Ενότητα :Κουρουζίδης Σάκης

Τίτλος :  ΣΑΚΗΣ ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΗΣ, ΕΙΣ ΤΟΠΟN ΧΛΟΕΡΟΝ (ΚΑΥΣΗ ΝΕΚΡΩΝ - ΓΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ "ΠΟΙΟΤΗΤΑ" ΘΑΝΑΤΟΥ)

Διαβάστηκε: 10921 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

ΕΙΣ ΤΟΠΟΝ ΧΛΟΕΡΟΝ

(ΚΑΥΣΗ ΝΕΚΡΩΝ- ΓΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ “ΠΟΙΟΤΗΤΑ” ΘΑΝΑΤΟΥ)

 

ΣΑΚΗΣ ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΗΣ

 

Κάποτε, όταν ακόμη υπήρχε χώρος πολύς ακάλυπτης γης και ήταν γνωστό που τελειώνουν οι οικισμοί και που αρχίζουν οι καλλιέργειες ή τα βουνά, ο κόσμος είχε μια ευχέρεια να επιλέγει κάποιες τοποθεσίες κατάλληλες για ορισμένες “δύσκολες” λειτουργίες που συνδέονταν με τους πλησιέστερους οικισμούς. Εκεί ήταν, σχετικά, εύκολο να βρεθούν και “τόποι χλοεροί” για νεκροταφεία, σύμφωνα και με την σχετική ρήση της νεκρώσιμης ακολουθίας. Αν λοιπόν έπρεπε να διαλέξουμε έναν χώρο για νεκροταφεία, με απόλυτη ευχέρεια επιλογής, κατ’ αρχήν έπρεπε να ήταν χώρος χλοερός λοιπόν, και όχι μέσα στο τσιμέντο και στο καυσαέριο.

Οι προδιαγραφές που πρέπει να πληρεί ένας χώρος για να επιλέγει, με τα ισχύοντα σήμερα, ως χώρος για νεκροταφείο, είναι σύνθετες και αυστηρές. Τα κριτήρια επιλογής αφορούν την καταλληλότητα των γεωλογικών σχηματισμών, την μορφολογία του εδάφους, τις υδρογεωλογικές συνθήκες της περιοχής, την χωροθέτηση του νεκροταφείου σε σχέση με άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, αλλά και τις προοπτικές ανάπτυξης της περιοχής, οικιστικής, οικονομικής, κοινωνικής κλπ.

Το σοβαρότερο πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι να μην έρθουν σε επαφή, είτε με τον αέρα, είτε με τα υπόγεια νερά της περιοχής, τα προϊόντα της αποσύνθεσης. Για το λόγο αυτό το έδαφος του νεκροταφείου πρέπει να αποτελείται από πορώδες μέσο σε αρκετό πάχος και οριζόντιο ανάπτυγμα. Το έδαφος αυτό προσφέρει συνθήκες αργής σταθερής και αποτελεσματικής διήθησης. Έτσι τα νερά της βροχής που κατεισδύουν στο έδαφος του νεκροταφείου και που στη συνέχεια επιβαρύνονται με τα προϊόντα της αποσύνθεσης, καταλήγουν στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα με χημική και βιοχημική επιβάρυνση σε ανεκτά επίπεδα. Αν, επομένως, η αποστράγγιση είναι πολύ γρήγορη, δεν θα γίνεται ανεπαρκής αυτοκαθαρισμός και θα επιβαρύνεται ο υδροφόρος ορίζοντας που διέρχεται κάτω από το νεκροταφείο. Αντίθετα, αν η αποστράγγιση είναι πάρα πολύ αργή, ή δεν γίνεται καθόλου αποστράγγιση, προκαλείται υπερύψωση στάθμης και επαφή των υγρών με χημική και βιοχημική επιβάρυνση, με το ατμοσφαιρικό περιβάλλον του ίδιου του νεκροταφείου. Όμως, ακόμη κι αν αυτά εξασφαλιστούν, οι προδιαγραφές λένε ακόμη:

v     Ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας να μην ανεβαίνει ποτέ, χειμώνα- καλοκαίρι, σε στάθμη υψηλότερη των 2,50 μ. από την επιφάνεια του εδάφους.

v     Ο χώρος του νεκροταφείου να απέχει από το άκρο του συγκεκριμένου σχεδίου πόλεως (για τους αυθαίρετους οικισμούς δεν λένε τίποτε!) 250 μ., 100 μ. από μεμονωμένες κατοικίες, 100 μ. από φρεάτια, 50 μ. από πηγές πόσιμου νερού, 1500 μ. από νοσοκομεία ή κλινικές (500 μ. αν δεν υπάρχει οπτική επαφή και δεν περνάει ο κύριος δρόμος προς το νεκροταφείο μπροστά από το νοσοκομείο).

