Ενότητα :Tεύχος 62, Ιούλιος-Αύγουστος 2006 |
Τίτλος : ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΛΑΣΣΑΡΑ. ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ. Λεϊσμανίαση (Καλααζάρ) - καταστροφή των οικοσυστημάτων και νοσηρότητα
|
Αρχή κειμένου Κατερίνα Πλασσαρά Αλλά τι είναι αυτή η αρρώστια για την οποία συχνά γινόμαστε θύματα παραπληροφόρησης; Στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλές μορφές Λεϊσμανίασης. Εμείς ας μείνουμε στη γνωστή μας «ζωοανθρωπονόσο» που λέγεται έτσι επειδή από αυτή νοσούν άνθρωποι και ζώα – κυρίως σκύλοι, όπως έχουμε μάθει τα τελευταία χρόνια. Κατ αρχήν η Λεϊσμανίαση δεν μεταδίδεται απευθείας από σκύλο σε άνθρωπο, ούτε από σκύλο σε σκύλο, μόνο και μόνο επειδή θα έρθουν σε επαφή. Χρειάζεται να μεσολαβήσει ένα έντομο, η σκνίπα Φλεβοτόμος. Αυτή αν τσιμπήσει ένα άρρωστο άτομο θα μολυνθεί από τη νόσο. Έπειτα, αφού περάσουν 5-6 μέρες απαραίτητων διεργασιών μέσα στον οργανισμό της, μπορεί, πάλι με τσίμπημα , να τη μεταδώσει σε ένα υγιές. Να πούμε ακόμη ότι παγκοσμίως υπάρχουν περίπου 700 είδη Φλεβοτόμου κι από αυτά μπορούν να μεταδώσουν την αρρώστια μόνο τα 60. Το Καλααζάρ θεωρείται κτηνιατρικό πρόβλημα ενώ ο άνθρωπος είναι μάλλον τυχαίο θύμα και δεν μεταδίδει τη νόσο, η οποία περιορίζεται στα εσωτερικά του όργανα.. Ο σκύλος και άλλα θηλαστικά, μπορούν να τη μεταδώσουν αφού το παράσιτο κυκλοφορεί στο αίμα τους και βρίσκεται παντού, άρα και στα σημεία του δέρματος που μπορεί να τσιμπήσει η σκνίπα. Να προσθέσουμε ότι η Φλεβοτόμος δεν κυκλοφορεί την ημέρα αλλά τις νυχτερινές ώρες, στο σκοτάδι. Ακόμα, ότι τα κρούσματα σε σκύλους είναι πολλά ενώ σε ανθρώπους ελάχιστα. Με αφορμή αυτό, διατυπώθηκε, από ορισμένους γιατρούς, η άποψη ότι έχουμε να κάνουμε με «ζωόφιλη» και «ανθρωπόφιλη» σκνίπα. Στην εποχή μας, ο άνθρωπος χρησιμοποιεί πολλούς τρόπους προστασίας από τη νόσο. Όπως τα αντιπαρασιτικά περιλαίμια των σκύλων, τον ψεκασμό των ζώων με χημικά καθώς και των χώρων όπου ζουν. Για θεραπεία εξακολουθεί να χρησιμοποιείται το αντιμόνιο, το οποίο όμως έχει παρενέργειες, ενώ τα τελευταία χρόνια, θεαματικά φαίνεται να είναι τα αποτελέσματα θεραπείας με αλλοπουρινόλη, η οποία χορηγείται στους σκύλους όχι μόνο για θεραπεία αλλά και για πρόληψη. Η Φλεβοτόμος κυκλοφορεί από το Μάιο ως τον Οκτώβρη, ενώ τα «στέκια» της βρίσκονται σε κάποιους «κρυψώνες με υγρασία», όπως λατομεία, στάνες, κοτέτσια, παλιά πηγάδια, ξερολιθιές, κι ακόμα πέτρινες μάντρες, πισίνες, γκαζόν κλπ. Τα παλιότερα χρόνια δεν υπήρχαν ασφαλείς τρόποι διάγνωσης, έτσι μπορούμε να πούμε ότι, τουλάχιστον για την Ελλάδα, δεν έχουμε επιβεβαιωμένα στοιχεία. Κατά τον 18ο αιώνα, η νόσος ανιχνεύεται πρώτα στην Ύδρα και στις Σπέτσες, περιοχές αρκετά «αστικοποιημένες» για την εποχή. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά, και ένα στοιχείο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι σε μετρήσεις που έγιναν στην Ελλάδα από το 1951 ως το 1979 το 1/3 των περιπτώσεων εντοπίστηκε στο λεκανοπέδιο της Αττικής ενώ σε μέτρηση των ετών 1985-1995 καταγράφηκε στο λεκανοπέδιο, το 67% των κρουσμάτων. Να είναι τυχαίο; Βέβαια στο λεκανοπέδιο έχουμε περισσότερα αδέσποτα (τα οποία, όπως θα αποδειχτεί, μπορεί και να «προστατεύουν» τον άνθρωπο). Επίσης έχουμε και παλιά λατομεία. Στην επαρχία πάλι έχουν περισσότερες στάνες, κοτέτσια, παλιά πηγάδια, ξερολιθιές κλπ. Μιλήσαμε με τον Κο Βύρωνα Χανιώτη ο οποίος είναι ιατρικός εντομολόγος και έχει γράψει το βιβλίο «Αρθρόποδα και Δημόσια Υγεία» καθώς και το βιβλίο «Λοιμώξεις. Παρασιτώσεις, Αλλεργίες από Αρθρόποδα», μαζί με τον Κο Ιωάννη Τσελέντη. Ο Κος Χανιώτης έχει ασχοληθεί με την «Ζωοπροφύλαξη» που, ως προς το Καλααζάρ, σημαίνει «τεχνητή εκτροπή της σκνίπας σε ζώα που δεν είναι δεκτικά στην αρρώστια». Σύμφωνα με τις έρευνες του Κου Χανιώτη, οι οποίες σχετίζονται και με έρευνες που έγιναν στο Ισραήλ, η σκνίπα Φλεβοτόμος προτιμάει να τσιμπήσει σκύλο παρά άνθρωπο – ίσως αυτό εξηγεί και την πολύ μεγαλύτερη διάδοση της αρρώστιας στο σκύλο. Γιατί τον προτιμάει; Γιατί ο σκύλος έχει φυσιολογική θερμοκρασία 38.5 βαθμούς, ενώ ο άνθρωπος 37. Ακόμα, η σκνίπα προτιμάει να τσιμπήσει τα πουλερικά (κότες, γαλοπούλες κλπ) παρά το σκύλο. Γιατί; Γιατί τα πουλερικά έχουν φυσιολογική θερμοκρασία 40 βαθμούς και ο σκύλος 38.5! Που σημαίνει ότι η σκνίπα αρέσκεται στο θερμότερο αίμα. Τα όντα λοιπόν με υψηλότερη θερμοκρασία, λειτουργούν «προστατευτικά» ως προς εκείνα που έχουν χαμηλότερη. Το πράγμα δεν σταματάει εδώ. Όπως είναι φυσικό, τα περισσότερα τσιμπήματα θα τα δεχτούν τα πουλερικά, τα οποία όχι μόνο δεν νοσούν, αλλά διαθέτουν μια σπουδαία ιδιότητα: Τα ερυθροκύτταρα των πουλερικών διαφοροποιούνται από εκείνα των θηλαστικών γιατί έχουν πυρήνα. Στον πυρήνα αυτό υπάρχει ένα ειδικό ένζυμο το οποίο καταστρέφει τη Λεϊσμάνια, όταν αυτή υπάρχει μέσα στο έντερο του εντόμου. Που σημαίνει πως όταν μια σκνίπα-φορέας της αρρώστιας, τσιμπήσει την κότα, τη γαλοπούλα κλπ. η σκνίπα αυτή παύει να είναι φορέας. Κατά κάποιο τρόπο «αποστειρώνεται» και δεν μπορεί πια να μεταδώσει τη νόσο! Αναφέρουμε και την πληροφορία που μας έδωσε ο Κος Χανιώτης ότι τις Φλεβοτόμους που μάζευε για τις έρευνές του, τις έβρισκε κυρίως σε παλιά κοτέτσια. Θέλοντας να προσεγγίσουμε καλύτερα αυτή την ανακάλυψη, μιλήσαμε με μία κτηνίατρο, την Κα Ανδρονίκη Πριμηκύρη, η οποία ασχολείται και με την ομοιοπαθητική κτηνιατρική, και η οποία μας είπε: «Αυτό που συμβαίνει μπορεί να το καταλάβει κανείς αν δει και τα οικοσυστήματα σαν ζωντανούς οργανισμούς. Οι ανταλλαγές μεταξύ των συστημάτων δεν μπορεί να γίνονται τυχαία, δεν μπορεί να έχουμε μια «σούπα», γιατί τότε οι ισορροπίες χαλάνε. »Η τάση για ισορροπία δημιουργείται με τη συμβίωση. Στη φύση αναπτύσσονται μηχανισμοί που επιτρέπουν στα όντα τα οποία συμβιώνουν, να αμύνονται. Στη Αφρική π.