Ενότητα :Τεύχος 60, Μάιος 2006 |
Τίτλος : Μαργαρίτα Καραβασίλη, ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ: Ουτοπία ή πραγματικότητα;
|
Αρχή κειμένου Εξοικονόμηση Ενέργειας: ουτοπία ή πραγματικότητα; Μαργαρίτα Χονδρού-Καραβασίλη* Η ενέργεια θεωρείται ως κάτι δεδομένο γι’ αυτό και την σπαταλάμε άσκοπα, παρά το γεγονός ότι γνωρίζουμε πλέον ότι η εντατική της χρήση προκαλεί ατμοσφαιρική ρύπανση, το φαινόμενο του θερμοκηπίου και κατά συνέπεια την κλιματική αλλαγή. Οι διαδοχικές ενεργειακές κρίσεις, η συνεχής αύξηση των τιμών των καυσίμων, αλλά και ελλείψεις καυσίμων ή/και διακοπές παροχής ενέργειας μας υπενθυμίζουν, ωστόσο, το πόσο εξαρτώμεθα από την ενέργεια για τις μεταφορές μας, τη θέρμανση των σπιτιών μας τον χειμώνα, τον κλιματισμό τους το καλοκαίρι, την κίνηση των εργοστασίων, τη λειτουργία των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και των γραφείων, αλλά και το ότι οι ενεργειακές πηγές είναι πεπερασμένες. Το 80% της ενέργειας που καταναλώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ως πηγή τα ορυκτά καύσιμα – πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα, ενώ το 50% των εισαγόμενων ορυκτών καυσίμων προέρχεται από τρίτες χώρες. Εάν δεν αναληφθεί δράση, η ενεργειακή κατανάλωση της ΕΕ πιθανώς να αυξηθεί κατά 10% έως το 2020, ενώ οι εισαγωγές μπορεί να φθάσουν στο 70% έως το 2030, με αποτέλεσμα να καταστεί η Ε.Ε. περισσότερο ευάλωτη σε περίπτωση περιορισμών του εφοδιασμού ή αυξήσεων των τιμών, που μπορεί να προκύψουν από διεθνείς κρίσεις. Η Κοινότητα έχει πολύ περιορισμένη δυνατότητα να μεταστρέψει τον ενεργειακό εφοδιασμό, αλλά μπορεί να επηρεάσει τη ζήτηση, παρά το γεγονός ότι διατηρεί στρατηγικά αποθέματα καυσίμων, ώστε να είναι λιγότερο ευάλωτη σε περίπτωση προβλημάτων στις παγκόσμιες αγορές, πλην όμως η μακροπρόθεσμη ασφάλεια του εφοδιασμού προϋποθέτει απεξάρτηση από λίγες χώρες προμήθειας ή από τη στενή συνεργασία με χώρες όπως η Ρωσία (που αποτελεί σημαντική πηγή ορυκτών καυσίμων και ενδεχομένως ηλεκτρικής ενέργειας) και οι χώρες του Περσικού Κόλπου. Η ενεργειακή απεξάρτηση και η ασφάλεια της Ε.Ε. θα εξαρτηθεί αποκλειστικά από τη δραστική μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων στη βιομηχανία, στις μεταφορές και στις κατοικίες. Και αυτό θα επιτευχθεί από την αντικατάστασή τους από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τη θέρμανση ή τον κλιματισμό των κτιρίων και την κίνηση των αυτοκινήτων και από την εξοικονόμηση ενέργειας, στοχεύοντας σε μια οικονομία χαμηλής κατανάλωσης άνθρακα. Η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, μέσω της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, αποτελεί επομένως μία από τις πιθανές λύσεις γι' αυτά τα δύο προβλήματα. Αυτό σημαίνει λιγότερη και ευφυέστερη χρήση των ορυκτών καυσίμων με παράλληλη αύξηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και εξοικονόμηση ενέργειας. Είναι δυνατό να εξοικονομηθεί, έως το 2020, το 1/5 της ενεργειακής κατανάλωσης εφόσον υπάρξουν αλλαγές στην καταναλωτική συμπεριφορά και ενισχυθεί η χρήση τεχνολογιών υψηλής ενεργειακής απόδοσης, ιδιαίτερα στον τομέα των κτιρίων, όπου η κατανάλωση ενέργειας αντιπροσωπεύει σχεδόν το 1/3 της ενεργειακής κατανάλωσης της Ε.