Ενότητα :Τεύχος 59, Απρίλιος 2006 |
Τίτλος : Βασίλης Πεσμαζόγλου. ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ. Οικο-ημερολόγιο
|
Αρχή κειμένου Οικο- Ημερολόγιο Bασίλης Πεσμαζόγλου Σήμερα, έχοντας γυρίσει από το γραφείο, καθώς έτρωγα αμέριμνος το μεσημεριανό μου, δηλαδή τον φιδέ που μου συνέστησε ο γιατρός, ένοιωσα ένα μικρό κομματάκι του μπροστινού δοντιού μου να θρυμματίζεται. Αμέσως μετά, και μιλάμε για δευτερόλεπτα, αυτοί οι κόκκοι δοντιού είχαν γίνει ένα με τον φιδέ στο στόμα μου. Δεν μου έμεναν παρά δυο επιλογές: να φτύσω τον πολτό ή να τον καταπιώ. Προτίμησα το δεύτερο: ήταν εν τέλει λιγότερο σιχαμερό (δεν ΕΒΛΕΠΕΣ τίποτα), και επιπλέον ήταν τεχνικο-οικονομικά (βλ. ενεργειακά) συμφερτικότερο: όχι μόνο διότι δεν απαιτούσε καμία μετακίνηση, αλλά και επειδή δεν σπαταλούσε αλόγιστα την ενέργεια που είχε χρησιμοποιηθεί για να παραχθεί ο φιδές. Οι απρόσκλητοι αυτοί κόκκοι ήταν σίγουρο ότι δεν είχαν προκληθεί από το τόσο μαλακό μεσημεριανό μου γεύμα, αλλά από κάποια βαθύτερη ΦΘΟΡΑ. Αυτή η γεύση θανάτου, που συνδυάστηκε με τα νερόβραστα χαρακτηριστικά του φιδέ (ΔΕΝ χρησιμοποιώ κύβους Κνορ), με συνόδευσαν όλο το απόγευμα. Είχε προηγηθεί η ανακουφιστική διαπίστωση, στον καθρέφτη, ότι δεν φαινόταν τίποτα. «Τι ωραία που τα φαινόμενα απατούν» σκέφτηκα, θαυμάζοντας τις οδοντοστοιχίες μου. Αυτές τουλάχιστον μου παρέμειναν πιστές, εν αντιθέσει με άλλα μέρη του σώματός μου (λ.χ. μαλλιά) τα οποία προδίδουν ότι ανήκω στην γηραιά, πλην όμως ένδοξη, γενιά του Πολυτεχνείου. Και μάλιστα κυριολεκτικώς και αυτοδικαίως: εκεί σπούδασα τα κρίσιμα εκείνα χρόνια, στα αμφιθέατρά του έμαθα τα περί φθοράς των υλικών και εντροπίας των συστημάτων, στους διαδρόμους του ενημερώθηκα για τη χούντα, τον ιμπεριαλισμό, τον Μαρξ και τον Λένιν, και στα προπύλαιά του πρωτοάκουσα, λίγο πριν αποφοιτήσω, τον πεντασύλλαβο όρο-κλειδί: οικολογία. