Ενότητα :ΤΕΥΧΟΣ 6, ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2001 |
Τίτλος : Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος, Αγορά και αειφορία στον καιρό της παγκοσμιοποίησης
|
Αρχή κειμένου Αγορά και αειφορία στον καιρό της παγκοσμιοποίησης του Σπήλιου ΠΑΠΑΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ Η νέο-κλασική θεωρία απορρίπτει το οικολογικό πρόβλημα από τη στιγμή που θεωρεί ότι το φυσικό κεφάλαιο μπορεί να υποκατασταθεί από το τεχνητό κεφάλαιο και την εργασία. Τα απορρίμματα και η ρύπανση, παρόλο που είναι προϊόντα της ανθρώπινης οικονομικής δραστηριότητας, δεν υπολογίζονται στις συναρτήσεις παραγωγής. Η νέο-κλασική θεωρία, επειδή ακριβώς εμπνέεται από τη νευτώνεια αντίληψη της κλασικής μηχανικής για έναν ομοιογενή χρόνο, αγνοεί και απορρίπτει την αρχή της εντροπίας, που προέρχεται από τη θερμοδυναμική και που λαμβάνει υπόψη της τη μη-αντιστρεψιμότητα των μετατροπών στην ύλη και στην ενέργεια. Ως συνέπεια έχουμε τη σπατάλη των σπάνιων πόρων, που διαθέτουμε, και τη μη-χρησιμοποίηση της άφθονης ηλιακής ενέργειας. Όσο η αύξηση του ΑΕΠ και η οικονομική μεγέθυνση μετρούνται με τον τρόπο που αυτό γίνεται σήμερα, είναι δύσκολο να υπολογιστεί το κόστος της οποιασδήποτε διόρθωσης, ιδιαίτερα για τα καλούμενα "πλανητικά" προβλήματα, όπως το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η τρύπα του όζοντος, η καταστροφή της βιοποικιλότητας, η ρύπανση των ωκεανών. Στις περιπτώσεις αυτές διαπιστώνουμε ότι είναι άνευ νοήματος η άποψη των νεοκλασικών οικονομολόγων για υπολογισμό του "εξωτερικού κόστους" ή για ιδιωτικοποίηση της φύσης για την καλύτερη προστασία της. Οι ίδιοι, βέβαια, είναι που αντιτίθενται στους "πράσινους" φόρους, όπως π.χ. είναι ο φόρος επί του διοξειδίου του άνθρακος. Όπως γράφει ο γάλλος οικονομολόγος Σερζ Λατούς "το πρόβλημα με το περιβάλλον είναι ότι, κατά βάση, τοποθετείται έξω από τη σφαίρα των εμπορευματικών ανταλλαγών. Κανένας μηχανισμός δεν αντιτίθεται αυτόματα στην καταστροφή του. Ο ανταγωνισμός και η αγορά που μας παρέχουν τα γεύματά μας υπό τις καλύτερες συνθήκες, έχουν καταστρεπτικά αποτελέσματα για το περιβάλλον. Τίποτα δεν υπάρχει, που να περιορίζει τη λεηλασία των φυσικών πόρων, που η δωρεάν διάθεσή τους επιτρέπει, απλώς, τη μείωση του κόστους. Η λεηλασία των ωκεανών και των αλιευμάτων, μοιάζει αναπότρεπτη. Μερικοί εμπειρογνώμονες της Διεθνούς Τραπέζης είναι, εντούτοις, ευχαριστημένοι: με την αντικατάσταση της ελεύθερης πρόσβασης στους φυσικούς πόρους από τη βιομηχανική παραγωγή υποκατάστατων (στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις ιχθυοκαλλιέργειες), η ανθρωπότητα θα βγει από την προϊστορία της. Έτσι συνεχίζεται και η ανεύθυνη κατασπατάληση των μεταλλευμάτων. Οι μεμονωμένοι χρυσοθήρες ή οι μεγάλες αυστραλιανές εταιρείες στη Νέα Γουϊνέα, δεν ορρωδούν προ ουδενός προκειμένου ν’ αποκτήσουν το αντικείμενο του πόθου τους. Στο σύστημά μας κάθε καπιταλιστής ή ακόμα κάθε Homo economicus, είναι ένα είδος χρυσοθήρα. Αυτή η εκμετάλλευση της φύσης δεν είναι λιγότερο βίαιη ή επικίνδυνη όταν πρόκειται να απαλλαγούμε από τα απορρίμματά μας στην ίδια αυτή φύση-σκουπιδοτενεκέ . Δεν είναι η παγκοσμιοποίηση καθαυτή που είναι επικίνδυνη