v     Τα νεκροταφεία να βρίσκονται σε θέσεις που αερίζονται καλά και οι επικρατούντες άνεμοι να μην έχουν κατεύθυνση προς τις γειτονικές κατοικημένες περιοχές.

v     Ο χώρος του νεκροταφείου να μην πλημμυρίζει με την πρώτη βροχούλα, αλλά να υπάρχει ένα, καλά οργανωμένο, σύστημα γρήγορης αποστράγγισης των βρόχινων νερών.

v     Η πρόσβαση στα νεκροταφεία να μην γίνεται μόνο από έναν δρόμο- σκεφτείτε μπροστά από το σπίτι σαν να περνούν 4- 5 νεκρικές πομπές κάθε μέρα.

v     Η μορφολογία της περιοχής πρέπει να είναι ομαλή και επίπεδη και να εξετάζονται πιθανά κατολισθητικά φαινόμενα κάθε μορφής. Κατάλληλοι γεωλογικοί φαινόμενα κάθε μορφής. Κατάλληλοι γεωλογικοί σχηματισμοί θεωρούνται ο προσχωσιγενείς, οι σχιστόλιθοι, οι ασβεστολιθικοί τόφφοι και τραβερτίνες και άλλοι που αποσαθρώνονται σχετικά εύκολα και έχουν μεγάλο συντελεστή υδροπερατότητας. Ακατάλληλα θεωρούνται τα ανθρακικά πετρώματα (ασβεστόλιθοι, δολομίτες, μάρμαρα), τα αργιλικά, οι γυψούχοι σχηματισμοί, κλπ.

Αν κάπου νεκροταφείο δεν πρέπει να εγκρίνεται ή να επεκτείνεται σχέδιο πόλεως, να μην γίνεται ανόρυξη φρεατίου για πόσιμο νερό, και να μην ιδρύονται νοσοκομεία αν βρίσκονται σε αποστάσεις μικρότερες από αυτές που προαναφέρθηκαν.

Τα πράγματα, δηλ., είναι πολύ σοβαρά και οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι καθόλου εύκολο να εξασφαλιστούν στην πράξη. Βέβαια όταν τα περιθώρια είναι ασφυκτικά, σε ότι αφορά τους γεωλογικούς σχηματισμούς, είναι δυνατόν να γίνουν κάποιες εργασίες (επιχωματώσεις ή εκχωματώσεις, κατασκευή μικρών τάφρων για την αποστράγγιση των νερών, κλπ.), που αποκαθιστούν τις φυσικές ελλείψεις της περιοχής.

Όμως, ακόμη κι αν γίνουν όλα αυτά, για πόσα χρόνια μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο ίδιος χώρος ως νεκροταφείο;

Έχει γίνει πια περίπου συνηθισμένο φαινόμενο, σε ορισμένα νεκροταφεία που λειτουργούν με εντατικούς ρυθμούς, να ξεθάβεται κάποιος νεκρός μετά από 4- 5 χρόνια και να μην έχει “λιώσει”. Ευτυχώς που πλέον είναι γνωστό ότι το πρόβλημα της αποσύνθεσης έχει γίνει πια δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, σε τέτοια νεκροταφεία, γιατί αλλιώς θα γεμίζαμε το εορτολόγιο με νέους αγίους, επειδή δεν έλιωσε το σώμα τους. Έχει παρατηρηθεί, ότι είναι δυνατόν, ακόμη και μετά από 10 μόλις χρόνια λειτουργίας, η περιεκτικότητά τους σε προϊόντα από την αποσύνθεση των πτωμάτων ήταν τόσο ανεβασμένη, ώστε έθεταν θέμα ακαταλληλότητας του χώρου αυτού για την ίδια χρήση. Ενώ δηλ. το ποσοστό του αδιάλυτου πτώματος στο έδαφος που το “φιλοξενεί”, έπρεπε να είναι 4- 5% για να χαρακτηρισθεί ως κατάλληλος ο χώρος ή έστω 10- 12% για το μέγιστο ανεκτό ποσοστό καταλληλότητας, παρατηρήθηκαν ποσοστά, ακόμη και της τάξεως του 60%.

Το πρόβλημα, λοιπόν, της επιλογής κάποιου χώρου για νεκροταφείο είναι σύνθετο και δύσκολο. Απαιτεί το συνδυασμό πολλών κριτηρίων, κοινωνικών, οικιστικών, αλλά και γεωολογικών- υδρογεωλογικών. Μπορεί να δείχνουμε μεγάλη κατανόηση για την επιλογή της θέσης των νεκροταφείων που βρίσκονται, τώρα πλέον, ανάμεσα σε σπίτια, μαγαζιά ή κάποιους κοινόχρηστους χώρους. Όμως αυτό δεν απαλλάσσει κανέναν για τη σημερινή εικόνα που έχουν τα νεκροταφεία στο λεκανοπέδιο και κυρίως για το ποια θα είναι προοπτικά, η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού. Μπορεί δηλ. ο χώρος για τα σημερινά νεκροταφεία να επιλέχθηκε στην εποχή τους με τα όποια κριτήρια ήταν τότε γνωστά, μπορεί στη συνέχεια οι συνεχείς οικιστικές επεκτάσεις να έφεραν σε απόσταση αναπνοής νεκρούς με ζωντανούς, αλλά τώρα τι γίνεται;

Μπορεί να συνεχίσουν να λειτουργούν χωρίς μια συστηματική παρακολούθηση των σημερινών εδαφικών συνθηκών από την άποψη της καταλληλότητάς τους; Χωρίς, έστω, μια συζήτηση για το μέλλον τους; Δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μας, ούτε, πολύ περισσότερο, τη ,μύτη μας μπροστά σ’ ένα πρόβλημα που δρα αθροιστικά με τα άλλα προβλήματα περιβάλλοντος των μεγαλουπόλεων.

 

 

ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

 

“Έρχομαι από εκταφή προσφιλούς μου νεκρού, εξουθενωμένος από το απίστευτα μακάβριο θέαμα. Φαντάζομαι να μην υπάρχει περισσότερο εξευτελιστική πράξη για το νεκρό και περισσότερο αποτροπιαστικό θέαμα για τα παριστάμενα αγαπημένα του πρόσωπα. Γιατί η γη υπερκορεσμένη από ανθρώπινες σάρκες αρνείται να δεχτεί άλλες”. (Από επιστολή αναγνώστη στο ΕΘΝΟΣ, 22.10.85).

“Πριν μερικά χρόνια, οι πλημμύρες ξήλωσαν ένα ολόκληρο νεκροταφείο στη Φιλαδέλφεια και μετέφεραν σε ρέματα και δρόμους οστά, φέρετρα και κρανία”. (Ελευθεροτυπία 31.7.87).

“Έχετε πάει σε εκταφή νεκρού; Είναι ένα θέαμα που θα σας σημαδέψει για όλη σας τη ζωή”. (Μεσημβρινή 6.2.85).

 “Δε βλέπω τίποτε το απάνθρωπο και το μακάβριο (σ.σ. στην καύση των νεκρών). Είναι πολύ περισσότερο μακάβριο να κάνεις εκταφή του αγαπημένου σου και να τον βρίσκεις σε ημιαποσύνθεση. Είναι τραγικό. Το έχω ζήσει”. (Αλέξ. Κατσαντώνης, Εβδόμη 2.8.87).

οι νεκροί μας στέλνουν μια κραυγή απόγνωσης και διαμαρτυρίας, όχι μόνο ούτε τόσο, για τις συνθήκες της “αιώνιας ανάπαυσής τους”, αλλά για τις επιλογές στη ζωή μας, όσο είμαστε ζωντανοί, για τις ίδιες τις συνθήκες και την ποιότητα της ζωής μας.

Το θέμα της καύσης των νεκρών επανήλθε πάλι στην επικαιρότητα, με τις δηλώσεις του αρχιεπίσκοπου κ. Χριστόδουλου ότι η ορθόδοξη εκκλησία είναι αντίθετη με την καύση. Υπήρξαν, όμως, φωνές και μέσα από τους κόλπους της εκκλησίας που θεωρούν ότι δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα για την εκκλησία, ενώ κάποιοι άλλοι ιερωμένοι αφήνουν το θέμα ανοικτό. Η κυβέρνηση προανήγγειλε νομοθετική αντιμετώπιση του θέματος, χωρίς ακόμη να είναι γνωστό αν η ρύθμιση θα αφορά τους μη ορθόδοξους μόνο ή όλους τους έλληνες πολίτες.

 

 

ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

 

Από τις πρώτες οργανωμένες κοινωνίες του ανθρώπου υπήρχε η δυνατότητα εκλογής μεταξύ της ταφής και της καύσης των νεκρών. Στους ομηρικούς χρόνους επικρατούσε η καύση και όχι η ταφή του σώματος των νεκρών. Οι ομηρικοί ήρωες, όπως ο Πάτροκλος, ο Έκτορας και άλλοι κάηκαν μετά το θάνατό τους. Παρόμοια στάση απέναντι στο θέμα αυτό είχαν και οι λαοί της Ιταλικής χερσονήσου, τουλάχιστον από 450 π.Χ. Βαθμιαία, η καύση των νεκρών καταργήθηκε με την εξάπλωση του Χριστιανισμού. Επανήλθε όμως το 1877 στη Γαλλία και σιγά- σιγά επεκτάθηκε και πάλι σ’ ένα μεγάλο μέρος και των χριστιανικών λαών. Ήδη σ’ ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του Χριστιανισμού κόσμου της Ευρώπης και της Αμερικής και κυρίως στις Προτεσταντικές Εκκλησίες, εφαρμόζεται η καύση των νεκρών, ή για να είμαστε ακριβέστεροι, υπάρχει η δυνατότητα επιλογής μεταξύ της καύσης και της ταφής.

Στον Πίνακα 1 υπάρχει μια κατάσταση των θρησκειών που επιτρέπουν την καύση και αυτών που δεν την επιτρέπουν. Στον Πίνακα 2 φαίνεται η εικόνα που υπάρχει διεθνώς στο θέμα της καύσης.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Θρησκείες που επιτρέπουν την καύση

Βαπτιστές

Βουδιστές

 

Καλβινιστές

 

Εκκλησία της Αγγλίας

 

                   Σκωτίας

 

                Ιρλανδίας

 

                   Ουαλίας

 

Χριστιανική Επιστήμη

 

Χάρε Κρίσνα

Ινδουϊστές

 

Μάρτυρες του Ιεχωβά

 

Φιλελεύθεροι Εβραίοι

 

Λουθηρανοί

 

Μεθοδιστές

 

Μοραβιστές

 

Μορμώνοι

 

Πρεσβυτεριανοί

 

Ρωμαιοκαθολικοί

 

Στρατός της σωτηρίας

 

Έβδομη μέρα της έλευσης (αντβενεστές)

 

Σιχ

 

Κοινωνία των φίλων

 

Θρησκείες που δεν επιτρέπουν την καύση

 

Ελληνορθόδοξοι

 

Ισλαμιστές

 

Ορθόδοξοι Εβραίοι

 

Μουσουλμάνοι

 

Ρωσοορθόδοξοι

 

Ζωροαστρικοί

 

(Parsees)

 

 

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Χώρα

Αριθμός Κλιβάνων

Αποτεφρώσεις 1982

% Αποτεφρωμένων στο σύνολο των νεκρών

Αυστραλία

38

53.811

46.9

Αυστρία

8

12.218

13.4

Βέλγιο

3

8.194

7.3

Καναδάς

22

37.222

20.3

Τσεχοσλοβακία

33

90.202

69.4

Δανία

13

33.033

59.6

Φιλανδία

13

4.635

10.7

Γαλλία

14

8.205

1.5

Γερμανία Ανατ.

55

;

;

Γερμανία Δυτ.

77(1981)

135.195

;

Μ. Βρετανία

221

430.453

66.5

Ολλανδία

21

44.002

37.5

Ουγγαρία

2

22.156

15.6

Ινδία

26

;

;

Ιταλία

31

2.510

;

Ιαπωνία

3.097

738.316

;

Ν. Ζηλανδία

22

13.330

52.2

Ισπανία

2

;

;

Σουηδία

75

29.627

54.0

Ελβετία

ΗΠΑ

26

681

232.789

;

50.0

11.7

ΕΣΣΔ

5

;

;

Γιουγκοσλαβία

Νορβηγία

1

42

;

12.294

;

29.9

 

Στην Ελλάδα το θέμα πρωτοτέθηκε το 1960 με αφορμή το θάνατο και τη μεταφορά στην πατρίδα του της τέφρας του διάσημου Έλληνα μουσουργού Δημήτρη Μητρόπουλου. Ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών απαγόρευσε να ψαλθεί νεκρώσιμη ακολουθία στην τέφρα του Μητρόπουλου.

Ξεκίνησε παράλληλα ένας δημόσιος διάλογος για το συμβατό ή μη της καύσης των νεκρών με την ορθόδοξη εκκλησιαστική μας φιλολογία. Ένας από τους κορυφαίους θεολόγους της εποχής εκείνης ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Παν. Μπρατσιώτης είπε τα εξής: “Όσον δ’ αφορά εις την ημετέραν εκκλησίαν, ούτε το δόγμα, ούτε ιερός τις κανών, ούτε καν εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου απαγορεύει, είτε την καύσιν, είτε την εκκλησιαστικήν κηδείαν”. (Καθημερινή, 13.11.1960). Η Ιερά Σύνοδος έσπευσε στη συνέχεια να εκδώσει ορεις εγκυκλίους που απαγορεύουν την καύση των νεκρών (Εγκύκλιος 14/1960, 5/1972, 6/1983).

Η εκκλησιαστική φιλολογία αναφέρει ότι δόγματα λέγονται ουσιώδεις και θεμελιώδεις αρχές του Χριστιανισμού, εξ αποκαλύψεως και τις κατονομάζει, σύμφωνα με τον Ιερ. Κ. Μπαλωμένο (Ελευθεροτυπία 20.1.88): Αγία Τριάς (τρία πρόσωπα- μια ουσία), η ενανθρώπιση του Χριστού, η ανάσταση, η απολύτρωση, η αναγέννηση, τα μυστήρια γενικά και η πίστη. Ουδόλως δεν αναφέρει την ταφή των νεκρών ως δόγμα της Εκκλησίας. Άλλωστε και στην Αγία Γραφή διαφαίνεται ότι, η ταφή των νεκρών δεν έγινε με αποκάλυψη στους Χριστιανούς, αλλά μεταδόθηκε ως έθιμο, από την Ιουδαϊκή θρησκεία, της οποίας ο Χριστιανισμός αποτελεί συνέχεια.

Την ίδια άποψη έχει και ο καθηγητής Θεολογίας κ. Σάββας Αγουρίδης: “Μόνο εθιμικοί και όχι θεολογικοί λόγοι έχουν καθιερώσει την ταφή”.(Μεσημβρινή 6.2.85). Με την καύση των νεκρών είχε ταχθεί και ο αείμνηστος πρωτοπρεσβύτερος Γ. Πυρουνάκης: “Αν αποτεφρωθεί (ο νεκρός) δεν υπάρχει αμαρτία, επομένως δεν υπάρχει περίπτωση να μην αναστηθεί”. (Έθνος, 16.6.85). Όμως η Ιερά Σύνοδος έχει διαφορετική γνώμη. Ο υπεύθυνος τότε του Γραφείου Τύπου σε δήλωση του στο Έθνος 16,6,85, αναφέρει:  “ο ενταφιασμός αποτελεί παράδοση για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Εκκλησία  δεν δέχεται την καύση των νεκρών. Τη θεωρεί εκδήλωση μηδενιστική. Η ακολουθία της κηδείας αναφέρεται στον ενταφιασμό,  αλλά ο τρόπος αυτός ανταποκρίνεται και στην πίστη των ορθόδοξων χριστιανών για τη Β΄ παρουσία. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο ενταφιασμός αποτελεί δόγμα. Ωστόσο ανήκει στα έθιμα της Εκκλησίας, που σύμφωνα με τον κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου έχουν “ισχύ νόμου”. Αν η πολιτεία δεχτεί να γίνεται προαιρετικά κάτι τέτοιο, τότε θα αποφασίσει η Ιερά Σύνοδος  αν συμφωνεί ή όχι”. Το κρίσιμο θέμα απ’ ότι φαίνεται είναι αν όσοι αποτεφρωθούν θα έχουν τη δυνατότητα να αναστηθούν κατά την Β΄ παρουσία.  

“Εν γαρ τη αναστάσει... ως άγγελοι του Θεού εισί” (Ματθ. 22,30). Και οι άγγελοι όπως είναι γνωστό και όπως λένε και τα ιερά είναι άϋλοι και ασώματοι. Έναντι του Θεού, λέει ο Ιερωμένος Κ. Μπαλωμένος, το λόγο τον έχει η ψυχή του ανθρώπου, η οποία καίτοι και αυτή είναι κτίσμα, εν τούτοις κατά τη θεία παραχώρηση είναι αθάνατη. Ο θεολόγος  Σ. Αγουρίδης αναφέρει: “... η ανάσταση του νεκρού σώματος είτε στον τάφο βρίσκεται, είτε στο οστεοφυλάκιο, είτε είναι τέφρα σκορπισμένη στο πέλαγος- όπως έγινε με τη Μαρία Κάλλας- ανάγεται στην παντοδυναμία του Θεού”.

Στον “άτυπο” αυτό διάλογο και ο Δημ. Σαλάχας, Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στα Καθολικά Πανεπιστήμια “GREGORIANA” και “ANGELICUM” της Ρώμης, δίνοντας, εκτός από την προσωπική του άποψη και χρήσιμες πληροφορίες για το πως αντιμετώπισε το θέμα αυτό η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Σε γράμμα του προς την εφημερίδα ΒΗΜΑ 18.10.87, αναφέρει: “Το νέο Κανονικό Δίκαιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που ισχύει από το 1983, αναθεωρώντας τον Κώδικα του 1917, επιτρέπει την καύση των νεκρών, υπό τον όρο ότι η επιθυμία αυτή δε σημαίνει άρνηση της διδασκαλίας περί της έννοιας της Χριστιανικής ταφής και γενικότερα της Χριστιανικής Πίστης” και ότι η “καύση αυτή καθεαυτή του νεκρού σώματος δεν θίγει, δεν προσβάλλει την ψυχή του ανθρώπου, η οποία είναι αθάνατη...”.

