Ενότητα :Νικολόπουλος Τάκης |
Τίτλος : ΤΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, Η Ευρωπαϊκή πολιτική για την ποιότητα και ασφάλεια των βιολογικών προϊόντων
|
Αρχή κειμένου Η Ευρωπαϊκή πολιτική για την ποιότητα και ασφάλεια των βιολογικών προϊόντων (Το Ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης στον τομέα της βιολογικής γεωργίας και διατροφής ) ΤΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ Ι. Σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων, ο τελευταίος μπορεί να συμβάλλει, στο «πλαίσιο του επαναπροσανατολισμού της κοινής γεωργικής πολιτικής, στην επίτευξη καλύτερης ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης γεωργικών προϊόντων, στην προστασία του περιβάλλοντος και στη διαφύλαξη της υπαίθρου» (δεύτερο αιτιολ. σημ. του κανονισμού 2092/91/ΕΟΚ της 24 Ιουνίου 1991). Επίσης «η ύπαρξη πλαισίου κοινοτικών κανόνων παραγωγής θα προστατεύσει τη γεωργία με οικολογικές μεθόδους, στο μέτρο που το πλαίσιο αυτό θα εγγυάται συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών των προϊόντων αυτών» (πέμπτο αιτιολ. σημ). Η βιολογική γεωργία κατέχει προνομιακή θέση στη «νέα» Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) αλλά και στις γενικότερες επιλογές των αρμόδιων κοινοτικών οργάνων εδώ και μερικά χρόνια. Ήδη το 1999 το Συμβούλιο στη στρατηγική του για την ενσωμάτωση του περιβάλλοντος και της αειφόρου ανάπτυξης στην ΚΑΠ, ενέτασσε και την βιολογική γεωργία (βλ. κανονισμός 1257/1999 της 17 Μαΐου 1999 σχετικά με τη στήριξη της ανάπτυξης της υπαίθρου μέσω του FEOGA). Η ανακοίνωση της Επιτροπής για τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υπέρ της αειφόρου ανάπτυξης[1] υποστήριζε ότι η ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ πρέπει να ευνοεί την ποιότητα παρά την ποσότητα, ενθαρρύνοντας π.χ. τη βιολογική γεωργία. Στη συνέχεια, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκέτεμποργκ (2001) δήλωνε ότι η ΚΑΠ στο πλαίσιο της συμβολής της στην αειφόρο ανάπτυξη, θα πρέπει να ενθαρρύνει τα υγιεινά προϊόντα και τα προϊόντα υψηλής ποιότητας και μεθόδους βιώσιμες οικολογικά, όπως η βιολογική παραγωγή. Στην κατεύθυνση αυτή καλούσε την Επιτροπή να εκπονήσει ένα σχέδιο δράσης για την προώθηση της βιολογικής διατροφής και γεωργίας (βλ. παρακ.). Την ίδια στρατηγική τέλος ακολουθεί και το έκτο πρόγραμμα Κοινοτικής δράσης του 2002. Η ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ (2003) φιλοδοξεί, στο πλαίσιο ιδίως της ανάπτυξης της υπαίθρου, να αποτελέσει ένα κατάλληλο πλαίσιο για την μελλοντική ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας στην Ευρώπη, αφού θέτει το βάρος στην μακροπρόθεσμη οικονομική και κοινωνική βιωσιμότητα ενός κλάδου που θα προσφέρει υγιεινά και ποιοτικά προϊόντα που προέρχονται από μεθόδους παραγωγής που λαμβάνουν ευρέως υπόψη το περιβάλλον. Μια τέτοια προοπτική θα εξαρτηθεί από την θέληση και τον τρόπο υλοποίησης των νέων κανόνων από τα κράτη μέλη. Πόσο όμως η βιολογική γεωργία (β.