκης Κουρουζίδης

 

Ιδιοφυής Βέλγος αρχιτέκτονας, ο οποίος άνοιξε την εποχή της Art Nouveau στην αρχιτεκτονική. Γεννήθηκε το 1861 και πέθανε το 1947. Σχεδίαζε μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, όχι μόνο τις μορφές, εξωτερικές και εσωτερικές, των κτιρίων του, αλλά και κάθε άλλο στοιχείο, λειτουργικό και αισθητικό, που αφορούσε την ζωή του οικοδομήματος. Καρέκλες, άλλα έπιπλα, διακόσμηση, φυτά, δάπεδα, κάγκελα, πόμολα και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο συνιστούσε την ταυτότητα του κτιρίου. Με το έργο και την παρουσία του συνολικά, έκανε τις Βρυξέλλες την πρωτεύουσα της Art Nouveau, ενός κινήματος αρχιτεκτονικής και γραφικών τεχνών το οποίο κάνει μια πρώτη απόπειρα να απορρίψει τις κυρίαρχες αρχές της αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη του τέλους του 19ου αιώνα, όπως ήταν ο νεοκλασσικισμός, το νεογοτθικό στυλ, το νεο-μπαρόκ, ο οριενταλισμός (αιγυπτιομανία, απομίμηση ιαπωνικών ρυθμών), όλων δηλαδή των ρυθμών που αντιπροσώπευαν τον εκλεκτικισμό και ακαδημαϊσμό. Το κίνημα ταυτίστηκε με δύο λέξεις κλειδιά: την αναζήτηση και την ανανέωση.

 

Πρωταγωνιστές της Art Nouveau είναι όσοι υπεραμύνονται της λογικής φόρμας και της ορθολογικής σύλληψης. Η αναζήτηση του νέου είχε να κάνει με το βιώσιμο, το διαρκές και την έγνοια τους να μην πέσουν στην παγίδα να επαναφέρουν στη μόδα παλαιότερες μορφές. Να μην μπουν στον πειρασμό να κάνουν αντιγραφές. Η Art Nouveau, η οποία ήκμασε από το τέλος του 19ου έως τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, αποθέωσε τις μεταλλικές κατασκευές και το γυαλί. Άλλαξε την έννοια της κατοικίας. Από την ατομική κατοικία περνάμε στον κοινωνικό χαρακτήρα της κατοικίας, στο ρόλο των δημόσιων κτιρίων. Μετά τη δεκαετία του ’20 θεωρήθηκε ξεπερασμένη. Η Art Nouveau που γεννήθηκε τυπικά το 1893 στις Βρυξέλλες επεκτάθηκε πολύ γρήγορα στο Παρίσι, τη Βιέννη, τη Γλασκώβη, το Βερολίνο, το Τορίνο και αλλού.

 

Το γυαλί, διαφανές, αναγορεύεται σε εχθρό των μυστικών που κρύβει το σπίτι – φρούριο του αστού. Ο W. Benjamin υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αναλυτές του έργου του Ορτά και της Art Nouveau. Λέει, λοιπόν, ο Benjamin ότι η Art Nouveau σηματοδοτεί την εποχή που αποσταθεροποιείται ο εσωτερικός χώρος του αστού, γίνεται πιο διαφανής, κίνηση που ωστόσο, παραμένει περιορισμένη αφού η διαφάνεια γίνεται μόνο προς το εσωτερικό της αυλής και όχι προς το δρόμο όπου και η πραγματική ζωή. Η διακόσμηση, η πολυτέλεια που χαρακτηρίζει την Art Nouveau είναι το βασικότερο εμπόδιο για την πλήρη διαφάνεια. Η απόπειρα να συντεθεί η ιδιωτική με την δημόσια ζωή εμποδίστηκε, ακριβώς, από την διακόσμηση, ένα από τα στοιχεία της. Και αυτή η αντίθεση είναι και η γοητεία της ταυτόχρονα. Η Art Nouveau έδειξε όχι το τέλος μιας εποχής αλλά κυρίως το τέλος του αστισμού, ο οποίος όμως αισθάνεται ότι μέσα από τη διακόσμηση, τη φιοριτούρα διατηρεί ένα μέρος της ισχύος του. Διατηρεί την ψευδαίσθηση ότι, όσες αλλαγές κι αν γίνονταν, αυτοί τελικά θα επιβίωναν. Τα στοιχεία αυτά ο W. Benjamin τα βρίσκει και στον Ζαρατούστρα του Νίτσε και στον Ρίλκε.

