Ενότητα :Κουρουζίδης Σάκης |
Τίτλος : ΣΑΚΗΣ ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΗΣ, Βιβλιοπαρουσίαση: Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου
|
Αρχή κειμένου Βιβλιοπαρουσίαση ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, εκδ. Χατζηνικολή, β΄ έκδοση 1992 (α΄ 1982), σελ. 265 ΣΑΚΗΣ ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΗΣ Συνήθως μια βιβλιοπαρουσίαση συνδυάζεται με μια πρόσφατη έκδοση- ή επανέκδοση- ενός βιβλίου ή με κάποιο επετειακό γεγονός που συνδέεται με τον συγγραφέα. Η παραβίαση του άγραφου αυτού κανόνα, ας αποδοθεί μόνον στη μεγάλη μου επιθυμία να ικανοποιήσω μια απρόσμενη ευχαρίστηση από την- εντελώς πρόσφατη- ανάγνωση του βιβλίου του Γκαστόν Μπασελάρ. Συχνά, πολλοί συγγραφείς έχουν κατηγορηθεί ότι, όταν γράφουν, δεν έχουν στο μυαλό τους ένα συγκεκριμένο πρότυπο αναγνώστη στον οποίο απευθύνονται και ότι, έτσι εγωιστικά, αδιαφορούν ή υποτιμούν την επιδίωξη μιας αμφίδρομης επικοινωνίας. Φοβούμαι ότι, πολύ συχνά, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Ο συγγραφέας απευθύνεται, αλαζονικά, σε έναν περίπου αγράμματο αναγνώστη. Συνεχώς του υπενθυμίζει ή του πετά κατάμουτρα την άγνοιά του, την ασχετοσύνη του. Ολοκληρώνοντας κανείς την ανάγνωση ενός τέτοιου βιβλίου, μένει με την αίσθηση της κατωτερότητας απέναντι στον συγγραφέα. Ο Μπασελάρ, αντίθετα, μας προτείνει μια φιλική βόλτα σε οικείους χώρους. Δεν κάνει επίδειξη των γνώσεών του. Μας παρασύρει σε μια ποιητική ονειροπόληση, όπου, σε αντίθεση με το όνειρο, «η ψυχή ξαγρυπνά, χωρίς πίεση, ξεκούραστη και δραστήρια». Έτοιμη να περιπλανηθεί ανάμεσα στις «εικόνες του ευτυχισμένου χώρου». Να εκτιμήσει και να υπερασπιστεί τους χώρους της, τους βιωμένους της- όχι τους γεωμετρικούς- «βιωμένους όχι μόνο στη θετικότητά τους αλλά και με όλες τις μεροληψίες της φαντασίας». Η αρχή του ταξιδιού γίνεται μέσα στο σπίτι, από το υπόγειο ως τη σοφίτα. «Με την εικόνα του σπιτιού έχουμε στα χέρια μας μια πραγματική αρχή ψυχολογικής ένταξης». Το ζητούμενο είναι να μάθουμε να «κατοικούμε» μέσα στον εαυτό μας. Ψάχνοντας και ενθυμούμενοι τους χώρους του σπιτιού, τις γωνιές του, τα σεντούκια και τα συρτάρια του, την δομή του, κάνουμε μια άσκηση γνωριμίας με τους χώρους και τις γωνιές της ψυχής μας. Μας προτείνεται λοιπόν να δούμε τον ακόλουθο παραλληλισμό που κάνει ο ψυχολόγος C.G. Jung: «Έργο μας είναι να εξερευνήσουμε ένα κτίσμα και να το εξηγήσουμε: το επάνω του πάτωμα έχει χτιστεί στον ΧΙΧ αιώνα, το ισόγειο χρονολογείται από τον XVI αιώνα και μια πιο σχολαστική έρευνα του κτιρίου δείχνει ότι αυτό έχει κατασκευαστεί πάνω σε έναν πύργο του ΙΙ αιώνα. Στο υπόγειο υπάρχει μια κρύπτη, στο έδαφος της οποίας ανακαλύψαμε λίθινα εργαλεία και στα βαθύτερα στρώματά της υπόλοιπα προϊστορικών τεράτων της εποχής των παγετώνων. Τέτοια θα ήταν περίπου και η δομή της ψυχής μας». Η ψυχή μας μοιάζει πάντα με ένα τέτοιο σπίτι; «Στο Παρίσι (σ.