Ενότητα :Λουλούδης Λεωνίδας |
Τίτλος : Λεωνίδας Λουλούδης, Βιβλιοπαρουσίαση: Σταύρος Ν. Μαγγιώρης, Στα Μονοπάτια της Φύσης και της Βιολογίας
|
Αρχή κειμένου Βιβλιοπαρουσίαση Σταύρος Ν. Μαγγιώρης, Στα Μονοπάτια της Φύσης και της Βιολογίας, Μια στοχαστική περιπλάνηση στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, στο επιμέρους και το όλον, έκδ. Βασιλείου, σελίδες 188 Λεωνίδας Λουλούδης Όταν έχει πίσω σου κάμποσα χρόνια πανεπιστημιακής διδασκαλίας γνωρίζεις πια ότι "ο καλός επιστήμονας" και "ο καλός δάσκαλος" σπάνια συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο. Γι' αυτό, ακόμα και όταν το θέμα είναι η βιολογία ("η επιστήμη της ζωής") ο διδακτικός λόγος της συχνά ακούγεται απόμακρος, ψυχρός, πέραν του κόσμου τούτου. Ο διδάκτωρ της βιολογίας Σταύρος Μαγγιώρης αν και ανήκει στο ευτυχές, χαρισματικό κατά τη γνώμη μου είδος: "καλός επιστήμονας-καλός δάσκαλος", έχω την εντύπωση ότι έγραψε ένα βιβλίο για να μην αφήσει τη διδασκαλία της βιολογίας στην υποκειμενική ικανότητα των δασκάλων της. Δεν είναι μόνο ότι αφιερώνει τρυφερά το έργο του στις «νέες και τους νέους, μόνους αρμόδιους» για την απόδραση και την περιπλάνηση στα βάθη της ουσίας του επιμέρους και του όλου", αλλά ήδη, από τον πρόλογό του, αφενός επισημαίνει ένα κρίσιμο κενό της νεοελληνικής εκπαίδευσης και αφετέρου τη σχετική δική του πρόθεση. "Στην Ελλάδα", γράφει, "η Διδακτική της Βιολογίας δεν έχει απασχολήσει ιδιαίτερα όλους και όλες που καλούνται να διδάξουν το μάθημα της Βιολογίας και ελάχιστες προσπάθειες έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση". Επείγει, λοιπόν, ένα "ουσιαστικό «άνοιγμα» του διαλόγου για τη διδασκαλία του μαθήματος της Βιολογίας στη μέση εκπαίδευση". Σε αυτό το «άνοιγμα» είναι αφιερωμένο το βιβλίο του, έστω και αν, φαινομενικά παραδόξως, θεματολογικά δεν απασχολεί παρά το καταληκτικό κεφάλαιό του. Όμως αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία. Όσοι και όσες αρχίσουν από εκεί την ανάγνωση θα διαπιστώσουν πόση σημασία δίνει ο Μαγγιώρης σε αυτό τον τύπο διδασκαλίας που αποκαλεί και λεπτομερώς αναλύει ως "διαλογικό-διαλεκτικό", σε αντίθεση με τον κυρίαρχο σήμερα "δασκαλοκεντρικό" τύπο. Ο τελευταίος προετοιμάζει ένα μαθητή παθητικό αποδέκτη της καθηγητικής αυθεντίας και αποτελεί το κραυγαλέο ατόπημα μιας αναχρονιστικής εκπαιδευτικής διαδικασίας, το οποίο "καλλιεργείται" στη μέση και -δυστυχώς- "ανθεί" στην ανωτάτη παιδεία, προς μεγάλη ζημία της κριτικής ικανότητας των διδασκομένων και, μακροχρονίως, των ίδιων των δασκάλων τους. Ο Μαγγιώρης εφαρμόζοντας στο ίδιο το βιβλίο του τις διδακτικές του απόψεις, πριν τις εκθέσει, κατεβαίνει από την έδρα και γίνεται "συνερευνητής και συμπαραστάτης των παιδιών στη μάθηση" οδοιπορώντας μαζί τους και μαζί μας, στα "μονοπάτια της φύσης και της βιολογίας". Πράγματι, τα δύο τρίτα των περιεχομένων του βιβλίου είναι ένα οδοιπορικό, μια "στοχαστική περιπλάνηση", όπως ο συγγραφέας αποκαλεί με εξομολογητική διάθεση, το διάβημά του σε δύο κόσμους, σε εκείνον της φύσης και στον άλλο της βιολογίας. Να σημειώσω, ως αναγνώστης, την προτίμησή μου για την περιπλάνηση του συγγραφέα στον κόσμο της φύσης. Δεν είναι μόνο ότι περιέχει ορισμένα αυτοβιογραφικά κομμάτια, όπως "Η Σκόπελος, ο κοκκινολαίμης, τα δρακάκια", "Στο φως, το νερό και τους ανέμους", "Το Γεράκι του Αιγάλεω" ή το "Εμείς και η ʼρπυια" (ο