Ενότητα :Διονύσιος Πύρρος Ο Θετταλός |
Τίτλος : Σάκης Κουρουζίδης, Βιογραφίες: Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός
|
Αρχή κειμένου Βιογραφίες ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΠΥΡΡΟΣ Ο ΘΕΤΤΑΛΟΣ Σάκης Κουρουζίδης Ιατροφιλόσοφος ή ιατροδιδάσκαλος και πάντως ένας πολυσύνθετος, δημιουργικός και φιλομαθής αρχιμανδρίτης, ο οποίος γεννήθηκε το 1777 (ή 1774) στην Καστανιά Τρικάλων και πέθανε στην Αθήνα το 1853, αφού περιηγήθηκε πολλές χώρες και πολλά μέρη για να μορφωθεί και να διδάξει («εύρον εύλογον να απεράσω εις την Ευρώπην δια να ιδώ πειραματικώς όσα μαθήματα ήκουσα με τας ακοάς μου», γράφει στην αυτοβιογραφία του). Ξεκίνησε, λοιπόν, από την μονή Μεταμορφώσεως στα Μετέωρα, όπου χειροτονήθηκε διάκος, στη συνέχεια πήγε στα Τρίκαλα για να διδαχθεί «τα γραμματικά», από τον δάσκαλο Στέφ. Στάμκο (Σταμκίδη), για δύο χρόνια. Μετά, για άλλα δύο χρόνια, πήγε στον Τύρναβο, κοντά στον ελληνιστή ιερέα Ιωάννη Πέζαρο και από κει πεζοπορώντας πέρασε τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία για να φτάσει στο Άγιο Όρος. Συνέχισε προς Λήμνο, Τένεδο, Θράκη και κατέληξε στην Πόλη, όπου εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος και στη συνέχεια ως γραμματέας του Χαλκηδόνος Ιερεμίου. Εκεί χειροτονείται ιερέας. Το 1803 επισκέφθηκε με τον αδελφό του τα Ιεροσόλυμα και στην επιστροφή τους σταμάτησαν στις Κυδωνιές της Μ. Ασίας, το μεγάλο κέντρο της ελληνικής παιδείας («Η πόλις αύτη είναι νεωτέρα, έχει τανύν κατοίκους 13.000, εγώ δε κατά την συνήθειάν μου εξελθών του πλοίου, ανέβην εις τινα λόφον δια να θεωρήσω την πόλιν. Κατά τύχην βλέπω και το νεόκτιστον εκείνον φιλοσοφικόν σχολείον του σοφού Βενιαμίν του Λεσβίου καλουμένου και χωρίς να χάσω καιρόν, κατελθών υπήγα εις το σχολείον, ηντάμωσα τους σοφούς εκείνους διδασκάλους, Βενιαμίν και Γρηγόριον Σαράφην, τους ζητώ την άδειαν δια να καταταχθώ μαθητής εις το σχολείον και ούτοι ασμένως με εδέχθησαν»). Όταν έμαθε ότι στη Χίο υπήρχε σπουδαία σχολή στην οποία δίδασκαν ο Αθανάσιος ο Πάριος και ο Ιωάννης Τσελεπής, πήγε και φοίτησε. Από εκεί τον έστειλαν στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου έγινε δεκτός από τον Νικόλαο Ζωσιμά, που οι Ιταλοί αποκαλούσαν «Πρίγκηπα των Ελλήνων». Πριν φτάσει στο βορρά σταμάτησε για λίγο στη Νεάπολη «περιερχόμενος τα σχολεία, τας βιβλιοθήκας και τα μουσεία». Από εκεί στην Πίζα, τη Φλωρεντία, τη Μπολώνια, το Μιλάνο και καταλήγει, ως φοιτητής, το 1807, στο περίφημο πανεπιστήμιο της Παβίας, όπου αναγορεύεται, στις 14 Απριλίου 1813, διδάκτωρ της ιατρικής και της χειρουργικής. Παράλληλα με τις σπουδές αυτές, τα καλοκαίρια, έκανε πρακτική στα νοσοκομεία, ενώ στο Μιλάνο ασχολήθηκε