Ε. Είναι αποδεδειγμένο ότι η εξοικονόμηση ενέργειας ενισχύει την οικονομική πρόοδο, με βιώσιμο τρόπο, προσφέρει νέες θέσεις εργασίας, αυξάνει την ανταγωνιστικότητα των περιβαλλοντικών τεχνολογιών και βελτιώνει την ποιότητα ζωής, κυρίως στις πόλεις και στα κτίρια. Αποδοτικότερη χρήση των καυσίμων γίνεται επίσης και με τη χρήση της «συμπαραγωγής» ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας, κυρίως με τη μορφή ατμού, όπου ως καύσιμο χρησιμοποιείται φυσικό αέριο που είναι ενέργεια φιλική προς το περιβάλλον[1]. Σημαντική εξοικονόμηση μπορεί να γίνει στον τομέα των κτιρίων, που διαθέτει μεγάλο δυναμικό βελτίωσης της ενεργειακής του αποδοτικότητας και άρα να υπάρξει συμβολή στην επίτευξη των στόχων σχετικά με την αλλαγή του κλίματος και την ασφάλεια του εφοδιασμού, με πρωτοβουλίες σε αυτόν τον τομέα, εφόσον τηρηθούν τα νέα πρότυπα ενεργειακών επιδόσεων, που έχουν θεσπιστεί τόσο για τη μελέτη και κατασκευή των νέων κτιρίων, όσο και την ανακατασκευή – επισκευή των υφιστάμενων (άνω των 1.000 τ.μ.) κτιρίων. Τα πρότυπα αυτά έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν 25% τη ζήτηση που προβλέπεται λόγω του αναμενόμενου διπλασιασμού της χρήσης κλιματισμού, μέχρι το 2020 και 30% εν γένει την κατανάλωση ενέργειας, μέσω τακτικών επιθεωρήσεων καυστήρων, συστημάτων κλιματισμού και της πιστοποίησης των ενεργειακών επιδόσεων των κτιρίων. Στο μέλλον, θα υπάρχουν συμφωνημένα πρότυπα για τον οικολογικό σχεδιασμό των κατασκευαστικών προϊόντων και του ενεργειοβόρου εξοπλισμού. Σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας αναμένεται και από αποδοτικότερες μεταφορές, στη βάση της αειφόρου κινητικότητας, όπου θα αντιμετωπίζονται ζητήματα κυκλοφοριακής συμφόρησης και σπατάλης καυσίμων, που προκαλεί η καθημερινή μετάβαση στην εργασία, καθώς και της ρύπανσης που προκαλούν οι εξατμίσεις των οχημάτων. Περισσότεροι επιβάτες και περισσότερα εμπορεύματα θα μεταφέρονται κυρίως σιδηροδρομικώς και θα γίνεται καλύτερη χρήση των μαζικών μέσων συγκοινωνίας και του ιδιωτικού αυτοκινήτου. Αυτό προϋποθέτει βελτίωση της διαχείρισης της κυκλοφορίας και του χωροταξικού σχεδιασμού και συνεπάγεται περισσότερα χιλιόμετρα ανά λίτρο καυσίμου. Η ΕΕ ελπίζει ότι μέχρι το 2010 τα βιοκαύσιμα (που παράγονται από οργανική ύλη) θα καλύπτουν το 5,75% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης και ότι το 20% του πετρελαίου που χρησιμοποιούμε είναι δυνατόν να αντικατασταθεί από βιοκαύσιμα. Οι προσπάθειες για ορθολογικότερη χρήση και εξοικονόμηση ενέργειας πρέπει να υποστηριχθούν από ανταγωνιστικές – ποιοτικά και οικονομικά – καθαρές τεχνολογίες. Σημαντικά κονδύλια διατίθενται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την έρευνα στον τομέα της ενέργειας, ενώ από το πρόγραμμα «Ευφυής ενέργεια για την Ευρώπη» δαπανώνται 200 εκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2003-2006 για έρευνα στους τομείς της εξοικονόμησης ενέργειας, ενεργειακής απόδοσης, ανανεώσιμων μορφών ενέργειας στα κτίρια και στις μεταφορές. Με την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα με οφέλη στην αποδοτικότερη χρήση ενέργειας, καθότι