γ.) ενσωματώνεται στον αναθεωρημένο προσανατολισμό της ΚΑΠ για μια αγροτική παραγωγή ποιότητας; εγγυάται πραγματικά η β.γ., με βάση το ισχύον Κοινοτικό θεσμικό πλαίσιο, την ασφάλεια των καταναλωτών; ΙΙ. Είναι αλήθεια ότι το σημερινό θεσμικό πλαίσιο της β.γ. δεν εγγυάται άμεσα την ασφάλεια των προϊόντων της αλλά, ως συνήθως γίνεται στο Κοινοτικό περιβαλλοντικό δίκαιο, μόνο τη διαδικασία και τα μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου, και τούτο παρόλο που πρόκειται για κανονισμό (και όχι οδηγία) ο οποίος, ως γνωστόν, έχει άμεση και απ’ ευθείας εφαρμογή στα κράτη και τους παραγωγούς. Πιο συγκεκριμένα (βλ και παρακ.) δεν ορίζονται κατά σαφή τρόπο οι βασικές αρχές της βιολογικής γεωργίας, παρά μόνο τι πρέπει να «σημαίνεται» ως βιολογικό και τι όχι[2]. Στον σχετικό προαναφερθέντα κανονισμό (αλλά και στην συμπλήρωσή του με τον κανον. 1804/99 για τη βιολογική κτηνοτροφία) δεν συναντάμε ούτε την «ασφάλεια» ούτε την «ποιότητα» των βιολογικών προϊόντων. Επί πλέον, η ακεραιότητα της βιολογικής κτηνοτροφίας ελέγχεται, αφού προβλέπονται μακροχρόνιες μεταβατικοί περίοδοι όπου επιτρέπεται η χρήση μη βιολογικών τροφών για ζώα. Παρόλο που πρόκειται για τη μόνη νομοθετημένη αγροτική παραγωγή, το κενό είναι εμφανές όπως και οι προτεραιότητες. Η υγεία και η ασφάλεια των καταναλωτών λαμβάνεται έμμεσα υπόψη από την Κοινοτική νομοθεσία μέσω της προστασίας του περιβάλλοντος[3]. Με άλλα λόγια η νομοθεσία αυτή δεν επιβάλλει «υποχρέωση αποτελεσμάτων» ποιότητας και ασφάλειας[4], με συνέπεια οι ποιοτικές διαφοροποιήσεις ασφάλειας των προϊόντων να θέτουν θέμα στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στο Ευρωπαϊκό έδαφος. Και τούτο στο βαθμό μάλιστα που ο κανονισμός 1804/1999/ΕΚ (αιτιολ. σημ 24) κάνει λόγο για εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας των κρατών μελών: αυτά έχουν το δικαίωμα να εφαρμόζουν πιο αυστηρούς κανόνες στα ζώα και στα ζωικά προϊόντα στο έδαφός τους. Επί πλέον τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε η διαφοροποίηση στην χρηματοδοτική στήριξη των βιολογικών καλλιεργειών από τα κράτη μέλη. ΙΙΙ. Για την θεραπεία της παραπάνω κατάστασης η Κοινότητα εξέδωσε στις 10 Ιουνίου 2004 ένα «Ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης» στον τομέα της βιολογικής διατροφής και γεωργίας[5], έπειτα από απόφαση του Συμβουλίου γεωργίας στις 19 Ιουνίου 2001 (σουηδική προεδρία). Του πλάνου αυτού προηγήθηκε μια ευρεία διαβούλευση[6] με το «κοινό» (κάθε ενδιαφερόμενο και φυσικά καταναλωτές)[7] στο διαδίκτυο, στο πλαίσιο της κατεύθυνσης μιας πολυλειτουργικής γεωργίας και «γεωργίας των πολιτών» (agriculture citoyenne), βασισμένη στην ποιότητα και ασφάλεια των προϊόντων, στην προστασία του περιβάλλοντος και του τοπίου, την ανάδειξη του χωρο-τόπου (territoire), και την «οικονομία της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς». Είναι βεβαίως συζητήσιμο πώς μπορούν να συμβιβαστούν όλα τα παραπάνω στο πλαίσιο μιας άκρως ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής αγοράς στην οποία εντάσσεται (και είναι πρωταρχικός της στόχος ) και η ΚΑΠ Το σχέδιο δράσης περιλαμβάνει 21 μέτρα ειδικής πολιτικής για την επίτευξη του στόχου της τόνωσης της β.