Ενότητα :Τεύχος 60, Μάιος 2006

Τίτλος : Κατερίνα Μαυρομάτη: ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ: Η εφαρμογή του πρωτοκόλλου του Κιότο στην Ελλάδα

Διαβάστηκε: 1178 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

Η εφαρμογή του πρωτοκόλλου του Κιότο στην Ελλάδα

 

Κατερίνα Μαυρομάτη

 

Έχει περάσει πλέον περίπου ένας χρόνος που έχει τεθεί σε εφαρμογή (16/02/2005) το Πρωτόκολλο του Κιότο, ύστερα από την επικύρωση του από την Ρωσία. Στόχος του Πρωτοκόλλου είναι η συνολική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (GHGs) τουλάχιστον κατά 5 % την πενταετία 2008-2012, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Η αναγκαιότητα επίτευξης του στόχου με τον πιο αποδοτικό τρόπο από πλευράς κόστους, οδήγησε τελικά στην υιοθέτηση τριών ευέλικτων μηχανισμών: τον μηχανισμό καθαρής ανάπτυξης, την από κοινού υλοποίηση και τέλος την εμπορία αδειών ρύπανσης. Οι δύο πρώτοι μηχανισμοί ουσιαστικά επιτρέπουν στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες αντί να μειώσουν τις δικές τους εκπομπές, να χρηματοδοτούν προγράμματα για τη μείωση των εκπομπών σε φτωχότερες χώρες, προβάλλοντας ως κύριο επιχείρημα την αναγκαιότητα μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου, ανεξαρτήτως τοποθεσίας. Στα πλαίσια αυτά, το παρόν άρθρο θα προσπαθήσει να παρουσιάσει την εφαρμογή της εμπορίας αδειών ρύπανσης στην Ελλάδα, σε σχέση με το Ευρωπαϊκό σύστημα εμπορεύσιμων αδειών ρύπανσης.

 

Καταρχάς, το Ευρωπαϊκό σύστημα εμπορεύσιμων αδειών ρύπανσης είναι ένα εργαλείο για την επίτευξη του στόχου του Κιότο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Κιότο η Ευρώπη θα πρέπει να πετύχει μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 8% μέχρι το 2012 σε σύγκριση με το 1990 (έτος βάσης). Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της αποφάσισαν τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου εντός της κοινότητας (bubble policy). Αναλυτικότερα, με την Οδηγία 2003/87 καθιερώνεται ένα κοινοτικό σύστημα εμπορεύσιμων αδειών ρύπανσης ώστε να επιτευχθεί η μείωση των αερίων του θερμοκηπίου με τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικά αποτελεσματικό.

 

Στην Ελλάδα έχει επιτραπεί η αύξηση των εκπομπών κατά 25% μέχρι το 2012, σε σύγκριση με τα επίπεδα 1990. Κάθε κράτος μέλος έχει υποχρέωση να υποβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ένα Εθνικό Σχέδιο Κατανομής Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΕΣΚΔΕ) το οποίο προσδιορίζει τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων και την κατανομή τους μεταξύ των υπόχρεων εγκαταστάσεων. Σύμφωνα με το ΕΣΚΔΕ της χώρας μας, για την τριετία 2005-2007 (η κατάρτιση του ΕΣΚΔΕ έγινε από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών) προβλέπεται ότι οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου το έτος 2010 θα αυξηθούν κατά 39,2% σε σύγκριση με το έτος βάσης, ενώ το 2020 το αντίστοιχο ποσοστό αύξησης εκτιμάται σε 57,6% αν επιβεβαιωθεί το σενάριο «Αναμενόμενης Εξέλιξης» (ΣΑΕ). Οπότε προκύπτει μία διαφορά της τάξης του 14,2% ανάμεσα στους στόχους που θέτει το πρωτόκολλο και τις προβλέψεις για την περίοδο 2008-2012.