 

Με το γυαλί γίνεται προσπάθεια να βγάλουν τους αστούς από το κουκούλι τους, από αυτό το προστατευτικό κέλυφος που εμποδίζει την «κοινωνικοποίησή» τους. Δεν είναι μια απόπειρα να εκτεθεί το ιδιωτικό προς τα «έξω», αλλά να το κοινωνικοποιήσει, να το παντρέψει με την δημόσια ζωή. Από τον ατομισμό να οδηγηθούμε στην συλλογικότητα. «Το κυρίαρχο αίτημα για την Art Nouveau» λέει ο  W. Benjamin, «είναι να ξεφύγει από μια τέχνη καθηλωμένη από την τεχνική. Μια προσπάθεια που μπορεί να κινητοποιήσει τα αποθέματα εσωτερικότητας». Το ότι όλα τα στολίδια ήταν εμπνευσμένα από τη φύση θεωρήθηκε ως μια προσπάθεια να μπει η φύση στη ζωή, αλλά αφού δεν επρόκειτο για μια ζωντανή φύση αλλά για ζωγραφιές με θέματα από τη φύση, αυτή η απόπειρα έδειχνε ταυτόχρονα και τα όρια των αστών. Η φύση κυριαρχήθηκε πάλι από την τεχνική.

 

Η Art Nouveau είναι ένα στυλ «προοδευτικό» αφού χρησιμοποίησε νέες τεχνικές, νέα υλικά και από την άλλη χρησιμοποιεί την τεχνική μέσα από το χειροποίητο. Οι καλλιτέχνες δουλεύουν επί τόπου, δεν παράγουν στο εργαστήριο, δεν καταφεύγουν στην μαζική, βιομηχανοποιημένη παραγωγή. Ο Ορτά από την αρχή αμφισβήτησε τη σχέση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής με το φυσικό κόσμο και τον κόσμο της παραδοσιακής τέχνης, όπου διέκρινε μια τυποποιημένη «τεχνική φυσικότητα (Tromp-l-oeil, μια τεχνική εφφέ που ξεγελά το μάτι). Προσπάθησε να σβήσει τις διαφορές ανάμεσα στο κτίσμα και τη φύση.

 

Ο νεαρός Ορτά ενώ αρχικά επηρεάστηκε από τον ιταλικό μανιερισμό, στη συνέχεια προσπάθησε να τον ξεπεράσει. Τα πρώτα του έργα χαρακτηρίζονται από μια ανανεωτικότητα και από ένα προσωπικό στυλ, το οποίο έδειχνε την επιρροή κυρίως της ιταλικής φλωρεντινής αναγέννησης. Το 1893 χτίζει δύο κτίρια μεγάλων πλούσιων οικογενειών στις Βρυξέλλες, όπου προσπαθεί να συνθέσει ένα ιταλικίζον στυλ με στοιχεία αιγυπτιακού μυστικισμού, χρησιμοποιώντας διακοσμητικά στοιχεία που θυμίζουν φοινικόδεντρα. Τα δωμάτια βλέπουν σε εσωτερικά αίθρια, τα ανοίγματα γίνονται πιο μεγάλα, κυριαρχεί το γυαλί. Αρχίζει να ενσωματώνει δειλά φυσικά και τεχνητά διακοσμητικά στοιχεία της φύσης στο αίθριο και στο εσωτερικό των σπιτιών. Τα στοιχεία αυτά, σταδιακά, τα εισάγει όλο και περισσότερο στα έργα του με σκοπό να προβάλλει την ποικιλία της φύσης, την ομορφιά. Ενώ ξεκίνησε να αναδείξει μέσω της τέχνης τη φύση, σταδιακά η ίδια η φύση, ως φυσικό στοιχείο έγινε καθοριστικό συστατικό της τέχνης του, καθόρισε την τέχνη του. Κυρίαρχο στοιχείο γίνεται το φως, το οποίο μέσα από το γυαλί εισχωρεί στο εσωτερικό του σπιτιού. Η «Αγία Τριάδα» του είναι η φύση, ο άνθρωπος και η αρχιτεκτονική. Μία σύλληψη που την ονόμαζε «βιομορφική» και ήταν ο ενοποιητικός παράγων της αρχιτεκτονικής, όπως και στον Βιτρούβιο.