 “Αυτή η μεταφυσική συμμαχία με τα σκουλήκια” λέει ο Μάνος Ελευθερίου, “να είναι άραγε ένας ανομολόγητος φόβος μήπως και χαθούν μάρμαρα, λουλούδια ευχές και λιβάνια; Όλη η ανθούσα βιομηχανία, ας πούμε, μιας ταφής και μιας τρίχρονης παραμονής στο χώμα; Δεν το πιστεύω. (Ποιος το πιστεύει). Αλλά ποιος θα εμποδίσει να γίνουν όλες αυτές οι παραδοσιακές διαδικασίες και τα έθιμα, όταν η φωτιά θα κάνει πιο γρήγορα και πιο καθαρά μια δουλειά που οδηγεί το σώμα στη στάχτη αντί εις τον χουν; Και αφού η ψυχή είναι εκείνη που θα παρουσιασθεί μπροστά στο Θεό, για τη Μεγάλη Κρίση, όπως λένε, που είναι το πρόβλημα;

 

 

ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΚΑΥΣΗΣ

 

Οι πίνακες των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, δυστυχώς, δεν περιλαμβάνουν τις τιμές της γης στους χώρους των νεκροταφείων. Γιατί, ασφαλώς, θα έδειχναν ότι πιο ακριβή γη και μάλιστα με μεγάλη διαφορά, είναι αυτή στα νεκροταφεία.

Στο Α΄ νεκροταφείο της Αθήνας, συνολικής έκτασης 200 στρεμμάτων υπάρχουν 3.000 τάφοι τριετούς χρήσεως, που κτίζουν γύρω στις 150.000 δρχ., για 4- 5 τετραγωνικά μέτρα του κάθε τάφου. Υπάρχουν επίσης 10.500 οικογενειακοί τάφοι που κοστίζουν πολλά εκατομμύρια ο καθένας. Στους επίσημους πίνακες η τιμή εκκίνησης είναι οι 700.000 δρχ. αλλά στην πράξη ξεκινούν από λίγα εκατομμύρια και φτάνουν τα δεκάδες εκατομμύρια δρχ. Τα άλλα δύο νεκροταφεία του Δήμου της Αθήνας είναι φθηνότερα. Το Β΄ νεκροταφείο έχει έκταση 150 στρέμματα και ο Γ΄ 600 στρέμματα. Αν κανείς σ’ όλα αυτά προσθέσει τα έξοδα της κηδείας και την κατασκευή ενός μαρμάρινου τάφου, τα ποσά που προκύπτουν φαίνονται εξωφρενικά.

Το θέμα της καύσης των νεκρών, ήρθε πολύ έντονα στην επικαιρότητα το καλοκαίρι του 1987 όταν ο συνδυασμός του καύσωνα με το νέφος “δολοφόνησε” εκατοντάδες (ή χιλιάδες;) Αθηναίους και δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα ταφής αλλά και “αποθήκευσης” των νεκρών στους ειδικούς ψυκτικούς θαλάμους.

Οι εφημερίδες άρχισαν να ασχολούνται με ειδικά αφιερώματα για την καύση των νεκρών. Ο τότε δήμαρχος Αθηναίων κ. Μ. Έβερτ έστειλε επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ με την οποία ζητούσε για παρόμοιες περιπτώσεις να επιτρέπεται και από την εκκλησία η καύση των νεκρών, εφόσον συγκατατίθενται οι συγγενείς του νεκρού. (Εφημ. ΒΗΜΑ). Κατά καιρούς και άλλοι Δήμοι της Αττικής, πρότειναν νομοθετική ρύθμιση για την οικειοθελή αποτέφρωση των νεκρών (Δ. Ζωγράφου, αποφ. 306/85, Δ. Καλλιθέας 287/87, Δ. Αγ. Δημητρίου 44/88 κλπ.).

