Ενότητα :ΤΕΥΧΟΣ 6, ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2001 |
Τίτλος : Μάριος Χαϊνταρλής, Δίκαιο περιβάλλοντος: οικοδομικές παρεκκλίσεις και προστασία του περιβάλλοντος
|
Αρχή κειμένου ΔΙΚΑΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Του Μάριου Χαϊνταρλή* Τον τελευταίο μήνα ήλθε ξαφνικά στην επικαιρότητα το θέμα των παρεκκλίσεων που υπάρχουν στην πολεοδομική νομοθεσία ως προς τη χορήγηση των οικοδομικών αδειών και οι οποίες έχουν λάβει, κατά κοινή ομολογία, με τη μια ή την άλλη μορφή, μεγάλη έκταση. Αφορμή αποτέλεσε, όπως είναι γνωστό, η εξαγγελία του υπουργού ΠΕΧΩΔΕ για τη θεσμοθέτηση Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου, σε παράκτιες και νησιωτικές περιοχές και ο σταδιακός περιορισμός, ίσως δε και η κατάργηση κάποια στιγμή στο μέλλον, της εκτός σχεδίου δόμησης. Είναι δύσκολο ν’ αμφισβητηθεί ότι η εκτεταμένη χρήση των παρεκκλίσεων από την πολεοδομική νομοθεσία έχει συμβάλλει καθοριστικά στην υποβάθμιση του φυσικού τοπίου και ιδιαίτερα του δομημένου περιβάλλοντος. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να δηλωθεί ότι, από την άποψη της «λογικής» του χώρου, η ίδια η εκτός σχεδίου δόμηση συνιστά μιας μορφής παρέκκλιση, την ύπατη ίσως παρέκκλιση, ενώ ο κανόνας θα έπρεπε να είναι η απαγόρευση της δόμησης σε περιοχές για τις οποίες δεν έχουν θεσπισθεί χρήσεις γης. Οι ρίζες βεβαίως της κατάστασης αυτής βρίσκονται στις πολεοδομικές διατάξεις των αρχών του 20ου αιώνα, που δυστυχώς παρά την πρόοδο που συντελέσθηκε, συνεχίζει ακόμη να διαιωνίζεται. Σ’ ένα πιο περιορισμένο επίπεδο, αξίζει να σημειώσουμε δύο κατά βάση ενότητες παρεκκλίσεων που συνεχίζουν να ισχύουν αλλά και να θεσπίζονται. Οι παρεκκλίσεις από τους γενικούς κανόνες της εκτός σχεδίου δόμησης για αρκετές κατηγορίες οικοπέδων και χρήσεων, καθώς και οι παρεκκλίσεις από τους γενικούς όρους δόμησης σε περιοχές καλυπτόμενες από πολεοδομικό σχέδιο. Ως προσχηματική αιτιολογία των παρεκκλίσεων της πρώτης ενότητας χρησιμοποιείται συνήθως η ανάγκη της οικονομικής ανάπτυξης, ενώ πίσω από αυτές της δεύτερης ενότητας βρίσκεται στις περισσότερες των περιπτώσεων η «πελατειακή» τοπικιστική λογική. Είναι προφανές ότι το να επιτρέπεται με κραυγαλέο τρόπο η κατά παρέκκλιση δόμηση (λ.χ. θέσπιση ριζικά διάφορων προδιαγραφών κατάτμησης, αρτιότητας κλπ) σε τμήμα ενός πολεοδομικού σχεδίου σε σχέση με άλλα τμήματα του, δεν είναι ό,τι το καλύτερο για την ορθολογική οργάνωση μιας περιοχής. Κατά τη γνώμη μου έχει ήδη παρέλθει προ πολλού ο χρόνος κατά τον οποίο το απαράδεκτο φαινόμενο των παρεκκλίσεων θα έπρεπε να είχε αντιμετωπισθεί. Είναι αλήθεια ότι στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, η τελευταία δεκαετία χαρακτηρίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις νομολογιακές τομές του Συμβουλίου της Επικρατείας, τομές ωστόσο που φαίνεται να άγγιξαν με πιο άμεσο τρόπο το φυσικό