σ. της δεκαετίας του ‘50) δεν υπάρχουν σπίτια. Οι κάτοικοι της μεγαλούπολης ζουν σε κουτιά τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο... την τοποθεσία της «συμβατικής τρύπας μας την προσδιορίζει ο αριθμός του διαμερίσματος... Στο χώμα, τα σπίτια στερεώνονται στην άσφαλτο για να μη βυθιστούν μέσα στη γη, το σπίτι δεν έχει ρίζα, οι ουρανοξύστες δεν έχουν υπόγειο». Αυτά τα σπίτια πάσχουν από «έλλειψη αξιών οικειότητας», συμπληρώνει ο συγγραφέας. Ποιο σπίτι λοιπόν αναζητούμε; Με τη βοήθεια εκπληκτικά επιλεγμένων κειμένων και ποιητές όλου του κόσμου, ψάχνει τους χώρους της μνήμης, τις γωνιές που όλοι έχουμε καταχωνιάσει στα ερμάρια και στα σεντούκια της σοφίτας και κυρίως του υπογείου ή στο «σύμπαν του σπιτιού». «Αλίμονο, όμως, πρέπει να γεράσουμε για να κατακτήσουμε τη νεότητα, για να την ελευθερώσουμε από τα εμπόδια, για να ζήσουμε σύμφωνα με την πρώτη ορμή της». Ας συνεχίσουμε όμως με την «μελέτη του ασήμαντου», επιστρατεύοντας τον μεγεθυντικό φακό της φαντασίας, που προηγείται της μνήμης. Ας αφουγκραστούμε την «απειλή του ονείρου να περιδιαβάζει πάνω στη στέγη», υπερβαίνοντας τη γεωμετρία και τον ορθολογισμό. Να μπούμε στο ντουλάπι που είναι «γεμάτο από τη βουβή αναταραχή των αναμνήσεων», στο ερμάρι, «όπου ζει ένα κέντρο τάξης που προστατεύει όλο το σπίτι από μια αταξία χωρίς τέλος», να ανακαλύψουμε μια «νοημοσύνη κρυψώνας», όπου κρύβονται απέραντοι θησαυροί. «Ένα σπίτι κρύβεται σε μια κασετίνα»! Όσο κι αν ανασκαλεύουμε ποτέ δεν φθάνουμε στον πάτο του σεντουκιού». Πόσος είναι όμως ο κρυμμένος θησαυρός; Ποιος θα τον μετρήσει; «Την απογραφή του θησαυρού δεν την κάνει ένας συμβολαιογράφος, αλλά ένας ποιητής». «Είμαι η κρυψώνα μου». Πάντα αναρωτιόμουν γιατί υπάρχουν γράμματα που δεν προφέρονται σε πολλές γλώσσες του κόσμου, όπως επίσης γιατί ορισμένες λέξεις χρησιμοποιούνται στην ποίηση μόνο με έναν γραμματικό τύπο και όχι με τους υπόλοιπους που υπάρχουν στον πεζό λόγο. Ιδού μια πειστική απάντηση: «Υπάρχει έστω και ένας ονειρευτής λέξεως που να μην δονείται στη λέξη ερμάρι; Armoire, είναι μια από τις μεγάλες λέξεις της γαλλικής γλώσσας, ταυτόχρονα μεγαλοπρεπής και οικεία. Πόσο ωραίος και βαθύς ο όγκος της ανάσας της! Πως ανοίγει την πνοή με τον Α της πρώτης συλλαβής και πως την κλείνει σιγανά, μαλακά, με τη συλλαβή που εκπνέει. Ποτέ δεν βιαζόμαστε όταν αποδίδουμε στις λέξεις την ποιητική τους υπόσταση. Και το τελικό e της λέξης είναι τόσο άφωνο που κανείς ποιητής δε θα διανοούνταν να το κάνει να ηχήσει. Ίσως γι’ αυτό, στην ποίηση, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται πάντα στον ενικό. Στον πληθυντικό, η παραμικρή κράση θα της έδινε τρεις συλλαβές. Όμως, στα γαλλικά, οι μεγάλες λέξεις, οι ποιητικά δεσπόζουσες λέξεις, δεν έχουν παρά δύο συλλαβές». «Ο καλλιτέχνης δεν δημιουργεί όπως ζει, ζει όπως δημιουργεί», ή καλύτερα «πρέπει να ζεις για να φτιάχνεις το σπίτι σου και όχι να φτιάχνεις