και με την Αστρονομία. Επιστέφοντας προς Χίο σταματά στην Αθήνα, όπου τελικά παραμένει ως δάσκαλος της ιατρικής, των φυσικών επιστημών, των μαθηματικών και της φιλοσοφίας. Τα χρόνια αυτά (1813-1815) είναι ο μόνος επιστήμονας ευρωπαϊκής παιδείας στην Αθήνα. Στο σπίτι του Δ. Καλλιφρονά ίδρυσε ορυκτολογικό μουσείο και σε κτήμα της Μονής Πετράκη βοτανικό κήπο. Στην Αθήνα εξασκούσε και την ιατρική «Εις τα Αθήνας τότε ήσαν και άλλοι ιατροί φθονεροί ως τώρα» γράφει το 1848, «ημείς όμως μη δεχόμενοι την πληρωμήν ήμεθα οι καλλιώτεροι και οι εναρετώτεροι». Τάσσεται με τους επαναστατημένους έλληνες και πηγαίνει στο Άγιο Όρος προσπαθώντας να φτιάξει εργαστήριο πυρίτιδας, χωρίς επιτυχία από έλλειψη υλικών («που νίτρον και που θείον»), στη συνέχεια πηγαίνει στην Ύδρα, την Τρίπολη και στο Μυστρά, όπου δημιουργεί το πρώτο εργαστήριο παραγωγής χαρτιού στην Ελλάδα, που το λεηλατεί αργότερα ο Ιμπραήμ. Ξαναπροσπαθεί, λίγο αργότερα στο Κεφαλάρι του Άργους μαζί με τον Νικηταρά και φτιάχνει νέο χαρτοποιείο («Εσυμφώνησα με τον Νικηταρά και εσύστησα χαρτοποιείον εις ένα του μύλον του Ερασινού ποταμού. Τρεις χιλιάδες γρόσια εξοδεύσαμεν και ευθύς επήξαμεν έως χιλίας κόλλας, καλάς και μετρίας. Αλλά επειδή και χρήματα δεν είχομεν, επροστρέξαμεν εις τον νέον κυβερνήτην δια να μας βοηθήση μάλιστα του Στρατηγού Νικηταρά εκ των μισθών του, πλην εις μάτην ουδέν ελάβομεν και ούτω ο Στρατηγός εκείνος έλαβε τα εργαλεία της μηχανής εις την οικίαν του»). Επανέρχεται με νέα πρόταση προς τον Όθωνα για οικονομική βοήθεια για να συστήσει νέο χαρτοποιείο στους Μύλους του Άργους, ο οποίος τον παρέπεμψε στον υπουργό των οικονομικών Αλ. Μαυροκορδάτο, που του αρνήθηκε κάθε χρηματοδότηση («εμούντσωσα αυτήν την ανόητον υπουργικήν οικονομίαν») Δεν τα πήγαινε καλά με τον Όθωνα και αυτό του στοίχισε την έδρα στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο της Αθήνας, υπήρξε όμως πρώτος πρόεδρος της Ιατρικής Εταιρείας και από τα πρώτα μέλη της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Εκτός από δάσκαλος, γιατρός, κληρικός, μαχητής, φιλόσοφος, άφησε και ένα πλούσιο συγγραφικό έργο. Εκτός από διάφορα βιβλία θεολογικού περιεχομένου, έγραψε ακόμη: παιδαγωγικά («Χειραγωγία των παίδων», 1810, «Διονυσιάς Γραμματική», 1827, «Αριθμητική», 1828), ιστορικά («Ο Μέγας Αλέξανδρος», 1846, κ.