Ενότητα :Τεύχος 61, Ιούνιος 2006 |
Τίτλος : Δημήτρης Κωστόπουλος, ΟΙΚΟΙΣΤΟΡΙΑ: Η μεγάλη πυρκαγιά στο YELLOWSTONE
|
Αρχή κειμένου ΟΙΚΟΙΣΤΟΡΙΑ: Η μεγάλη πυρκαγιά στο YELLOWSTONE Δημήτρης Κωστόπουλος Στα δυτικά της τεράστιας λεκάνης Μπίγκχορν του Ουαιόμινγκ, ανηφορίζοντας προς τα Βραχώδη όρη, απλώνεται ο τεράστιος εθνικός δρυμός του Γελοουστόουν. Το Γελοουστόουν που καλύπτει έκταση περίπου 9 εκατομμύρια στρεμμάτων και περιβάλλεται από οροσειρές με κορυφές ύψους 3000 περίπου μέτρων, είναι το μεγαλύτερο και αρχαιότερο πάρκο των ΗΠΑ. Από το 1872 η περιοχή τελεί υπό καθεστώς ειδικής προστασίας. Ταυτόχρονα αποτελεί και τον πιο δημοφιλή προορισμό διακοπών στη χώρα αφού συγκεντρώνει περισσότερους από ένα εκατομμύριο επισκέπτες ετησίως. Τουριστικό σύμβολο της περιοχής είναι οι θερμοπίδακες του πάρκου -με τον Old Faithful ο οποίος κάθε 65 λεπτά, εκτοξεύει μια στήλη νερού στα περίπου 50 μέτρα να ξεχωρίζει- και πιθανόν πια και οι κινηματογραφικοί έρωτες των καουμπόηδων. Αλλά το πάρκο εκτός από τόπος άγριας φύσης, πανίδας και χλωρίδας, είναι και τόπος της φωτιάς. Κάθε χρόνο οι κεραυνοί προκαλούν εκατοντάδες πυρκαγιές, παίρνουν μάλιστα και χαρακτηριστικά ονόματα που τους δίνουν οι Υπηρεσίες του Πάρκου. Οι περισσότερες σβήνουν αφού κάψουν 4-5 στρέμματα ή μερικές εκατοντάδες στρέμματα οι υπόλοιπες. Σπανιότερα θα καούν μερικές χιλιάδες στρέμματα, με μεγαλύτερη καταγεγραμμένη πυρκαγιά, αυτήν του 1886 που έκαψε 100.000 στρέμματα. Στα τέλη του Ιουνίου του 1988 ένας κεραυνός θα προκαλέσει μια μικρή πυρκαγιά στα δυτικά σύνορα του πάρκου. Η πυρκαγιά ονομάσθηκε Σοσόν τέθηκε υπό παρακολούθηση αλλά δεν ανησύχησε τις δασικές υπηρεσίες. Την επόμενη εβδομάδα ακολούθησαν μερικές πυρκαγιές ακόμα. Στις 10 Ιουλίου μετά από μια μικρή βροχή υπήρχαν λίγες φωτιές που σιγόκαιγαν ακόμα, αλλά φαινόταν ότι όλα βρίσκονταν υπό έλεγχο. [1] «Αντιμετωπίζαμε την κατάσταση και κινούμασταν όπως συνήθως» θα θυμηθεί αργότερα ένας εκπρόσωπος της Υπηρεσίας Εθνικού Δρυμού. Αλλά στις 14 Ιουλίου μια πυρκαγιά που ονομάστηκε Κλόβερ, κατέκαψε 18800 στρέμματα και την επομένη ακόμη μια που ονομάστηκε Φαν εξαπλώθηκε σε 11600 στρέμματα .Τέσσερις μέρες αργότερα μια νέα πυρκαγιά ξέσπασε και σύντομα εξαπλώθηκε σε 52000 στρέμματα στην περιοχή Μιν Κρικ. Ταυτόχρονα η αρχική πυρκαγιά, η Σοσόν αναζωπυρώθηκε και σε λίγες ημέρες θα έχει κάψει 120000 στρέμματα . Τον Αύγουστο σε όλη την έκταση του πάρκου η φωτιά είχε εξαπλωθεί σε 800.000 στρέμματα. Η κατάσταση ξαφνικά και για πρώτη φορά στην ιστορία του πάρκου έδειχνε, να είναι εκτός ελέγχου. Η Δασική Υπηρεσία του πάρκου αμήχανη σήκωνε τα χέρια ψηλά. Ένα τεράστιο πύρινο μέτωπο προελαύνανε περισσότερο από 10 χιλιόμετρα την ημέρα και ένα αποπνικτικό σύννεφο καπνού που ξεπερνούσε τα 15 χιλιόμετρα σε ύψος, απλωνόταν πάνω από το πάρκο. [2] Για τους επόμενους δυο μήνες 10.000 πυροσβέστες, 117 αεροπλάνα και 100 πυροσβεστικά οχήματα, πάλευαν χωρίς αποτέλεσμα με την φωτιά που σάρωνε τον δρυμό. Οι πυρκαγιές θα αρχίσουν να σβήνουν μόνον όταν αρχίσουν να πέφτουν τα πρώτα χιόνια του φθινοπώρου. Ο τελικός απολογισμός όμως ήταν τραγικός. Είχαν καεί 6 εκατομμύρια στρέμματα -τα δύο τρίτα της συνολικής έκτασης του πάρκου- ενώ το ποσό που κόστισε στο ομοσπονδιακό ταμείο πυρόσβεσης, είχε φτάσει τα 120 εκατομμύρια δολάρια . Για κάποιο απροσδιόριστο λόγο από ένα συνηθισμένο κεραυνό προκλήθηκε μια ανεξέλεγκτη κόλαση, η οποία έκανε την προηγούμενη μεγαλύτερη πυρκαγιά στην ιστορία του Γέλοουστόουν να μοιάζει με μπάρμπεκιου.[3] Η πυρκαγιά θα καταγραφεί ως μια μεγάλη οικολογική καταστροφή αλλά και ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολυπλοκότητας των οικοσυστημάτων. Μάλιστα οι θεωρητικοί του «χάους» θα εντάξουν την μεγάλη αυτή πυρκαγιά, στα χαρακτηριστικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τον χαοτικό χαρακτήρα των οικοσυστημάτων και ειδικότερα αυτών των δασών. Πάντα υπάρχει μια κρίσιμη κατάσταση στην φύση και τότε όπως διδάσκει η φυσική των πολύπλοκων συστημάτων αρκεί ένα φαινομενικά ασήμαντο γεγονός- ένας απλός κόκκος άμμου σε ένα σωρό- για να οδηγήσει ένα οικοσύστημα σε κατάρρευση.[4] Μια ύπουλη μικρόσωμη σπρωξιά στο παμπάλαιο πανίσχυρο Έτσι, που θάλεγε και η Κική Δημουλά. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 61, 6/06 |
                     |