Ενότητα :Τεύχος 63, Σεπτέμβριος 2006

Τίτλος : Σάκης Κουρουζίδης, ΑΠΟΨΕΙΣ, το μη-ανίκητο Ισραήλ

Διαβάστηκε: 701 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Το –μη- ανίκητο Ισραήλ

 

Σάκης Κουρουζίδης

 

Αν σκεφτεί κανείς ολόκληρο το σκηνικό του πρόσφατου πολέμου στη Μ. Ανατολή, δεν μπορεί παρά να μελαγχολήσει. Η περίπλοκη και δύσκολο να κατανοηθεί πλήρως, υπόθεση της Μέσης Ανατολής, δοκιμάζει όλα μας τα χαρακτηριστικά ως ανθρώπων φιλειρηνικών, προοδευτικών και την υποστήριξή μας στις αξίες του σύγχρονου πολιτισμού. Ο κύκλος της βίας στην περιοχή, ύστερα από τόσα χρόνια μας έχει αποστερήσει από την δυνατότητα να διακρίνουμε ποια πράξη είναι η «πρώτη» και ποια έρχεται ως απάντηση, ως αντίποινα της πρώτης.

Από το διεθνές δίκαιο έχουν εξαλειφθεί οι έννοιες των αντιποίνων και της δημόσιας επικήρυξης της ζωής κάποιου, για οποιοδήποτε αδίκημα και αν κατηγορείται («νεκρό ή ζωντανό» έχει ζητήσει ο Τζωρτζ Μπους τον Μπιν Λάντεν και «εξορία ή δολοφονία» είχαν αποφανθεί οι Ισραηλινοί για τον Γιασέρ Αραφάτ, λίγο πριν πεθάνει). Φυσικά, δεν μπορεί να έχουμε πλέον μαζική εκτέλεση, με την ελπίδα ότι έτσι θα σκοτώσουμε και τον «ένοχο» που βρίσκεται μέσα στην ομάδα που εκτελούμε (αυτό κάνει ένας τυφλός βομβαρδισμός σε ένα κτίριο ή σε μια συνοικία όπου υποψιάζεται το Ισραήλ ότι υπάρχουν πύραυλοι της Χεζπολάχ). Δεν τολμώ να συσχετίσω την μείζονα κατάκτηση του σύγχρονου πολιτισμού, την κατάργηση της ποινής του θανάτου, με το σκηνικό ενός πολέμου όπου η αφαίρεση ζωής –χωρίς δίκη, υπεράσπιση και καταδίκη, βέβαια- και η -καταργηθείσα- θανατική ποινή επιβάλλεται σε ανθρώπους κάθε ηλικίας, ευθύνης ή εμπλοκής στον πόλεμο. Η –ντε φάκτο- επιβολή της ποινής του θανάτου γίνεται με πολλούς τρόπους: με τις καθεαυτό πολεμικές πράξεις, με τις «προληπτικές επιχειρήσεις», με τις «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις», με τα «αντίποινα», με τις τρομοκρατικές ενέργειες. Η μόνη διαφορά είναι ότι την ευθύνη της τρομοκρατίας της μιας πλευράς αναλαμβάνει κάποια οργάνωση, ενώ της άλλης μια κυβέρνηση και γι’ αυτό και μόνο την κάνει πιο αποτρόπαια. Μια οργάνωση (που λειτουργεί «κρυφά», έτσι κι αλλιώς) κρίνεται πολιτικά, ηθικά για τις πράξεις της, ενώ μια κυβέρνηση υπόκειται και στην κρίση των θεσμών και του δικαίου της διεθνούς κοινότητας. Αυτό θέτει το Ισραήλ στη θέση ενός κράτους εκτός της διεθνούς νομιμότητας, αφού, επισήμως, έχει υιοθετήσει τη δολοφονία αθώων πολιτών με τη μορφή αντιποίνων –επίσης παράνομη πράξη- ως «απάντηση» στην τρομοκρατία της άλλης πλευράς. Και η επίσημη ηγεσία των Παλαιστινίων απλώς διαφωνεί με τις τρομοκρατικές ενέργειες κάποιων παλαιστινιακών οργανώσεων που υιοθετούν την τυφλή βία. 

