Ενότητα :Τεύχος 60, Μάιος 2006 |
Τίτλος : Δήμος Τσαντίλης, ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ. Κοινή ενεργειακή πολιτική: Η Ευρωπαϊκή Ένωση στο μεταίχμιο
|
Αρχή κειμένου Δήμος Τσαντίλης Έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση ενεργειακή πολιτική; Η απάντηση είναι όχι. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει κοινή ενεργειακή πολιτική και μακροπρόθεσμη στρατηγική. Αυτό είναι παράξενο, γιατί η ενέργεια είναι ένα ρευστό που διαπερνά και επηρεάζει καθοριστικά όλες τις οικονομικές δραστηριότητες. Ακόμη πιο παράξενο είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει κοινή ενεργειακή πολιτική, μολονότι οι διαφορετικές πολιτικές που ακολουθούνται στα κράτη μέλη επηρεάζουν (και στρεβλώνουν) κατά τρόπο άμεσο τον ελεύθερο ανταγωνισμό, την ιερότερη από τις ιερές αγελάδες της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Υπάρχουν, βέβαια, ευρωπαϊκά προγράμματα για εξοικονόμηση της ενέργειας και την αποσύνδεση της ενεργειακής κατανάλωσης από την αύξηση του ΑΕΠ και την ενημέρωση του κοινού για τις ενεργειακές επιδόσεις των συσκευών. Δεν συνιστούν όμως από μόνα τους μια νομικά δεσμευτική κοινή ενεργειακή πολιτική. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θέτουν τις δικές τους ενεργειακές προτεραιότητες και τις δικές τους στρατηγικές επιλογές. Η προσπάθεια που έγινε τη δεκαετία του ’90 για την επιβολή ενός κοινού φόρου στην ενέργεια από ορυκτά καύσιμα, ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε άνθρακα θα ήταν δυνατόν να είχε αποτελέσει τη βάση για τη διαμόρφωση μιας κοινής ενεργειακής πολιτικής. Αυτό όμως δεν συνέβη και η προσπάθεια φορολόγησης της ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο ανήκει ήδη στην προϊστορία. Φαινομενικά ο ενεργειακός φόρος απέτυχε κυρίως λόγω των αντιδράσεων της Βρετανίας και την άρνηση των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας να ακολουθήσουν μια παρεμφερή φορολογική πολιτική που θα διόρθωνε (προς τα άνω) τις (χαμηλές) τιμές της ενέργειας ώστε να «λένε την οικολογική αλήθεια» και να στέλνουν τα σωστά σήματα στην αγορά, δηλαδή να ενσωματώνουν το περιβαλλοντικό κόστος. Ουσιαστικά, κανείς σχεδόν δεν τον ήθελε. Από την μια, οι εθνικές κυβερνήσεις δεν είχαν καμία όρεξη να εκχωρήσουν φορολογικές αρμοδιότητες στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Από την άλλη, ο κοινός ενεργειακός φόρος θα έκανε την ενέργεια από μη ανανεώσιμες πηγές πιο ακριβή και θα έπληττε τον ανταγωνισμό και την ανάπτυξη. Εξ ου και το πέπλο της λήθης με το οποίο έχει έκτοτε καλυφθεί. Τελευταία, ωστόσο, έχουν σημειωθεί δύο σημαντικές εξελίξεις που τάραξαν τα ήσυχα νερά και έφεραν ξανά την ανάγκη μιας Κοινής Ενεργειακής Πολιτικής στο προσκήνιο. Η μία είναι το Πρωτόκολλο του Κιότο του 1997 για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και οι δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτό για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη. Η άλλη είναι οι αλλαγές που συνεπάγεται η σταδιακή ολοκλήρωση της Εσωτερικής Ενεργειακής Αγοράς. Η πρώτη εξέλιξη στοχεύει στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που συμβάλλουν στην επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής. Η λογική στην οποία βασίζεται είναι η αναγνώριση των φυσικών ορίων του πλανήτη και συγκεκριμένα, των ορίων των συγκεντρώσεων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Το κύριο εργαλείο είναι η εφαρμογή ενός συστήματος