Ενότητα :Τεύχος 63, Σεπτέμβριος 2006

Τίτλος : ΠΑΝΔΟΙΚΟ: ΘΕΜΑΤΑ.Η πυρκαγιά στους ταγαράδες και οι επιπτώσεις στο περιβάλλον

Διαβάστηκε: 697 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

Η πυρκαγιά στους Ταγαράδες και οι επιπτώσεις στο περιβάλλον

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΔΙΚΤΥΟ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ

Η μεγάλη πυρκαγιά, που εκδηλώθηκε στη χωματερή των Ταγαράδων συγκαταλέγεται σαφέστατα στα ονομαζόμενα επεισόδια ρύπανσης. Οι επιπτώσεις της στο περιβάλλον και στην υγεία αναμένεται να είναι σημαντικές τόσο κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς όσο και μετά από αυτήν.

Το πρώτο βασικό δεδομένο είναι ότι η ανοικτή καύση των σκουπιδιών (δηλ. καύση σε ανοικτό αέρα) είναι η χειρότερη από όλες τις καύσεις, εξαιτίας των συντριπτικά μεγαλύτερων ποσοτήτων ρύπων που εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα και από εκεί διασπείρονται στο έδαφος και στα νερά.

Τα κύρια καύσιμα συστατικά των απορριμμάτων είναι χαρτί, πλαστικό, ξύλο, δέρμα, καουτσούκ. Τα απορρίμματα αυτά, όταν καίγονται, εκπέμπουν στην ατμόσφαιρα αέριους ρύπους όπως: διοξείδιο του αζώτου (ΝΟ2), μονοξείδιο του αζώτου (ΝΟ), μονοξείδιο του άνθρακα (CO), διοξείδιο του άνθρακα (CO2), διοξείδιο του θείου (SO2), αμμωνία (NH3), υδροχλωρικό οξύ (HCl), υδροφθορικό οξύ (HF), υδρογονάνθρακες (HC). Εκτός από αυτά τα αέρια, εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα σωματίδια και ιπτάμενη τέφρα, που αποτελούν μεγάλο μέρος των συνολικών εκπομπών.

Η ιπτάμενη τέφρα συνίσταται σε ποσοστό άνω του 70% από ανόργανες ύλες. Μεταξύ αυτών έχουν βρεθεί βαρέα μέταλλα όπως χρώμιο (Cr), νικέλιο (Ni), μόλυβδος (Pb) κλπ. Στα σωματίδια και στην ιπτάμενη τέφρα περιλαμβάνονται και οργανικές ενώσεις, που αν και βρίσκονται σε μικρές ποσότητες, είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την υγεία εξαιτίας της τοξικότητάς τους. Περισσότερες από 100 οργανικές ενώσεις έχουν βρεθεί στις εκπομπές από καύση σκουπιδιών. Μερικές από αυτές είναι: πολυχλωριωμένες διβενζο-διοξίνες (PCDD), πολυχλωριωμένα διβενζο-φουράνια (PCDF), πολυχλωριωμένες φαινόλες, πολυχλωριωμένα βενζένια, φθαλικοί εστέρες και πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες (ΠΑΥ).

Ειδικότερα, οι διοξίνες έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία. Είναι τοξικές, μπορούν να προκαλέσουν μεταλλάξεις και τερατογενέσεις. Είναι ιδιαίτερα σταθερές στο περιβάλλον και έχει βρεθεί ότι στις περιοχές που εκπέμπονται, διασπείρονται στο έδαφος, στις καλλιέργειες, στα θηλαστικά, στα νερά και στα ψάρια των περιοχών, που θα δεχθούν επιβάρυνση. Το ίδιο ισχύει και για τους πολυαρωματικούς υδρογονάνθρακες, που είναι ουσίες καρκινογόνες και μεταλλαξιγόνες.

Το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων είναι ο πλήρης εντοπισμός τους. Γι’ αυτό απαιτείται η εφαρμογή μοντέλου διασποράς του τοξικού νέφους για όλες τις ημέρες και ώρες, που διαρκεί η πυρκαγιά προκειμένου να εντοπισθούν οι περιοχές που επλήγησαν, καθώς και ο βαθμός επιβάρυνσής τους. Με βάση τα αποτελέσματα που θα προκύψουν, απαιτείται να ληφθούν δείγματα από το έδαφος, τα νερά, τις καλλιέργειες και τα ζώα των περιοχών που επλήγησαν, και να γίνουν χημικές αναλύσεις προκειμένου να προσδιορισθούν οι συγκεντρώσεις για τις σημαντικότερες από τις προαναφερόμενες τοξικές ουσίες.

Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, οι παραπάνω τοξικές ουσίες είναι σε σημαντικό βαθμό προσροφημένες στα σωματίδια, αποτελεί άμεση αναγκαιότητα η χρησιμοποίηση όλων των υπαρχόντων στη Θεσσαλονίκη οργάνων μέτρησης τουλάχιστον των σωματιδίων (ανεξάρτητα σε ποιόν φορέα ανήκουν) και η τοποθέτησή τους εντός των οικισμών, που πιθανά πλήττονται, έτσι ώστε να υπάρχει μια κατά προσέγγιση άμεση εικόνα για το ποιοι οικισμοί κινδυνεύουν και ποιοι όχι. Η συνεχής παρακολούθηση των συγκεντρώσεων των σωματιδίων σε αυτές τις περιοχές θα βοηθήσει στο να καθορισθεί το είδος και η έκταση των πρώτων έκτακτων μέτρων που θα χρειασθεί να ληφθούν.

Υπογραμμίζεται στο σημείο αυτό, ότι έχει βρεθεί διεθνώς, αλλά και στην Ελλάδα, ότι σε καλλιέργειες περιοχών που βρίσκονται κοντά σε ανεξέλεγκτες χωματερές, ακόμα και χωρίς να υπάρχει πυρκαγιά, τα επίπεδα διαφόρων τοξικών ουσιών είναι 5 έως 8 φορές πάνω από τα όρια ασφαλείας για την ανθρώπινη υγεία.

Τέλος, χρειάζεται να γίνει σαφές ότι χωρίς την εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης διαχείρισης των αστικών απορριμμάτων, που θα δίνει την κύρια προτεραιότητα στην ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση των απορριμμάτων (χαρτί, αλουμίνιο, γυαλί, πλαστικό), στην λιπασματοποίηση του οργανικού τους μέρους και στην ενεργειακή αξιοποίηση του παραγόμενου βιοαερίου, έτσι ώστε ένα πολύ μικρό μέρος των απορριμμάτων να καταλήγει σε χώρο υγειονομικής ταφής, τέτοια επεισόδια ρύπανσης θα είναι αναπόφευκτα.

Στην προτεραιότητα αυτή, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται πολύ μακριά από τους στόχους τόσο τους εθνικούς, όσο και τους ευρωπαϊκούς.

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 63, 9/06

Επιστροφή