το σπίτι σου για να ζεις μέσα σ’ αυτό». «Ολόκληρο το δέντρο, για το πουλί ο πρόναος της φωτιάς», όπως, ίσως, το σύμπαν του σπιτιού είναι ο πρόναος της κατοικίας της ψυχής μας, εκεί όπου ξεκινάει το σπέρμα της ζωής, γιατί «η ύπαρξη ξεκινάει με ευεξία». Και κόπο, και ψυχή, ιδίως η κατοικία της. «Το σπίτι είναι το ίδιο το πρόσωπο, το σχήμα του και η πιο άμεση προσπάθειά του. Θα έλεγα η οδύνη του. Το αποτέλεσμα δεν επιτυγχάνεται παρά με την αδιάκοπα επαναλαμβανόμενη πίεση με το στήθος. Δεν υπάρχει ούτε ένα οχυρό που για να πάρει αυτή την καμπύλη, δεν πιέστηκε εκατοντάδες και χιλιάδες φορές με τον κόρφο, με την καρδιά, και ασφαλώς με διατάραξη της αναπνοής, με ένα λαχάνιασμα, ίσως». Πωλείται, τριάρι, 85 τετραγωνικών, ετοιμοπαράδοτο. Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα, όντως. Που την αναζητούμε, όμως; «Τι παραλογισμός, ένας νεόχτιστος πύργος... Κι άλλος νεόχτιστος πύργος. Ετοιμοπαράδοτος, με όλα τα κομφόρ μέσα, μια BMV απ’ έξω, ένα τζιπάκι κι ένα σκάφος. «Στον πολιτισμό μας, που ρίχνει φώτα παντού, που περνάει ηλεκτρικό στο υπόγειο, δεν κατεβαίνουμε πια στα κατώγια με το κερί στο χέρι. Αλλά το ασυνείδητο δεν εκπολιτίζεται. Εξακολουθεί να παίρνει το καντηλέρι για να κατέβει στα βάθη». Θέλω να αναπτυχθεί και η δική μου ακοή «τερατωδώς». Ν’ ακούω τον «θόρυβο των χρωμάτων», «τη νεαρή λεπτοκαρυά να πρασινίζει», να αισθανθώ κι εγώ «την οσμή της σιωπής», να ακούω από μακριά «να προσεύχονται οι πηγές της γης». Δεν θέλω γεγονότα, αυτά δεν εξηγούν τις αξίες. Μια μικρή και ανεπαίσθητη ένδειξη θέλω. Με την «προ- ακοή» ζητώ ένα «προ- σεισμό» απλών ενδείξεων. «Τα πάντα είναι ενδείξεις προτού γίνουν φαινόμενα σ’ αυτό τον κόσμο των ορίων. Όσο πιο ανεπαίσθητη είναι η ένδειξη, τόσο πιο μεστή από νόημα είναι, αφού επισημαίνει μια απαρχή. Αν τις νοήσουμε σαν απαρχές, όλες αυτές οι ενδείξεις φαίνονται να αρχίζουν αδιάκοπα το αφήγημα. Δεχόμαστε στοιχειώδη μαθήματα μεγαλοφυΐας». Η ψυχανάλυση της φωτιάς και Το νερό και τα όνειρα, είναι δύο ακόμη βιβλία του Μπασελάρ που κυκλοφορούν στα ελληνικά, στο μοτίβο της ποιητικής φαντασίας. Καθηγητής της φιλοσοφίας των επιστημών, αποπειράθηκε να καταστήσει συμπληρωματικές δύο αντίθετες έννοιες, την ποίηση και την επιστήμη, πέθανε στο Παρίσι το 1962. λίγα χρόνια αργότερα, το- υπαρκτό- «κίνημα» που προκάλεσε μετεξελίχθηκε σε μια απόπειρα να φέρει κοντά την ποίηση και την φαντασία με την πολιτική και την εξουσία. Ο Γκαστόν Μπασελάρ, στην Ποιητική του χώρου, μέσα από την διαλεκτική του μικρού και του μεγάλου, αναζητά το «μεγάλο» που εμπεριέχεται στο «μικρό». Το μελλοντικό μας σπίτι, αυτό που δεν έχουμε αλλά που θα χτίσουμε, οπωσδήποτε. Αλλά προσοχή, η Γεωργία Σάνδη, λέει ότι «μπορούμε να κατατάξουμε τους ανθρώπους ανάλογα με το αν ονειρεύονται να ζήσουν σ’ ένα κλουβί ή σ’ ένα παλάτι». ΝΕΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ, ΤΕΥΧΟΣ 123, 1/1995 |
                     |