Ενότητα :Tεύχος 64, Οκτώβριος 2006 |
Τίτλος : Δημήτρης Κωστόπουλος, ΟΙΚΟΪΣΤΟΡΙΑ, Ο πόλεμος της κληματαριάς
|
Αρχή κειμένου Δημήτρης Κωστόπουλος Όταν οι Βίκινγκς που ήδη γνώριζαν την άμπελο από τις επιδρομές στη Ν Ευρώπη, έφτασαν στην Αμερική πολύ πριν τον Κολόμβο, αναγνώρισαν αμέσως τις άγριες κληματαριές της περιοχής. Ο Ληφ μάλιστα ονόμασε τη νέα αυτή γη «Βίνλαντ», γη του οίνου. Το 1529 ο Κολόμβος θα φέρει μαζί του κλήματα από την Ισπανία που θα καλλιεργηθούν στην Δυτική ακτή από το Σαν Ντιέγκο μέχρι το Σαν Φραντσίσκο. Από αυτά τα κλήματα έβγαινε το κρασί των Ιησουϊτών και Φραγκισκανών μοναχών στο Νέο Μεξικό και την Καλιφόρνια. Δυο αρρώστιες όμως, άγνωστες στην Ευρώπη, το ωίδιο της αμπέλου και η φυλλοξήρα αποδεκάτιζαν τα τρία τέταρτα των ευρωπαϊκών αμπελιών. Εκεί με την πάροδο του χρόνου τα κλήματα προσαρμόστηκαν και έγιναν πιο ανθεκτικά. Αντίθετα στην Ανατολική Ακτή οι άγγλοι έποικοι από το 1621 κιόλας βγάζουν κρασί από τα άγρια κλήματα της Μασαχουσέτης. Το 1629 ο αιδεσιμότατος Χίγγινσον είχε μια μεγάλη παραγωγή. Οι αμερικάνικες ποικιλίες ήταν ανθεκτικές στα παράσιτα και πολύ παραγωγικές. Είχαν όμως ένα μειονέκτημα, το κρασί τους μύριζε πολύ άσχημα, σαν αλεπού σύμφωνα με τις περιγραφές.[1] Έτσι, στις αρχές του 18ου αιώνα έφεραν από την Ευρώπη την ποικιλία Vinis Vinifera. Το ωίδιο και η φυλλοξήρα όμως ήταν εκεί και κατέστρεψαν όλες τις καλλιέργειες. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τόμας Τζέφερσον παρενέβη για να συστήσει επιστροφή στα ντόπια αμπέλια. Το 1735 όμως ένας αμπελουργός από τη Φιλαδέλφεια, ο Τζέημς Αλεξάντερ καλλιέργησε ένα ευρωπαικό-αμερικανικό υβρίδιο, με αντοχή στις ασθένειες αλλά και καλύτερη γεύση. Οι Ευρωπαίοι έφτιαχναν ήδη καλό κρασί και η ιστορία τους άφηνε αδιάφορους. Η αναρριχητική όμως αμερικάνικη διακοσμητική κληματαριά ήταν ιδανική για τις προσόψεις των σπιτιών τους. Μαζί με τις καλλωπιστικές ποικιλίες έφτασε στην Ευρώπη και το ωίδιο που άρχισε από το 1847 να καταστρέφει τα αμπέλια αλλά και τις τριανταφυλλιές. Μόλις το 1852 ο Λεονς ντε λα Βερν θα ανακαλύψει την θεραπεία με το θειάφι που θα περιορίσει κάπως το κακό. Τότε κάποιοι όπως ο Ριντόλφι στην Τοσκάνη και ο Λαλινώ στο Μπορντό, αποφάσισαν να φέρουν στην Ευρώπη τις ανθεκτικές αμερικάνικες ποικιλίες. Μαζί τους όμως έφεραν και την Phylloxera vastatrix, την «φυλλοξήρα την ερημώτρια». Στην Γαλλία από τα 2,5 εκατομμύρια εκτάρια αμπελιών το 1,5 εκατομμύριο καταστράφηκε τελείως. Οι τεχνικές αντιμετώπισης, πλημμύρισμα ή σκάψιμο και θειούχος άνθρακας στις ρίζες, αποδείχτηκαν δαπανηρές και δύσκολες. Παρά τις διαμαρτυρίες των παραγωγών, η εισαγωγή των αμερικάνικων κλημάτων φαινόταν μονόδρομος. Θα χρειαστούν 20 χρόνια διαρκών προσπαθειών με γάλλο-αμερικάνικα υβρίδια και μπόλιασμα των γαλλικών κληματαριών με αμερικάνικα μάτια, για να λήξει η κρίση της φυλλοξήρας . Όμως το έχουμε ξαναπεί, η ιστορία των ανθρώπων είναι η ιστορία των οικοσυστημάτων. Η κρίση της φυλλοξήρας οδήγησε σε συγκέντρωση της παραγωγής. Οι περισσότεροι μικροί παραγωγοί καταστράφηκαν και μαζί τους χάθηκαν πολλές ποικιλίες αμπελιών. Τα αμερικάνικα μπόλια έκαναν τις νέες ποικιλίες ιδιαίτερα ικανές στην απορρόφηση θρεπτικών συστατικών από το έδαφος. Το έδαφος χρειαζόταν συνεχή λίπανση αλλά ταυτόχρονα η απόδοση των αμπελιών αυξανόταν θεαματικά. Οι εκτάσεις με αμπελώνες μειώθηκαν αλλά η παραγωγή μεγάλωνε συνεχώς, για να φθάσουμε στην μεγάλη κρίση του 1907 από την υπερπαραγωγή. Στο Νότο μάλιστα του Παρισιού οι κατεστραμμένοι αμπελουργοί, άρχισαν να καλλιεργούν τριαντάφυλλα. Τα λουλούδια τα έστελναν καθημερινά με το τρένο στην Κεντρική Αγορά του Παρισιού, τοποθετημένα μέσα στα κοφίνια των σταφυλιών. Τελικά τα μοναδικά 100% γνήσια ευρωπαϊκά κλίματα και κρασιά υπάρχουν και παράγονται στη Νότια Αμερική. Εκείνα τα πρώτα γνήσια ισπανικά κλήματα του Κολόμβου είχαν φτάσει και στο Περού. Από το Περού τα αμπέλια κατέβηκαν πιο νότια στη Χιλή. Εκεί ευδοκίμησαν σε ένα εύκρατο κλίμα και σε ένα περιβάλλον στο οποίο φαίνεται ότι δεν υπήρχε ούτε το ωίδιο ούτε και η φυλλοξήρα, αλλά και ούτε ότι έφτασε ποτέ. Οι θαυμαστές της ευρωπαϊκής φυλετικής καθαρότητας ας σπεύσουν στην Χιλή για να απολαύσουν 100% ευρωπαϊκά κρασιά. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 64 10/06 |
                     |