Ενότητα :Τεύχος 63, Σεπτέμβριος 2006 |
Τίτλος : Ηρώ Μπενεσάγια, ΑΠΟΨΕΙΣ, Δεν υπάρχει μαγική λύση
|
Αρχή κειμένου Hρώ Μπενεσσάγια Ο ενθουσιασμός για την «πράσινη» ενέργεια έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις στις ανεπτυγμένες χώρες. Στη Γερμανία η παραγωγή βιοντίζελ έχει διπλασιαστεί από το 2003. Τα φυτικά λάδια (σόγιας, ελαιοκράμβης κ.ά) έχουν μια αύξηση της ζήτησης που είναι ανοδική και υπολογίζεται σε 25% το χρόνο. Τα φυτικά έλαια προσελκύουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, για τις μηχανές ντίζελ που δεν χρειάζονται καμία μετατροπή για να λειτουργήσουν με φυτικό λάδι, αλλά και για την τροφοδότηση ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών. Ακολουθεί η αύξηση των τιμών των φυτικών λαδιών. Η ζήτηση έχει παράπλευρες επιπτώσεις στο περιβάλλον των χωρών υπό ανάπτυξη. Ένα από τα κύρια αίτια της καταστροφής των τροπικών δασών, τόσο του Αμαζόνιου στη Βραζιλία όσο και της νοτιοανατολικής Ασίας, είναι η αύξηση της παραγωγής λαδιού σε πρώην δασικές περιοχές που αποψιλώνονται γι αυτό το σκοπό. Σύμφωνα με τον Simon Counsell, διευθυντή του Rainforest Foundation (Οργανισμός για τα τροπικά δάση), ενός οργανισμού με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο «φαίνεται ότι για ακόμη μία φορά μεταφέρουμε τα περιβαλλοντικά μας προβλήματα στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου παράγουν καταστροφικά συμπτώματα στον τοπικό πληθυσμό» . Ο Roger Higman των «Φίλων της γης» Ηνωμένου Βασιλείου, οργανισμού υπέρ των βιοκαυσίμων, λέει: « Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι η παραγωγή των βιοκαυσίμων είναι σύμφωνη με κριτήρια βιωσιμότητας, αλλιώς θα βρεθούμε μπροστά από αποψιλωμένα τροπικά δάση που θα έχουν αντικατασταθεί από καλλιέργειες με προορισμό τα βιοκαύσιμα.» (1.) Ποια είναι τα κριτήρια της βιωσιμότητας τελικά? Μήπως ξεχνάμε πολύ συχνά μία παράμετρο πολύ σημαντική, την κλίμακα? Μήπως υπάρχουν όρια κορεσμού για κάθε λύση? Αυτές οι σκέψεις, με κυρίευσαν για πρώτη φορά κατά την παρουσίαση ενός περιβαλλοντικού προγράμματος χρηματοδοτούμενου από την ΕΕ για την προώθηση των βιοκαυσίμων. Ένας από τους εταίρους, η τοπική αυτοδιοίκηση μιας περιοχής στη Γερμανία, παρουσιάζοντας τις δράσεις του προγράμματος που αφορούν τη σταδιακή μετάβαση της περιοχής στη χρήση βιοκαυσίμων, απάντησε στο τέλος σε μία ερώτησή που κατέρριψε όλο τον αρχικό ενθουσιασμό μου. Η τοπική παραγωγή για τη χρήση βιοκαυσίμων σύμφωνα με τις προβλέψεις, είπε, φθάνει για να καλύψει τις ανάγκες της περιοχής μόνο για 5 χρόνια. Έχουμε όμως προβλέψει, συνέχισε, και κάνει ήδη συμφωνίες, για την εισαγωγή λαδιού από τη Βραζιλία που θα καλύπτει όλες μας τις ανάγκες. Εκεί ανατρίχιασα... Για τι βιώσιμες λύσεις μιλάμε όταν η πρώτη ύλη έρχεται από χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά? Το οικολογικό κόστος της μεταφοράς που μπαίνει? Πόση ατμοσφαιρική ρύπανση παράγεται από αυτή τη μεταφορά? Και δεν είχα ακόμη πληροφορηθεί την επίδραση στα τροπικά δάση... Αυτό αποδεικνύει γι άλλη μια φορά τους κινδύνους που εμπεριέχει η υπέρβαση μιας κλίμακας, η νοοτροπία της υιοθεσίας μιας συνταγής γενικευμένης σαν πανάκεια παγκοσμίως, και η επιμονή στο ίδιο μοντέλο κατανάλωσης. Η κοινωνία μας διακρίνεται για την αποσπασματική αντιμετώπιση των προβλημάτων της. Γι άλλη μια φορά, χωρίς να εξετάσουμε σφαιρικά τις επιδράσεις μιας πρότασης «πηδάμε» στη γρήγορη λύση και την εφαρμόζουμε παντού και χωρίς περιορισμούς. Οι επιπτώσεις της χρήσης βιοκαυσίμων, πέραν μιας συγκεκριμένης κλίμακας, μπορεί να είναι καταστροφικές η εξ ίσου βλαβερές με τη σημερινή χρήση του πετρελαίου. Μπροστά στον οδοστρωτήρα του γενικού κλίματος γι’ αυτό που λανθασμένα αποκαλούμε ανάπτυξη-στη θέση της μεγέθυνσης που στην πραγματικότητα είναι- νομίζουμε ότι μόνον αυτές οι εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν. Που όμως στην πραγματικότητα και κάτω από το φως ενός ολοκληρωμένου απολογισμού των επιπτώσεων, δεν είναι εναλλακτικές. Όσο δεν προωθούμε συγχρόνως την εξοικονόμηση ενέργειας, την κατά το δυνατόν χρήση τοπικών υλικών στις κατασκευές, το σωστό σχεδιασμό και διαχείριση των μεταφορών, τη σωστή διαχείριση και ανακύκλωση των απορριμμάτων και παράλληλα την αλλαγή συμπεριφορών όσον αφορά την κατανάλωση, είναι αδύνατο να βάλουμε φρένο στην επιδείνωση της ποιότητας της ζωής μας και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Ίσως, όσο παράδοξο και να φαίνεται αυτό, το λάθος να είναι να ψάχνουμε γενικές για όλους λύσεις στην παγκοσμιοποιημένη πλέον κοινωνία μας. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα θετικά της παγκοσμιοποίησης για την κυκλοφορία της γνώσης, αλλά να προωθήσουμε εφαρμογές σε μικρές κλίμακες, όπου τα φυσικά, κλιματολογικά, κοινωνικά δεδομένα απαιτούν λύσεις προσαρμοσμένες σε κάθε τόπο. Η τεχνολογία μας το επιτρέπει, οι γνώσεις επίσης, τι μας εμποδίζει να το εφαρμόσουμε εκτός από μία παρωχημένη νοοτροπία της ανάπτυξης και τα καθαρά οικονομικίστικα συμφέροντα που έχουν καταλάβει τον κυρίαρχο ρόλο στις κοινωνίες μας. (1.) Από το άρθρο του Fred Pierce, New Scientist : «Τα βιοκαύσιμα, μια οικολογική επιτυχία? Οι επιπτώσεις βαραίνουν τα τροπικά δάση». Δαίμων της Οικολογίας, τ. 63 9/06 |
                     |