 

Έδινε μεγάλη σημασία στην κατοικία, στην ανεξαρτησία της, την προσωπικότητά της, διαφορετική για κάθε περίπτωση, ανάλογα με το ποιος την κατοικούσε. Η κατοικία να είναι το πορτραίτο του χρήστη-κατοίκου της. Το σπίτι αναπτύσσεται γύρω από ένα εσωτερικό αίθριο-σέρα που είναι κλειστό και από εκεί θερμαίνεται. Οι χώροι που ζει η οικογένεια (καθιστικό, κουζίνα) βλέπουν προς το εσωτερικό αίθριο, οι χώροι υποδοχής των ξένων προς τα έξω και κάτω, οι χώροι του ύπνου στον όροφο. Κεντρικός χώρος του σπιτιού γίνεται το αίθριο, όλα γίνονται γύρω και σε αναφορά με τον χώρο αυτό. Το σπίτι γίνεται μια μικρογραφία της πόλης. Οι διάδρομοι, οι ανοιχτοί χώροι είναι οι δρόμοι και οι πλατείες του σπιτιού. Εγκαινιάζεται μια τοπική πολεοδομία μέσα στο ίδιο το σπίτι. Ταυτόχρονα αρχίζει να δουλεύει και να προβληματίζεται για τους προσανατολισμούς μέσα στο κτίριο και σε σχέση με τους γύρω χώρους. Το πιο σημαντικό σημείο του σπιτιού είναι η υποδοχή που βρίσκεται στο κέντρο, ο πιο καλά και με φυσικό τρόπο φωτισμένος χώρος. Στους βασικούς χώρους υπάρχει μια μνημειακότητα, ενώ στους άλλους, τους εσωτερικούς μια ηρεμία, μια απλότητα, μία γραφικότητα. Στην αντίληψη αυτή γίνεται μια συσχέτιση με τα κτίρια στην αρχαία Ελλάδα. Παίζει με συμμετρίες και ασυμμετρίες. Ενώ το κάθε κτίριο έχει μια συμμετρικότητα, το σύνολο έχει μια ποικιλία. Όπως το φύλλο του δέντρου που έχει μια συμμετρία, το δέντρο έχει μια ισορροπία και το σύνολο, το δάσος, αποτελεί μια διαφορετική σύνθεση με μεγάλη ποικιλία. Εδώ βρίσκονται και οι αναλογίες μεταξύ της αρχιτεκτονικής της αρχαιότητας και της Art Nouveau του Ορτά. Η φύση και το φως να μπουν στο κτίριο από κάθε πλευρά, τεχνικές που χρησιμοποιούσαν και οι αρχαίοι έλληνες.

 