χ. μπορεί να ενδημεί ανάμεσα στα βοοειδή, η αρρώστια που λέγεται «μπαμπέζια». Τα άτομα είναι φορείς αλλά δεν νοσούν. Αν πάρεις όμως ένα βόδι από την Ευρώπη και το ρίξεις ανάμεσά τους, αυτό θα αρρωστήσει και θα πεθάνει. Σημαντικό ρόλο παίζουν και οι κλιματικές, και οι εδαφικές συνθήκες κλπ. Όμως για να γίνουν αυτές οι προσαρμογές, χρειάζονται εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια. Το πρόβλημα είναι πως οι ισορροπίες αργούν να δημιουργηθούν, ενώ διαταράσσονται πολύ γρήγορα. »Στη σημερινή εποχή, η ανθρώπινη επέμβαση προκαλεί μια τεράστια διαταραχή σ’ όλο τον πλανήτη, που έχει να κάνει με την καταστροφή μεγάλων οικοσυστημάτων (βλέπε Αμαζόνιο). Μ’ αυτό τον τρόπο απελευθερώνονται κάποιοι παθογόνοι οργανισμοί οι οποίοι ήταν αβλαβείς όσο ζούσαν στο χώρο τους, ενώ βγαίνοντας από αυτόν, χάνουν τους «ξενιστές» τους (δηλαδή τα ζώα που είχαν μάθει να φιλοξενούνται πάνω στο σώμα τους και τα οποία, λόγω της μακρόχρονης συμβίωσης και προσαρμογής, δεν νοσούσαν). Οι παθογόνοι αυτοί οργανισμοί ψάχνουν να βρουν καινούριο «σπίτι», δηλαδή κάποιους άλλους οργανισμούς, που θα μπορέσουν να ζήσουν μαζί τους και έτσι να επιβιώσουν. Όμως οι νέοι αυτοί οργανισμοί (ξενιστές), δεν έχουν καμιά εξοικείωση με αυτά τα «άγνωστα» στο δικό τους χώρο, μικρόβια. Το αποτέλεσμα είναι, όταν έρθουν σε επαφή μαζί τους, να αρρωσταίνουν και συχνά να πεθαίνουν. »Μια άλλη παράμετρος προστασίας είναι ότι, μέσα από μακρόχρονες διαδικασίες, στη φύση, έχουν δημιουργηθεί διαφορετικές αρρώστιες που αφορούν τα διαφορετικά είδη. Τις αρρώστιες του σκύλου π.χ., φυσιολογικά δεν τις παθαίνει ο άνθρωπος, τις αρρώστιες της αγελάδας δεν τις παθαίνει ο σκύλος κλπ. Η αλλαγή «ξενιστή» όμως, όποτε αυτή συμβαίνει, είναι ένα πολύ επικίνδυνο φαινόμενο. Παράδειγμα η παγκόσμια κρίση με τη νόσο των τρελών αγελάδων που πέρασε από τα πρόβατα στις αγελάδες και από κει στον άνθρωπο. Άλλη επαπειλούμενη μεγάλη κρίση, η γρίπη των πουλερικών, που ήδη περνάει στον άνθρωπο, γιατί έχουν διαταραχτεί παράγοντες προστασίας που δεν τους γνωρίζουμε». Κάτι ανάλογο με αυτό που περιγράψαμε, φαίνεται ότι συμβαίνει στα αγροτικά οικοσυστήματα, όπου άνθρωποι, αγροτικά ζώα, πουλερικά, έντομα, σκνίπες, κλπ. μπορούν να συμβιώνουν και να δημιουργούν συνθήκες προστασίας του ενός προς το άλλο. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, η κότα, ή όποιο οικόσιτο πουλερικό, παίζει ρόλο εξυγειαντή, γιατί μπορεί να «αποστειρώνει» τη σκνίπα ώστε να μην μεταδίδει πια την αρρώστια. Μ’ αυτά τα δεδομένα, είναι πολύ δύσκολο να μη σκεφτεί κανείς, τα παλιά, νοικοκυριά. Τα νοικοκυριά με τα αγροτικά ζώα που αποτελούσαν ανθρωπογενή οικοσυστήματα και τα οποία διατηρήθηκαν χιλιάδες χρόνια επί της γης. Η ειρωνεία σχετικά με την άγνοιά μας ως προς τη λειτουργία των οικοσυστημάτων, είναι ότι πιθανότατα, ο παλιός αγρότης ο οποίος ζούσε στο αγροτόσπιτο με τα ζώα, τους σκύλους του, τα πουλερικά του, είχε μεγαλύτερη προστασία απέναντι στις ζωοανθρωπονόσους απ’ ότι ο σημερινός, και σχετικά πρόσφατος, κάτοικος της έπαυλης. Αυτός που δεν έχει πουλερικά στον κήπο του αλλά διαθέτει πισίνα, καθημερινά ποτιζόμενο γκαζόν και περίπλοκες, εντυπωσιακές περιφράξεις, οι οποίες θεωρούνται άριστο καταφύγιο για τη Λεϊσμάνια. Κι ό,τι κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβαίνει για πάρα πολλά ακόμα νοσήματα. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 62, 7/06 |
                     |