περιβάλλον και όχι το σχεδιασμό των πόλεων και οικισμών και γενικότερα τη δόμηση. Η ραγδαία επιδείνωση του τοπίου σε πολλές περιοχές της Ελλάδας από την εκτός σχεδίου δόμηση, επιδείνωση που επιτείνεται από τις παρεκκλίσεις, όπως και η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής σε πόλεις και οικισμούς επιβάλλει την άμεση νομοθετική παρέμβαση της πολιτείας στον τομέα αυτό. Ως γνωστόν, η ιδέα που «νομιμοποιεί» τις παρεκκλίσεις είναι η ανάγκη προσαρμογής των οικοδομών προς ορισμένους στόχους και ιδιάζουσες χωρικές και μορφολογικές συνθήκες. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη ότι στο χώρο του δικαίου δεν μπορεί να νοηθεί ένα γενικευμένο δικαίωμα στην προσαρμογή, η θέσπιση των παρεκκλίσεων θα όφειλε να υπακούει ταυτοχρόνως σε τρεις αυστηρές προϋποθέσεις: πρώτον, θα πρέπει αυτές να περιορίζονται στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο δεύτερον, θα πρέπει να καθίστανται αναγκαίες και να τεκμηριώνονται κάθε φορά από τις τοπικές ιδιομορφίες και τρίτον, δεν θα πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με το δημόσιο συμφέρον, μέρος εξάλλου του οποίου αποτελεί και η προστασία του περιβάλλοντος. Η θέση αυτή εκφράζει σίγουρα και τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις, που έχουν επιχειρηθεί μέχρι σήμερα για το άρθρο 24 του Συντάγματος, το οποίο ακριβώς υποχρεώνει το Κράτος να λαμβάνει τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα, όχι μόνον για τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και για την διασφάλιση και βελτίωση της ποιότητας ζωής στις πόλεις και τους οικισμούς. Κάθε αντίθετη προσέγγιση των προϋποθέσεων θέσπισης παρεκκλίσεων, που κατ’ αποτέλεσμα οδηγεί στην άκριτη και επιζήμια για το περιβάλλον εισαγωγή τους, θα πρέπει να θεωρείται αντισυνταγματική. Πέρα όμως από τις νομικές και «τεχνικές» όψεις που μπορεί να έχει το θέμα των παρεκκλίσεων, οι οποίες δυστυχώς συχνά γίνονται ο κανόνας, η κατάργηση τους και μόνον η κατ’ εξαίρεση και πάντοτε ειδικά αιτιολογημένη πρόβλεψη τους θα υπηρετούσε μια πρόσθετη σύγχρονη κοινωνική απαίτηση. Η προστασία του περιβάλλοντος ως ιδέα και στόχος πρέπει να λάβει συγκεκριμένο περιεχόμενο, όχι μόνον σε σχέση με τον τομέα της διαφύλαξης της φυσικής κληρονομιάς και της διαχείρισης των φυσικών πόρων, αλλά και σε σχέση με το ανθρωπογενές περιβάλλον. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι, στην Ελλάδα τουλάχιστον, τα πρώτα σπέρματα περιβαλλοντικής ευαισθησίας ξεκίνησαν από ανησυχίες γύρω από τις συνθήκες ζωής στις μεγάλες κυρίως πόλεις και ιδιαίτερα από ανησυχίες αναφορικά με την ατμοσφαιρική ρύπανση, πριν η ευαισθησία αυτή αγγίξει τομείς όπως οι βιότοποι, τα είδη και γενικά η φύση. *Ο Μάριος Χαϊνταρλής είναι Δικηγόρος, Εντεταλμένος Διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Δαίμων της Οικολογίας, τ.6 Ιούλιος - Αύγουστος 2001 |
                     |