γ. στην Κοινότητα. Ειδικότερα επικεντρώνεται στην τεχνολογία και στην έρευνα (σχετικά με τις μεθόδους παραγωγής και μεταποίησης) και στην εναρμόνιση των κανόνων για την αποφυγή των αντιανταγωνιστικών και διάσπαρτων στα κράτη μέλη κανόνων και πρακτικών. Το σχέδιο, με δεδομένη την επιθυμία των καταναλωτών για περισσότερο τυποποιημένα βιολογικά προϊόντα, αλλά και την μικρή επιτρεπόμενη ποσότητα πρόσθετων, καλεί, ιδίως την βιομηχανία της μεταποίησης, να προχωρήσει σε σχετικές έρευνες για την εφαρμογή νέων μεθόδων τυποποίησης για τη βιολογική διατηρησιμότητα των προϊόντων αυτών. Αντίθετα, το σχέδιο, ακολουθώντας τη μέχρι σήμερα Κοινοτική νομοθεσία στον τομέα αυτό, δεν προβλέπει τίποτα για το προαναφερθέν πρόβλημα της «υποχρέωσης των αποτελεσμάτων» ποιότητας και ασφάλειας των βιολογικών προϊόντων, ιδίως τη χρήση των πρόσθετων, όπου δεν υπάρχουν εναρμονισμένοι κανόνες Το σχέδιο αναγνωρίζει ότι «ως προς την διατροφική ασφάλεια δεν είναι δυνατόν γενικά να αποφανθούμε ότι όλα τα βιολογικά διατροφικά προϊόντα είναι τόσο σίγουρα όσο και τα μη βιολογικά»(!) (σ. 7 του σχεδίου). Για την Επιτροπή η ποιότητα είναι έννοια σχετική και «υποκειμενική» (σ. 10)[8]. Αντίθετα, θεωρεί ότι πρέπει να καλυφθεί το έλλειμμα που προαναφέραμε, της απουσίας δηλαδή ορισμού των βασικών αρχών της βιολογικής γεωργίας για να καταστεί ο σχετικός κανονισμός πιο διαφανής και να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών (σ. 23). Παράλληλα, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι η β.γ, κατ’ ουσίαν οικοδομείται αυτοτελώς οικονομικά, ως μια εξειδικευμένη αγορά, στο πλαίσιο της ενιαίας και ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς. Για την Επιτροπή «η ανάπτυξη αυτού του τομέα πρέπει να βασίζεται σε μια παράλληλη τροχιά προσφοράς και ζήτησης, και το μερίδιο της αγοράς των βιολογικών προϊόντων θα πρέπει να αυξηθεί για να δημιουργήσει μια σταθερή αγορά.» (σ. 12). Σ’ αυτό προσβλέπει και η εκστρατεία πληροφόρησης, ενημέρωσης και διαφάνειας που προωθεί το σχέδιο, αλλά και για ένα επιπρόσθετο λόγο: έτσι θα αμβλυνθούν τα προβλήματα που παρατηρούνται ένεκα των διαφορετικών κανόνων που εφαρμόζονται από τους παραγωγούς στα κράτη μέλη και εκείνους που ορίζονται από την Κοινοτική νομοθεσία. Τέλος, γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί (γ.τ.ο.) ή προϊόντα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται στη βιολογική γεωργία. Στη σύσταση της 23 Ιουλίου 2003[9] η Επιτροπή καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές για τη συνύπαρξη των γ.τ.