Όλα αυτά ξεκινούν από μια απλή διαπίστωση: στην Αττική δεν υπάρχει ο χώρος για να φιλοξενηθούν νέα νεκροταφεία. Τα υπάρχοντα είναι ήδη υπερκορεσμένα, έχουν κυκλωθεί ήδη, από κατοικίες και οι χώροι έχουν επιλεγεί χωρίς κριτήρια εδαφολογικά, χωροταξικά, κοινωνικά. Και, ναι μεν, ένα νεκροταφείο δεν πρέπει να βρίσκεται μέσα στους οικισμούς, αλλά ούτε και σε μεγάλη απόσταση από αυτούς. Περαστική, ελεύθερη γη στην Αττική δεν υπάρχει πλέον. Το πρόβλημα με βάση τα ισχύοντα φαίνεται άλυτο. Σε μια απόπειρα να υπογραμμίσουμε τους λόγους που επιβάλλουν τη νομοθετική ρύθμιση που θα επιτρέπει την επιλογή της καύσης των νεκρών, ας ξεκινήσουμε, ειδικά για την Αττική, αλλά και για πολλές ακόμη πόλεις, από το πρόβλημα αυτό:

1)      Θέμα χρόνου, λοιπόν. Σ’ ένα χώρο που θάβουμε 1.000 νεκρούς τοποθετούμε 20.000 τεφροδόχους. Σε κάθε χίλιες αποτεφρώσεις εξοικονομούμε ΕΝΑ (1) στρέμμα γης. Σκεφτείτε, λοιπόν, αντί να, αναζητούμε νέους χώρους για νεκροταφεία, με τα σημερινά μεγέθη, ο χώρος αυτός να ήταν κατά είκοσι (20) φορές μικρότερος! (Σε όλη την Ελλάδα σημειώνονται 100.000 θάνατοι κάθε χρόνο και από αυτούς αναλογούν περίπου 40.000 Αττική)

2)      Θέμα χωροθέτησης σε σχέση με τα γεωλογικά- υδρογεωλογικά και κοινωνικά δεδομένα της περιοχής εγκατάστασης. Με βάση την υπάρχουσα κατάσταση στην Αττική τα δεδομένα αυτά είναι εξαιρετικά δύσκολο ή μάλλον αδύνατον, να αντιμετωπισθούν.

3)      Θέμα ελευθερίας συνείδησης. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την ανεξιθρησκεία. Αυτό σημαίνει ότι όλοι όσοι δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, δεν είναι υποχρεωμένοι να ενστερνιστούν τα δόγματα ή και τα έθιμα της Ορθοδοξίας, αλλά θα πρέπει να τους δοθεί η δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούν, να έχουν την επιλογή για τη μετά θάνατον διάθεση του σώματός του. Με βάση τη λογική αυτή- της ελευθερίας συνείδησης- έχει θεσπιστεί η δυνατότητα για τη μετά θάνατο δωρεά οργάνων του σώματος, όπου “Οι άνθρωποι παραμένουν συνάνθρωποι και μετά το θάνατό τους”. (Ν. Μανιός). Φυσικά το θέμα της ελευθερίας συνείδησης αφορά όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από το θρήσκευμά τους- και τους χριστιανούς ορθόδοξους.

4)      Θέμα Υγιεινής. Το πρόβλημα με την ταφή βρίσκεται και στη μόλυνση των υπογείων νερών αλλά και του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος γύρω από το χώρο του νεκροταφείου.

5)      Θέμα Οικονομικό. Η δαπάνη της αποτέφρωσης θα είναι ασήμαντη συγκριτικά με την αντίστοιχη της ταφής. Φυσικά, όποιος επιθυμεί, μπορεί να ακολουθήσει όλο το τελετουργικό και να αποθέσει στο χώρο του νεκροταφείο την τέφρα και όχι το φέρετρο. Η δαπάνη αφορά και την τελετή αλλά και το μεγαλύτερο- και ακριβότερο- χώρο που θα πρέπει να αγορασθεί ή να ενοικιασθεί.

6)      Θέμα αισθητικής. “Στα σοβαρά επιχειρήματα για τη δημόσια υγεία, στην καθαριότητα, την ορθολογική απόδοση των ελευθέρων χώρων στους ζώντες και την αποφυγή των εκταφών, ας προστεθεί ότι οι αχανείς νεκρουπόλεις μας όχι μόνο στερούνται μιας στοιχειώδους αισθητικής ποιότητας, αλλά κατά κανόνα είναι τεκμήρια της χυδαίας εμπορευματοποίησης και κακογουστιάς των νεοελλήνων εκτός από μερικά αξιόλογα δείγματα νεοελληνικής γλυπτικής συγκεντρωτικά κυρίως στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, οι κοιμητηριακοί μας χώροι έχουν να παρουσιάσουν πάμπολα “μνημεία βαρβάρου νεοπλουτισμού και φτηνού γούστου”, αναφέρει η αρχιτέκτων Ζ. Καλογνώμου στο ΒΗΜΑ της 6.9.87.