οι επιχειρήσεις και πολλοί καταναλωτές είναι σήμερα ελεύθεροι να επιλέξουν τους προμηθευτές τους για το φυσικό αέριο και τον ηλεκτρισμό, ενώ οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν τις νέες συνθήκες μέχρι τα μέσα του 2007. Αυτός ο επιπρόσθετος ανταγωνισμός πρέπει, ωστόσο, να συνοδεύεται και από επιπρόσθετη προστασία και διασφάλιση των καταναλωτών, ώστε οι τελευταίοι να μην μείνουν ποτέ χωρίς φως ή θέρμανση και να εξασφαλισθεί έτσι ότι ο περιορισμός του κόστους από τους προμηθευτές που βρίσκονται σε ανταγωνισμό δεν θα καταλήξει σε μείωση των επενδύσεων, ούτε στο να θεωρούνται οι καταναλωτές απομακρυσμένων περιοχών ή χαμηλού εισοδήματος πολύ ασήμαντοι ή απομακρυσμένοι και να μην καλύπτεται ο εφοδιασμός τους. Ωστόσο και παρά τη θέσπιση αυστηρών κανόνων, σε κοινοτικό επίπεδο, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και του τομέα των μεταφορών, με την έγκριση νεώτερων οδηγιών ή την τροποποίηση και βελτίωση υφιστάμενων, όπου αποδόθηκε προτεραιότητα από πλευράς Ε.Ε., εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό έλλειμμα εφαρμογής, όπως προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις ανασκόπησης της προόδου της Κοινότητας σχετικά με την ενεργειακή αποδοτικότητα, ιδιαίτερα στον τομέα των μεταφορών και των κτιρίων. Η εξοικονόμηση ενέργειας είναι η απλούστερη και αποτελεσματικότερη δράση, μια και εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τις καθημερινές συμπεριφορές των πολιτών, εφόσον είναι ενημερωμένοι για τα οφέλη, τόσο τα αμιγώς περιβαλλοντικά (κινδύνους, καταστροφές και έξοδα που προκαλεί η κλιματική μεταβολή)[2] όσο και για τα οικονομικά (κέρδος από τον περιορισμό της σπατάλης ενέργειας). Άρα απαιτείται συστηματική ενημέρωση όλων των εμπλεκόμενων με παράλληλη παροχή σημαντικών θεσμικών και οικονομικών κινήτρων, ώστε να ενεργοποιηθούν οι πολίτες, να αναλάβουν ανάλογες πρωτοβουλίες, με την υποστήριξη της Πολιτείας (κεντρικής διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης) και τη συνεργασία του ιδιωτικού τομέα για τη χρηματοδότηση σημαντικών επενδύσεων ενεργειακής απόδοσης. Γιατί η εξοικονόμηση ενέργειας, παράλληλα με την αύξηση της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη βιομηχανία, τις μεταφορές και τα κτίρια αποτελούν την μόνη βιώσιμη λύση για την ενεργειακή μας επάρκεια, την απεξάρτηση από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων, την ασφάλεια του ενεργειακού μας εφοδιασμού και την ποιότητα του περιβάλλοντος, αλλά και τον πλέον βασικό παράγοντα για την επίτευξη των στόχων του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 60, 5/06 [1] διότι το φυσικό αέριο παράγει λιγότερο CO2 από άλλα ορυκτά καύσιμα. [2] Το κόστος της κλιματικής αλλαγής διαφέρει κατά πολύ από χώρα σε χώρα. Οι αναπτυγμένες χώρες ευθύνονται για τα δύο τρίτα των παρελθόντων εκπομπών και για περίπου το 75% των σημερινών, αλλά βρίσκονται σε καλύτερη θέση για να προστατευτούν από τις ζημιές. Οι αναπτυσσόμενες χώρες τείνουν να έχουν μικρότερο κατά κεφαλήν ποσοστό εκπομπών, αλλά έχουν μεγάλη ανάγκη οικονομικής ανάπτυξης και είναι πιο ευάλωτες στις συνέπειες της κλιματικής μεταβολής. |
                     |