ά.), γεωγραφικά («Γεωγραφία Μεθοδική απάσης της Οικουμένης», 1818), αστρονομικά («Πρακτική Αστρονομία», 1845). Το 1818 εξέδωσε σε 1.000 αντίτυπα, στην Κωνσταντινούπολη, το πρώτο βιβλίο φαρμακολογίας στα ελληνικά, την «Φαρμακοποιϊα Γενική, εκ των πλέον νεωτέρων σοφών Χυμικών και φαρμακοποιών της Ευρώπης, μάλιστα εκ του σοφολογιοτάτου διδασκάλου και ιατρού Βρουνιατέλου», το 1828 την «Χυμικήν των Τεχνών» και το 1831 το «Εγκόλπιον των Ιατρών, ήτοι Πρακτική Ιατρική, περιέχουσα τριακοσίας εξήκοντα δύω αρρωστείας, τον όρκον και αφορισμούς του Ιπποκράτους, την Φυσιολογίαν και Ανατομίαν άπασαν του ανθρώπου, την ύλην της Ιατρικής και την Βοτανικήν… εις δύο τόμους, εν Ναυπλίω 1831. Τω δεκάτω έτει της Ελληνικής Ελευθερίας». Ανέκδοτα έργα του είναι: η «Ορυκτολογία», η «Διατριβή περί αρχαίας ελληνικής Μουσικής», η «Περιήγησις της νήσου Κέω» και το «Περιήγησις της Ελλάδος και πόλεμοι αυτοίς αρχαίοι και νεώτεροι» («Εκίνησα και έκαμα την περιήγησιν της Ελλάδος, η οποία μέχρι τούδε έμεινες ατύπωτος. Δέκα έξη μήνας έκαμα εις την περιήγησιν της Ελλάδος και πολλά εδαπάνησα εις την οδοιπορίαν μου, πλην έμεινα κατά πολλά ευχαριστημένος ιδών τα πάντα»). Εκτός από βιβλία τύπωσε και χάρτες. Στο Λιβόρνο σύνθεσε και τύπωσε «μίαν χάρταν μεγάλην», στο Μιλάνο, το 1811, «ιδίοις χερσί χαλκοχαράξας… χάρτας γεωγραφικούς του παντός εις σχήμα επίπεδον και ευκολοθεώρητον», στο Ναύπλιο, το 1835, «τριών ειδών υδρογείους σφαίρας δια τα σχολεία» και στην Αθήνα, το 1845, «συστατικόν άτλαντα του παντός με 24 γεωγραφικούς πίνακας». Στις Κυδωνιές, το 1803 «κατασκεύασα εκ ξύλου σφαίραν προς κατάληψιν της γεωγραφίας», στη Χίο, το 1806, «κατασκεύασα εκ χαλκού μίαν ουράνιον σφαίραν, σχηματίσας εις αυτήν όλους τους αστερισμούς και αστέρας» και το 1842 κατασκεύασε «μίαν μεγάλην υδρόγειον» την οποία χάρισε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σημαντικότερο έργο του θεωρείται η «Βοτανική» του, που τυπώθηκε το 1838 σε δύο τόμους, με εικόνες 200 βοτάνων χρωματισμένες από τον ίδιο («Δια να τυπώσω τας χρωματισμένας εικόνας, έκαμα ειδικήν μου λιθογραφίαν, επειδή και οι Βαβαροί όντες φθονεροί τότε, δεν με άφηνον να την τυπώσω. Πολλά έπαθον από αυτούς έως ου να την τυπώσω»). Τα έργα του ο Πύρρος, όπως γράφει «άλλα μεν επώλησα τότε και ετύπωσα άλλα και άλλα εχάρισα εις σχολεία και ενδεείς μαθητάς και άλλα μοι εσφετερίσθησαν τινά αχρεία ανθρωπάρια του ματαίου τούτου αιώνος» (σσ. ως προσωπική μαρτυρία να καταθέσω, ότι πριν από 5-6 χρόνια στο Μοναστηράκι, εμφανίστηκε η «Βοτανική» του Πύρρου του Θετταλού, σε μια παλιά βαλίτσα παλαιοπώλη. Επρόκειτο για ένα καταπληκτικό έργο, με υπέροχα ζωηρά χρώματα των εικόνων και για την απώλεια του οποίου ας όψωνται οι άγραφοι διαπραγματευτικοί νόμοι του γιουσουρούμ. Απλώς, ως «φθονερός Βαβαρός», αναζητώ τον «ανταγωνιστή» μου που την απέκτησε). Οι πληροφορίες για τον Πύρρο προέρχονται από τα δύο ανατυπωθέντα βιβλία του, την «Φαρμακοποιία» και το «Εγκόλπιον των ιατρών» (προλογικά σημειώματα των Μικέ Παϊδούση και Γεωργίου Σχίζα) και από εγκυκλοπαίδειες. |
                     |