Το σπίτι του Ορτά  (1898) είναι το κορυφαίο δείγμα της δουλειά του Ορτά και της Art Nouveau. Επικρατεί πλήρως η αντίληψη της διαφάνειας που του επιτρέπει να ενσωματώσει ετερόκλητα στοιχεία που υπακούουν και αναδεικνύουν μία σαφή αρχιτεκτονική άποψη για το κτίριο. Με κλειδί την διαφάνεια, που στο σπίτι του δεν έχει τους περιορισμούς που επέβαλαν οι αστοί στα σπίτια που τους κατασκεύαζε, χωρίς, δηλαδή, τα διακοσμητικά βαρίδια που αναιρούσαν ένα μέρος της διαφάνειας. Πέτυχε να κάνει μια «αποϋλοποίηση» φέρνοντας σε πρώτο πλάνο τη φύση, χωρίς τυποποιημένες φόρμες. Κάθε αρχιτεκτονικό στοιχείο γίνεται σύμβολο της φύσης και αποκτά μια ενιαία και έντονη παράμετρο που καθορίζει το χώρο. Ο κλιματισμός του σπιτιού πετυχαίνει μια απόλυτα φυσική ατμόσφαιρα. Φέρνει καθαρό αέρα συνεχώς μέσα στο σπίτι, από το αίθριο στην κάβα, όπου θερμαίνεται και μετά διαχέεται σε όλο το σπίτι. Στη συνέχεια βγαίνει από τους φωταγωγούς στη στέγη και έτσι στο σπίτι του αναπνέει κανείς τον ίδιο με το φυσικό αέρα. Παράλληλα το κτίριο διακρίνεται για το υψηλό επίπεδο αισθητικής.

 

Η φύση για τον Ορτά είναι με «Φ» κεφαλαίο και φύση είναι αφενός η ανθρώπινη φύση και αφετέρου η ίδια η φυσική ζωή που είναι αδιάλειπτα ενοποιημένη με το ίδιο το σπίτι και την ίδια την αρχιτεκτονική. Αυτός ο κανόνας, κατά τον Ορτά, θα πρέπει να διέπει όλες τις εποχές και όλες τις αρχιτεκτονικές. Το 1885 έκανε το πρώτο του έργο στη Γάνδη. Τελευταίο του έργο είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός των Βρυξελλών, το 1947. Οι γραμμές του πάντα ήταν καμπυλωτές, όχι ευθείες. Σταδιακά πέρασε από τα γεωμετρικά σχήματα στη μαγεία και την αρμονία των χρωματισμών και των καμπυλώσεων.

 

Άλλα έργα του ήταν:

·    Σχέδιο για ένα Φάρο, το 1886

·    Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, 1887

·    Το «Σπίτι του λαού», που κατασκευάστηκε μεταξύ 1895 και ’99, το οποίο γκρεμίστηκε. Ήταν ένα δημόσιο κτίριο για κάθε είδους δημόσιες συναθροίσεις, συνελεύσεις, έδρα συνδικάτων, καφέ κλπ.

·    Δύο κτίρια Hotel Autrique et Tussel, το 1893

·    Παιδικό σταθμό το 1895, εξαιτίας του οποίου παραιτήθηκε από τη θέση του προέδρου της Κεντρικής Αρχιτεκτονικής Εταιρείας.

·    Όψεις πολυκαταστήματος, το 1909

·    Μουσείο Καλών Τεχνών στο Τουρναί, 1903-1928

·    Μέγαρο Καλών Τεχνών στις Βρυξέλλες, 1919-1928, το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Ο ίδιος, όπως προαναφέρθηκε, έφτιαχνε τα έπιπλα και κάθε άλλο στοιχείο του κτιρίου. Επέλεγε τα χρώματα (συνήθως ώχρα, άσπρο, καφετί, χρυσό, τόνους πορτοκαλί, ροζ, απαλό κόκκινο), σχεδίαζε τα φωτιστικά, τις ταπετσαρίες, τα τουβλάκια, τα εμαγιέ κεραμικά για να αντικατοπτρίζει το φως, τα μωσαϊκά, τα μάρμαρα, τα μπρούτζινα, πρόσεχε τον τεχνητό φωτισμό ώστε να αναδεικνύονται τα χρώματα.

 

Προς το τέλος της ζωής του έκανε μια μεταστροφή και έβλεπε ως μοναδική λύση μια επιστροφή στον κλασσικισμό και έπεσε θύμα της χρήσης του μπετόν για να μπορέσει να δημιουργήσει και να χρησιμοποιήσει μεγάλους ελεύθερους χώρους και έτσι έγινε προάγγελος του «λειτουργισμού», της μετάβασης από την Art Nouveau προς την μοντέρνα αρχιτεκτονική των Le Corbusier, Mies van der Rohe και Corpius

 

Επιστροφή