ο και των συμβατικών ή βιολογικών καλλιεργειών. Το πνεύμα της σύστασης είναι υπό μια έννοια η αποδοχή από τα κράτη της συνύπαρξης[10] αφού, ανάμεσα σ’ άλλα, η αρχή της αναλογικότητας πρέπει να διέπει την κρατική δράση και επιπλέον τα μέτρα να λαμβάνονται στη βάση επιστημονικών αποδείξεων, καταστρατηγώντας έτσι το νόημα της αρχής της προφύλαξης, αφού τέτοιες αποδείξεις είναι δυνατόν να μη μπορούν να προσκομισθούν. Επί πλέον θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των αγροτών όλων των τύπων καλλιεργειών στο πλαίσιο μιας δίκαιης αλλά (ανεύρετης;) ισορροπίας. Το σχέδιο αναγνωρίζει (σ. 27) ότι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο δεν αποκλείει βιολογικά προϊόντα να εμπεριέχουν γ.τ.ο. προερχόμενα από ανάμειξη (ακόμα και αν δεν χρησιμοποιήθηκαν άμεσα γ.τ.ο. στο βιολογικό τρόπο παραγωγής). Γι αυτό ορθά προτείνει να εισαχθεί στον κανονισμό 2092/91 μια ρητή διάταξη, σύμφωνα με την οποία προϊόντα που επισημαίνονται ως εμπεριέχοντα γ.τ.ο. δεν μπορούν να πωλούνται ως βιολογικά. Το σχέδιο κλείνει με μια σειρά προτάσεων για το σύστημα ελέγχου και για το καθεστώς εισαγωγών και εξαγωγών βιολογικών προϊόντων. Η ασφάλεια των βιολογικών προϊόντων στο θεσμικό Κοινοτικό σύστημα εντάσσεται στο πλαίσιο της νέας αγοράς αυτών των προϊόντων και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτήν. Όσο η αγορά αυτή θα διευρύνεται, υπάρχει ο κίνδυνος η ασφάλεια να ελαχιστοποιείται στο πλαίσιο του ενδοανταγωνισμού αυτής της αγοράς. [1] COM (2001) 264 [2] Ας μην ξεχνάμε ότι η οικολογική σήμανση είναι ένα εργαλείο της οικονομίας της αγοράς δίπλα σ’ άλλα (όπως η σήμανση της ποιότητας των προϊόντων), αλλά στο Κοινοτικό θεσμικό σύστημα δεν πηγάζει από (ούτε εντάσσεται στην) περιβαλλοντική πολιτική. [3] Γενικότερα, «περιβάλλον» και «ποιότητα» μπορεί να είναι «αδελφές» κατηγορίες που συνοδεύουν τα αγροτικά προϊόντα, όμως οι δύο έννοιες παραμένουν ξένες στο υπάρχον θεσμικό-νομικό πλαίσιο. Βλ. την εξαίρετη μονογραφία της Isabelle Doussan, Activitι agricole et droit de l’ environnement, l” impossible conciliation? L’ Harmattan, 2002, σ. 339 επ. [4] Βλ. Chr.Roth et G.Le Guillou, L’ agriculture biologique: une garantie pour la sιcuritι du consommateur europιen? Rev. de droit rural, no 316, 2003, σ.519-527 [5] SEC(2004) 739 [6] Βλ. έγγραφο εργασίας της Επιτροπής, Analyse des possibilitιs d’ un plan d’ action europιen en matiθre d’ alimentation et d’ agriculture biologique, SEC (2002) 1368, της 12 Δεκεμβρίου 2002 [7] Η διαβούλευση έγινε υπό τύπον ερωτήσεων σχετικά με την εμπορία, την ΚΑΠ, τις προδιαγραφές, τον έλεγχο και την έρευνα. Βέβαια, στο πλαίσιο της συμμετοχικής αυτής δημοκρατίας, δεν γνωρίζουμε ποιοι ακριβώς συμμετείχαν, σε ποια έκταση και πώς ετίθεντο οι ερωτήσεις στα παραπάνω θέματα. Δεν γνωρίζουμε επίσης σε ποιο βαθμό απεφάσισε πραγματικά το «κοινό» ή ελήφθησαν υπόψη οι προτάσεις του και οι επιθυμίες του. [8] Βλ. έγγραφο εργασίας , όπ. παρ., σ. 17 [9] ΕΕΕΚ L. 189, της 29-7-2003 [10] Σύμφωνα με την σύσταση καμία μορφή γεωργίας είτε πρόκειται για τη συμβατική, τη βιολογική ή τη γεωργία που στηρίζεται στη χρήση γ.τ.ο. δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, διότι έτσι παρέχεται υψηλό επίπεδο επιλογών στους καταναλωτές (αιτιολ. σημ 1 και 2) Δαίμων της Οικολογίας, Τεύχος 44, 12/2004 |
                     |