 

Όσον αφορά την τριετία 2005-2007, το ΕΣΚΔΕ προσδιόρισε 141 εγκαταστάσεις που υπόκεινται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (στη ΔΕΗ δόθηκε το 73% των αδειών ρύπανσης) στις οποίες διενεμήθησαν δωρεάν 223.266.053 έκτα. τόνοι CO2 (κάθε εμπορεύσιμη άδεια αντιστοιχεί σε 1 τόνο CO2). Οι εκπομπές με βάση το ΣΑΕ προβλέπονται σε 228.266.053 έκτα. τόνους CO2. Όπως φαίνεται, προκύπτει μια διαφορά ανάμεσα στη ζήτηση για εμπορεύσιμες άδειες ρύπανσης από την αντίστοιχη προσφορά, γεγονός που κάνει επιτακτική την ανάγκη της Ελλάδας για αγορά αδειών από την ελεύθερη αγορά, μείωση των Εκπομπών και υιοθέτηση εναλλακτικών πολιτικών φιλικών στο περιβάλλον, προκειμένου να επιτευχθεί ο κοινοτικός στόχος. Η υπέρβαση του στόχου (+25%) συνεπάγεται την πληρωμή προστίμου, που για την περίοδο 2005-2007 είναι 40 € / t CO2 και αυξάνεται σε 100 € / t CO2 την περίοδο 2008-2012.

 

Το ερώτημα που προκύπτει από όσα προαναφέραμε είναι όχι μόνο αν θα επιβεβαιωθεί το ΣΑΕ αλλά και πόσο θα κοστίσει στον κάθε έλληνα πολίτη η επίτευξη του στόχου του Κιότο. Στα πλαίσια αυτά, διεξήχθη ενδελεχής έρευνα στις υπόχρεες εγκαταστάσεις και τα αποτελέσματα είναι μάλλον απογοητευτικά αφού το ΣΑΕ επιβεβαιώνεται και αποκαλύπτεται η παντελής έλλειψη κινήτρων για υιοθέτηση εναλλακτικών πολιτικών φιλικών προς το περιβάλλον. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΔΕΗ αρνήθηκε τη συμμετοχή της στην έρευνα, ενώ για την αξιολόγηση της πολιτικής της χρησιμοποιήθηκαν τα αποτελέσματα εννεαμήνου (23 Νοεμβρίου 2005) που δημοσίευσε. Τα αποτελέσματα της έρευνας μαρτυρούν ότι:

 

·          το 80% των ερωτηθέντων δεν είναι ικανοποιημένο από τη μέθοδο κατανομής του ΕΣΚΔΕ, με την πλειοψηφία να διαφωνεί με τη μέθοδο κατανομής των αδειών ρύπανσης (προβλεπόμενη συνεισφορά)

·          ποσοστό 50% θα στραφεί στην ελεύθερη αγορά για επιπλέον άδειες ρύπανσης, ενώ μόλις το 10% θα περιορίσει την εκπομπή CO2 με μείωση της παραγωγής

·          το 70% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι σε επίπεδο χώρας είναι λίγες οι δυνατότητες επίτευξης του στόχου του Κιότο με υιοθέτηση εναλλακτικών πολιτικών

·          μόλις το 30% γνωρίζει την πραγματική τιμή της άδειας ρύπανσης την παρούσα στιγμή

·          το 90% παραδέχεται ότι η άνοδος της τιμής του πετρελαίου επηρεάζει τα μελλοντικά τους σχέδια ενώ μόλις 30% επενδύει σε R&D για καθαρές τεχνολογίες

·          τέλος το 60% σε πρώτη φάση θα επωμιστεί (σε πρώτη φάση) το επερχόμενο κόστος από την αγορά αδειών ρύπανσης ενώ ένα ποσοστό 20% ομολογεί ότι θα αυξήσει τις τιμές των προϊόντων του.