εμπορεύσιμων αδειών για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ένα μεγάλο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση: η αγορά πρέπει να διορθώνεται όταν αστοχεί. Η δεύτερη εξέλιξη είναι η ελευθέρωση της Εσωτερικής Ενεργειακής Αγοράς και το άνοιγμά της στον εσωτερικό και στον διεθνή ανταγωνισμό. Η κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων στην αγορά της ενέργειας, η ενοποίηση των ενεργειακών δικτύων και η κατάργηση των επιδοτήσεων είναι τα μέσα για την επικράτηση της οικονομικής ορθοδοξίας. Η λογική που την διέπει απορρέει από το φιλελεύθερο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο ό,τι είναι ιδιωτικό είναι οικονομικά αποτελεσματικό, ό,τι είναι δημόσιο λειτουργεί ανορθολογικά. Αυτό που δεν λέγεται είναι ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός σε μια ελεύθερη ενεργειακή αγορά είναι μακροπρόθεσμα δυνατός μόνο σε έναν κόσμο χωρίς φυσικά όρια, όπου η προσφορά της ενέργειας είναι δυνατόν να αυξάνεται απεριόριστα. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για τρία βήματα πίσω: η αγορά δεν χρειάζεται διορθώσεις, ακόμη και όταν καταφανώς αστοχεί (όπως στην περίπτωση της αλλαγής του κλίματος). Η αντίθεση είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Οι δύο εξελίξεις είναι αντίρροπες και μεταξύ τους ασύμβατες. Η μια είναι οικολογικά, η άλλη οικονομικά ορθή (τουλάχιστον, σύμφωνα με την ορθόδοξη αντίληψη περί του οικονομικώς ορθού). Η εφαρμογή ενός συστήματος εμπορεύσιμων αδειών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου του Κιότο μολονότι ξεκινά από διαφορετική αφετηρία (αυτός που πληρώνει έχει δικαίωμα να ρυπαίνει) είναι οικονομικά και περιβαλλοντικά ισοδύναμη με την επιβολή ενός φόρου (αυτός που ρυπαίνει πρέπει να πληρώνει). Η αύξηση της τιμής της ενέργειας είναι και στις δύο περιπτώσεις ηθελημένη και επιθυμητή, προκειμένου να διορθωθεί η συγκεκριμένη αστοχία της αγοράς που έχει ως επακόλουθο την ανεπιθύμητη κλιματική αλλαγή. Είναι ο δρόμος της οικολογικής αρετής που αναγνωρίζει φυσικά όρια στην οικονομική και την ενεργειακή μεγέθυνση. Η ιδιωτικοποίηση των ενεργειακών κρατικών μονοπωλίων αφήνει τον ενεργειακό τομέα έρμαιο στον ψυχρό άνεμο του διεθνούς ανταγωνισμού. Κάθε πρόσθετο κόστος ή αβεβαιότητα προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις. Κάθε πρόταση για μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, έστω και μη περιβαλλοντική, τρομάζει γιατί κάθε βήμα έξω από το πεπατημένο μονοπάτι απειλεί να αυξήσει το κόστος και να φρενάρει την ανάπτυξη. Η αγορά γνωρίζει καλύτερα και ο ελεύθερος ανταγωνισμός θα εξασφαλίσει τη συνεχή προσφορά φθηνής ενέργειας σε ανταγωνιστικές τιμές. Είναι ο δρόμος της οικολογικής κακίας που εσκεμμένα αγνοεί τα φυσικά όρια που θέτει η αλλαγή του κλίματος και ευαγγελίζεται μια οικονομική μεγέθυνση χωρίς φραγμούς και χωρίς τέλος. Σύγκρουση πολιτισμών; Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί τη σύνθεση των αντιθέτων στην υπό διαμόρφωση Ενεργειακή Πολιτική[i]. Αυτό που κάνει είναι να θέλει και την πίτα των στόχων του Κιότο σωστή και το σκύλο του ελεύθερου ανταγωνισμού χορτάτο. Αν μάλιστα κανείς προσθέσει κανείς και τον τρίτο στόχο που είναι η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού έχει ένα πραγματικό τρίγωνο του διαβόλου. Δαίμων της Οικολογίας , τ. 60, 5/06 [i] Βλ. Green Paper. A European Strategy for Sustainable, Competitive and Secure Energy, COM(2006) 105 final. |
                     |