για την ανθρωπότητα, ούτε η ελευθερία των ανταλλαγών, υπέρ της οποίας υπάρχουν μερικά σοβαρά επιχειρήματα. Είναι τα φαινόμενα δύναμης, κυριαρχίας, συγκέντρωσης του πλούτου από τη μια μεριά και προϊούσας εκπτώχευσης από την άλλη, με καταστροφή των εγχώριων αιωνόβιων τεχνικών, λόγω της εξάρτησης του ανταγωνισμού και της ολοκληρωτικής κυριαρχίας της αγοράς, που απειλούνε με τις καταστρεπτικές τους συνέπειες. Ο υπερ-ανταγωνισμός αυτός σπρώχνει στην άλογη εκμετάλλευση της φύσης και ιδιαίτερα στην ανεπανόρθωτη καταστροφή των μη ανανεώσιμων παραγωγικών πόρων του Νότου. Εκτός απ’ αυτό, η ακλόνητη πίστη στην αυτορρύθμιση μέσω της αγοράς οδηγεί στην υπερ-εμπορευματοποίηση των πάντων και την προσπάθεια να υποκατασταθεί ο μηχανισμός της αγοράς σε κάθε άλλη ρύθμιση, κρατική, οικογενειακή, ηθική, θρησκευτική ή πολιτιστική". Η ένταση του ανταγωνισμού, π.χ. στη γεωργία, οδηγεί σε μεγαλύτερη συνεχώς χρήση φυτοφαρμάκων, στη συνεχή μείωση του κόστους με πτώση των ημερομισθίων, ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου, αλλά και με το φαινόμενο των "τρελών αγελάδων" σε μια χώρα του Βορρά, όπως η Μεγάλη Βρετανία. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το οικονομικό μας σύστημα είναι εχθρικό προς το περιβάλλον κι ότι μακροπρόθεσμα δεν είναι βιώσιμο. Οι αλλαγές, που πρέπει να γίνουν τόσος την παραγωγή όσο και στην κατανάλωση, γίνονται δύσκολα αποδεκτές τόσο από τους παραγωγούς όσο και από τους καταναλωτές: οι αλλαγές αυτές γίνονται ακόμα πιο δύσκολες με την οικονομική κρίση. Γίνεται μ’ αυτήν πιο δύσκολη η αμφισβήτηση της λογικής της αγοράς ή η αντιμετώπιση των πιέσεων να παρακαμφθούν οι οικολογικές απαιτήσεις και επιταγές ή να γίνει προσπάθεια για την αντιμετώπιση των οικολογικών προβλημάτων μόνο με τεχνοκρατικές λύσεις. Ένα παράδειγμα για τις δυσκολίες αυτές μας έρχεται από τη Γερμανία: οι Πράσινοι είχαν ως κύρια προεκλογική διεκδίκηση την κατάργηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικά εργοστάσια κι αυτό όχι μόνο για το ενδεχόμενο ενός ατυχήματος, αλλά και γιατί δεν έχει λυθεί το πρόβλημα της αποθήκευσης των πυρηνικών αποβλήτων, τα οποία παραμένουν ενεργά επί χιλιετίες, δημιουργώντας μια τρομακτική επιβάρυνση για τις επόμενες γενεές. Έπεισαν γι’ αυτό και τους σοσιαλδημοκράτες συμμάχους τους στην κυβέρνηση. Αλλά, προς το παρόν, οι αυξανόμενες ανάγκες σε ενέργεια δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν από τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας (αιολική, υδροηλεκτρική, ηλιακή). Εκτός από αυτό, οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας απαίτησαν την τήρηση των συμβολαίων επεξεργασίας των πυρηνικών αποβλήτων, απαιτώντας στην αντίθετη περίπτωση, αποζημιώσεις ύψους δισεκατομμυρίων μάρκων. Σ’ όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η αντίδραση των συνδικάτων όλων των χωρών του "ατομικού καρτέλ", που φοβούνται την κατάργηση χιλιάδων θέσεων εργασίας. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να κάνει πίσω η γερμανική κυβέρνηση και η εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας να παραμείνει μια διακήρυξη προθέσεων στα χαρτιά. Κάτω από ανάλογες αντιδράσεις η γερμανική κυβέρνηση συνεργασίας σοσιαλδημοκρατών και πράσινων εγκατέλειψε την πρόθεση επιβολής ενός οικολογικού φόρου. Η βάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η διαρκής συσσώρευση, με κίνητρο το κέρδος, βραχυχρόνια, δηλαδή με χρονικό ορίζοντα πολύ περιορισμένο. Μπορεί, όμως, σ’ ένα κόσμο πεπερασμένο να συνεχίζεται επ’ άπειρον αυτή η συσσώρευση, που συνοδεύεται από την εντατική εξόρυξη - μέχρι την εξάντλησή τους - των μεταλλευμάτων, των ορυκτών καυσίμων, των αλιευμάτων των ωκεανών και των παρθένων τροπικών δασών; Οι μεγάλοι κλασικοί (Α. Σμιθ., Ντ. Ρικάνρτο, Τζ. Στιούαρτ Μιλ) είχαν συνειδητοποιήσει την αντίφαση και κατέληγαν στην αναγκαιότητα μιας «στάσιμης κατάστασης», που την παρομοίαζαν με μια λίμνη, που η στάθμη της επιφάνειάς της μένει σταθερή, ενώ ανανεώνεται το περιεχόμενό της: είναι η εικόνα αυτού που ονομάζουμε σήμερα "αειφόρος ανάπτυξη". Μπορεί ο καπιταλισμός να γίνει οικολογικός; Αυτοί που το πιστεύουν, φέρνουν ως παράδειγμα τις τεράστιες οικολογικές καταστροφές, που προκάλεσε η σοβιετική λατρεία της παραγωγής. Από την άλλη μεριά, όμως, ξεχνάμε τον ξέφρενο πολλαπλασιασμό των αναγκών που συνεπιφέρει ο καπιταλισμός και που κάνει αδύνατο τον περιορισμό της κατανάλωσης, που ήταν δυνατός στους προ-καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ. Καταλαβαίνει εύκολα κανείς πόσο δύσκολος είναι αυτός αναπροσδιορισμός των αναγκών και της κατανάλωσης, που δεν θίγει μόνο τεράστια συμφέροντα αλλά συνδέεται με ψυχολογικά και κοινωνικά κεκτημένα. Ίσως μας χρειάζεται μια βουδιστική ηθική αυτό-συγκράτησης και περιορισμού των αναγκών. Γιατί από την πλευρά της παραγωγής, η διαρκής μείωση της ποσότητας της ενέργειας που καταναλώνεται ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος και οι πρόοδοι της ανακύκλωσης επιτρέπουν, ίσως ένα υψηλό επίπεδο βιομηχανικής δραστηριότητας, που δεν συνοδεύεται από λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών πόρων του πλανήτη μας. Στη Διάσκεψη της Χάγης τον Νοέμβριο του 2000, φάνηκε καθαρά η αντίδραση των ενεργειακών πολυεθνικών σε κάθε περιοριστική ρύθμιση της κατανάλωσης ενέργειας. Από την άλλη μεριά, φάνηκε καθαρά ότι μια πολιτική περιορισμού της κατανάλωσης ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο –είτε με τη μορφή "πράσινων" φόρων, είτε με τη μορφή νομοθετικών μέτρων – δεν δημιουργεί κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα στον καπιταλισμό γενικά, όσο κι αν δημιουργεί στους επιμέρους καπιταλιστές. Γι’ αυτό, οι ρυθμίσεις πρέπει να είναι παγκόσμιες, για να μη δημιουργούν προβλήματα ανταγωνισμού. Η αντιμετώπιση των πλανητικών προβλημάτων, η προστασία των ωκεανών και των τροπικών δασών, η αντιμετώπιση των χρηματιστηριακών κρίσεων, η εφαρμογή ενός παγκόσμιου φόρου, όπως ο "φόρος Τόμπιν", στις διακρατικές χρηματιστηριακές συναλλαγές, που θα περιόριζε δραστικά την διεθνή κίνηση κερδοσκοπικών κεφαλαίων, απαιτούν συλλογική δράση σε πλανητικό επίπεδο κι όχι εγκατάλειψη στους μηχανισμούς της αγοράς. Δυστυχώς οι κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις –σοσιαλιστικές και οικολογικές– είναι τραγικά απούσες. Και είναι ιδιαίτερα τραγικά απούσες στην Ευρώπη. Δαίμων της Οικολογίας, τ.6 Ιούλιος - Αύγουστος 2001 |
                     |