 

 

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ

 

Η ισχύουσα νομοθεσία δεν απαγορεύει ρητώς την καύση των νεκρών  αλλά ρυθμίζει κυρίως θέματα χωροταξικά των νεκροταφείων και παρεμπιπτόντως αναφέρεται στον ενταφιασμό.

Ο Σύνδεσμος Φίλων της Αποτέφρωσης προτείνει ειδική νομοθετική ρύθμιση, ως τροποποίηση του άρθρου 2 παρ. 1 του ΑΝ 445 της 13/14.6.1968

Παράλληλα με τη νομοθετική ρύθμιση, με ευθύνη της Τ.Α. πρέπει να δημιουργηθεί η κατάλληλη υποδομή, δηλαδή, να κατασκευαστούν οι ειδικοί κλίβανοι για την αποτέφρωση. Η αποτέφρωση να είναι επιλογή του κάθε πολίτη. Ή θα δηλώνει, πριν πεθάνει, πως επιθυμεί να διατεθεί το σώμα του μετά θάνατον, ή εφόσον δεν υπάρχει παρόμοια δήλωση, η επιλογή να γίνεται από τους οικείους του.

 

ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΛΛΟΥ

 

Η ΚΑΥΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

 

Σ’ όλη σχεδόν την Ευρώπη και στην Αμερική υπάρχουν σήμερα ειδικά ιδρύματα, κρεματόρια καλούμενα, στα οποία καίγονται ανθρώπινα πτώματα μέσα σε τεράστιους φούρνους. Είναι γνωστόν, πως οι αρχαίοι, αντί να θάπτουν τους νεκρούς, τους έκαιον, και τη στάχτη τους τη φυλάγανε μ’ ευλάβεια μέσα σε πολυτελή κουτάκια, που τα’ λεγαν κάλπας. Κάθε οικογένεια είχε και τας κάλπας της στας οποίας εφύλαγε την τέφρα των προγόνων της. Το έθιμο αυτό το είχε καταδικαστεί ο Χριστιανισμός και από της πτώσεως της ειδωλολατρείας η καύσις των νεκρών αντικατεστάθη με τον ενταφισμό στα νεκροταφεία.

Πάνε όμως πολλά χρόνια τώρα που επανήλθεν εν ισχύϊ η παλαιά στη συνήθεια. Σήμερα, όποιος έχει την ατυχία να χάση κανένα αγαπημένο του πρόσωπο, μεταφέρει το πτώμα του σ’ ένα σαλόνι και ύστερα από λίγο ένας υπάλληλος του φέρνει μέσα σ’ ένα κουτί λίγη μαύρη στάχτη: τα υπολείμματα του προσφιλούς του προσώπου.

Οι λόγοι επαναφοράς αυτής της συνήθειας είναι κυρίως δύο:1) η οικονομίας που έχει κανείς αποφεύγοντας όλα εκείνα τα τεράστεια έξοδα των κηδειών και 2)λόγοι καθαρώς υγιεινής. Διότι είναι αληθέστατο- και κανείς επιστήμων δεν φέρει αντιρρήσεις επ’ αυτού του σημείου- ότι η ταφή των νεκρών παρουσιάζει μεγάλους κινδύνους δια τους ζωντανούς. Τα δηλητήρια τα οποία παράγονται από τα πτώματα που σαπίζουν κάτω από τη γη μπορούν να υπαχθούν σε δύο κατηγορίες: στα μιασματικά δηλητήρια και στα χημικά δηλητήρια.

Τα πρώτα αποτελούνται από μικρούς οργανισμούς που είναι κατ’ εξοχήν φορείς της χολέρας, του άνθρακος και άλλων σοβαρών ασθενειών. Μα και τα δεύτερα, τα χημικά δηλητήρια, δεν είναι λιγώτερο επικίνδυνα.

 

Εγκυκλοπαιδικόν Ημερολόγιον 1929

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

1)      Κ. Ρήγας: Συμβολή της γεωλογίας στην εξεύρεση χώρων καταλλήλων για κοιμητήρια. Πρακτικά 1ου Γεωλογικού Συνεδρίου, Σύλλογος Ελλήνων Γεωλόγων, 1983.

2)      ΑΝ 582/68 “Περί κοινοτικών και δημοτικών κοιμητηρίων”.

3)      Απόφαση Α5/12120/78 “ Περί όρων για την ίδρυση κοιμητηρίων”.

4)      ΠΔ 1128/80 “ Περί καθορισμού αποστάσεων δια την ίδρυση των κοιμητηρίων.”

 

 

ΝΕΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ,

ΤΕΥΧΟΣ 172, 3/1999

 

Επιστροφή