 

Το ΣΑΕ θα υπερισχύσει την τριετία 2005-2007 και τα αέρια του θερμοκηπίου θα αυξηθούν κατά 39,2% σε σχέση με το έτος βάσης, με αποτέλεσμα η ανάγκη για αγορά αδειών ρύπανσης να είναι περίπου 4.803.948 εκατ. τόνοι CO2. Προκειμένου να εξεταστεί το κόστος που προκύπτει από την αγορά αδειών ρύπανσης, επικεντρωθήκαμε στον ενεργειακό τομέα (ΔΕΗ). Το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί από το περιβαλλοντικό κόστος που θα προκύψει από την εμπορία αδειών ρύπανσης. Το μέγεθος της επίδρασης φαίνεται ότι τελικά θα εξαρτηθεί από την τιμή της κάθε εμπορεύσιμης άδειας (κόστος εκπομπών), από το ποσοστό υπέρβασης των «δωρεάν» εκπομπών (από τον αριθμό των αδειών που θα αγοραστούν) και από τον συντελεστή εκπομπών του χρησιμοποιούμενου καυσίμου. Με δεδομένο ότι η ηλεκτρική ενέργεια αποτελεί αγαθό με ανελαστική ζήτηση (μια αύξηση της τιμής αφήνει ελάχιστα περιθώρια στον καταναλωτή να αντιδράσει με μείωση της ζητούμενης ποσότητας) οι επερχόμενες αυξήσεις που ανακοίνωσε η ΔΕΗ δεν αποτελούν έκπληξη. Άλλωστε η ΔΕΗ ήδη έχει προβεί στη δαπάνη ύψους € 69,0 εκατ. για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2).

 

Το πρωτόκολλο του Κιότο αποτελεί το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου, όμως η λήψη δραστικών μέτρων αποτελεί μια επιτακτική ανάγκη τόσο από την πλευρά της πολιτείας και των βιομηχανιών, όσο και από την πλευρά των πολιτών. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο να εκπληρώσουμε τις εθνικές μας υποχρεώσεις στο Ευρωπαϊκό σύστημα εμπορεύσιμων αδειών ρύπανσης μέσα από την αγορά αδειών ρύπανσης, αλλά να υιοθετήσουμε βιομηχανικά και καταναλωτικά πρότυπα που προάγουν τη βιώσιμη ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος, οδηγώντας σε «πραγματική» μείωση των GHGs. Ως πολίτες οφείλουμε να συνδράμουμε στην σωτηρία του πλανήτη μέσα από την καταναλωτική μας συμπεριφορά. Έμμεσα, ως αποδέκτες των τελικών αγαθών των βιομηχανιών, ευθυνόμαστε για το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών καθώς προσφορά (ρύπανση) χωρίς ζήτηση (κατανάλωση) δεν υφίσταται. Πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους μας, ότι η μείωση της κατανάλωσης ρυπογόνων αγαθών και υπηρεσιών θα προκαλέσει μια αλυσίδα αντιδράσεων που όχι μόνο θα επηρεάσουν θετικά το περιβάλλον αλλά και την τσέπη μας, καθώς θα περιορίσει τις αυξήσεις των τιμών που θα προέλθουν από την αγορά αδειών ρύπανσης.  

 

Η καταστροφή του περιβάλλοντος από την υπερθέρμανση του πλανήτη δεν ανήκει πλέον στα σενάρια επιστημονικής φαντασίας, γεγονός που θα πρέπει να ενθαρρύνει την άμεση και αυστηρή εφαρμογή «καθαρών» μορφών ενέργειας και αποτελεσματικών περιβαλλοντικών πολιτικών σε περιφερειακό αλλά κυρίως εθνικό επίπεδο. Ακόμα και αν οι περιβαλλοντικές πολιτικές κρίνονται ανεπαρκείς για μια βιώσιμη περιβαλλοντική ανάπτυξη και διαχείριση, εμείς, οι πολίτες, είμαστε αρκετοί για να πιέσουμε και να προωθήσουμε την αποδοτικότερη εφαρμογή τους!

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 60, 5/06

 

Επιστροφή