            Στον πρόσφατο πόλεμο μια παραστρατιωτική οργάνωση, εξοπλισμένη με σύγχρονο οπλισμό καταφέρνει να μην ηττηθεί στρατιωτικά από την πολεμική μηχανή του Ισραήλ, το οποία βρήκε το κατάλληλο πρόσχημα για την επίθεσή του στο Λίβανο, στην ηλίθια και επικίνδυνα ανεύθυνη πράξη της απαγωγής των Ισραηλινών στρατιωτών. Τελικά, το Ισραήλ δεν νίκησε. Ακούγεται καλό αυτό. Όμως, το Ισραήλ – η συγκεκριμένη πολιτική της χώρας αυτής- θα έπρεπε να ηττηθεί και να καταδικαστεί ηθικά, πολιτικά, διπλωματικά και όχι απλώς στρατιωτικά. Δικαιωμένοι τώρα βγαίνουν οι φανατικοί, οι οπαδοί της ακραίας βίας, οι φονταμενταλιστές –στους πολέμους πάντα νικάνε οι «φονταμενταλιστές», μόνο. Όλοι αυτοί βλέπουν να «ξεπλένονται» με αυτήν τους την επιτυχία, οι πράξεις βίας και τρομοκρατίας (χωρίς εισαγωγικά), οι τυφλές επιθέσεις σε καφετέριες και σχολικά λεωφορεία του Ισραήλ, οι τυφλοί βομβαρδισμοί, οι ενδο-αραβικές δολοφονίες «ενδοτικών» και «μη πιστών».

            Αν νικούσε το Ισραήλ, ποιος θα νικούσε; Πάλι οι οπαδοί της ακραίας βίας, των ισοπεδωτικών βομβαρδισμών σε σπίτια, καταφύγια, νοσοκομεία και καραβάνια προσφύγων. Θα δικαιωνόταν η «σκληρή» γραμμή της λύσης του παλαιστινιακού προβλήματος μέσω της «πάταξης της τρομοκρατίας» τους.

Τότε ποιος θα έπρεπε να νικήσει στον πόλεμο αυτό;   

Προτιμώ να απαντήσω απλά, σχεδόν απλοϊκά, παρά μέσω οποιαδήποτε άλλης απάντησης να δικαιώσω την επιλογή της βίας ως μεθόδου για το δίκαιο του καταπιεσμένου –για τη μέθοδο αυτή ως επιλογή του «ισχυρού» δεν χρειάζονται πρόσθετα στηρίγματα. Η επιλογή της βίας ως μέσου για την επίτευξη της «νίκης» είναι η σίγουρη οδός της ήττας. Συνήθως γιατί πάντα οδηγεί στην ήττα στο στρατιωτικό πεδίο όπου μεταφέρεται η σύγκρουση, εκεί δηλαδή που είναι το προνομιακό πεδίο του «ισχυρού». Αλλά και όταν «νικάει», τελικά και μακροπρόθεσμα, «χάνει» πάλι, γιατί δεν καταφέρνει ποτέ να επουλώσει τις πληγές που ανοίγει μέσα από τον, νικηφόρο, έστω, πόλεμο. Όλοι οι απελευθερωτικοί αγώνες που «νίκησαν» μέσα από στρατιωτικές επιχειρήσεις γέννησαν δικτάτορες. Ομαλές εξελίξεις είχαμε στην περίπτωση της Ινδίας και της Νότιας Αφρικής, όπου είχαν επιλεγεί άλλες μορφές απελευθερωτικού αγώνα.

Στον πόλεμο πρέπει να ηττάται ο πόλεμος! Στον πόλεμο δεν είμαι με κανέναν εμπόλεμο. Παίρνω θέση σε έναν πόλεμο σημαίνει ότι ενισχύω και αναπαράγω την επιλογή του πολέμου ως μέσου για την «επιβολή» του «δίκιου». Διαιωνίζω την κυριαρχία της βίας, η οποία διεμβολίζει, κατακλύζει και την μεταπολεμική κοινωνία.

Ή θα έχουμε ένα «ανίκητο» Ισραήλ ή θα έχουμε ένα φονταμενταλιστικό κακέκτυπο που θα το διαδεχθεί, εφόσον το νικήσει στον πόλεμο. Αλλά έτσι δεν θα έχουμε μια «βιώσιμη ελευθερία, δημοκρατία και ανεξαρτησία».  

Αναζητώντας τις αφετηρίες για μια πραγματική φιλειρηνική τοποθέτηση, καταλήγω στο να μην υποστηρίζω οποιοδήποτε «ιερό» σκοπό αν δεν υποστηρίζεται από ανάλογα «ιερά» μέσα.

Τα μέσα αγιάζουν το σκοπό!

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 63, 9/06


 

Επιστροφή