λόγος για την εκκεντρική σκυλίτσα της οικογένειας Μαγγιώρη), που αποπνέουν και μεταδίδουν γνήσια συγκίνηση αλλά, συνολικά, σε αυτό τομέρος του βιβλίου του ο νοήμων παρατηρητής Μαγγιώρης, μας υπενθυμίζει πόσο ανέτοιμοι είμαστε, γνωσιολογικά αλλά και συναισθηματικά, να επικοινωνήσουμε με τον φυσικό κόσμο που μας περιβάλλει. Βαδίζοντας, έτσι, κατά Κιούμπρικ "με τα μάτια ερμητικά κλειστά", δεν είναι ανεξήγητη η επιθετικότητα του σύγχρονου ανθρώπου έναντι του περιβάλλοντος, τις συνέπειες της οποίας ο Μαγγιώρης τεκμηριώνει επαρκώς σε άλλο κεφάλαιο. δεν θα συμφωνούσα τόσο ανεπιφύλακτα με το "μεσαίο κεφάλαιο", το οποίο είναι αφιερωμένο στον κόσμο της βιολογίας, και ειδικότερα στην ιστορία της βιολογίας και της οικολογίας. Ο ενθουσιασμός του συγγραφέα, ενώ αποβαίνει υπέρ του έργου του, όταν "περιπλανάται" στον κόσμο της φύσης ή όταν αναλύει τις απόψεις του περί διδακτικής της βιολογίας, εδώ τον παρασύρει σε μια αφηγηματικά κουραστική και λειτουργικά "αντι-παιδαγωγική" παράθεση ονομάτων, εποχών, επιστημονικών επιτευγμάτων και επιστημολογικών τομών. Κατανοώ και τη χρησιμότητα της αναφοράς στην ιστορία της επιστήμης και τη δυσκολία της αλλά το αποτέλεσμα δεν έχει την εκλαϊκευτική αμεσότητα και ευθυβολία που χαρακτηρίζει ένα βιβλίο, όπως τα "Μονοπάτια", το οποίο απευθύνεται κυρίως σε μη ειδικούς αναγνώστες ή, κρίνοντας από το τελευταίο περί διδακτικής κεφάλαιο, σε εκπαιδευτικούς οι οποίοι δεν έχουν τις ειδικές γνώσεις του συγγραφέα, αλλά ένα ζωηρό και, όχι σπάνια, δημιουργικό ενδιαφέρον για την περιβαλλοντική εκπαίδευση. Θα ήθελα να τελειώσω με δυο λόγια για το παρατιθέμενο βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα. Ο Σταύρος Μαγγιώρης έχει μια ενδιαφέρουσα επιστημονκή-επαγγελματική πορεία. Ευτύχησε να έχει δασκάλους σαν τον Β. Κιόρτση και τον Φ. Καφάτο στο Βιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής, υπήρξε βασικός επιστημονικός συνεργάτης του Τομέα Οικολογίας και Ταξινόμησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από αυτή την άποψη ανήκει στη γενιά που, τις δυο τελευταίες δεκαετίες, μας έμαθε κάτι περισσότερο για τα μεσογειακά οικοσυστήματα. Στη συνέχεια ανέλαβε καθήκοντα επιμόρφωσης των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης στη Διδακτική της Βιολογίας στα Π.Ε.Κ. Πειραιά και Ανατολικής Αττικής. Την τελευταία πενταετία, αρθρογραφεί σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά και στον ημερήσιο τύπο, ενώ "παράλληλα", όπως σημειώνει ο ίδιος, "συνεχίζει την ερευνητική του δραστηριότητα". Αυτό το "παράλληλα", σημαίνει ότι η κύρια επαγγελματική του απασχόληση δεν έχει, σήμερα, σχέση με τις σπουδές και την επιστημονική του εμπειρία. Βέβαια, καμία εργασία δεν είναι υποτιμητική. Πολύ περισσότερο όταν κάποιος έχει υπεύθυνη θέση στην τοπική αυτοδιοίκηση. Όμως, διαβάζοντας το βιβλίο του Σταύρου Μαγγιώρη και συνειδητοποιώντας τα σύνθετα προβλήματα της διδασκαλίας "νέων" μαθημάτων όπως η βιολογία οι απαιτήσεις μιας ορθής περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στα σχολεία μας, δεν μπορώ να συγκρατήσω ορισμένες μελαγχολικές σκέψεις για την "αξιοποίηση" που επιφυλάσσει σε επιστήμονες με ικανότητες και διάθεση προσφοράς η ελληνική πολιτεία και, στην περίπτωση αυτή, τα μανιωδώς "εκσυγχρονιστικά" υπουργεία παιδείας και περιβάλλοντος. Οικοτοπία, Τεύχος 18, 4/2000 |
                     |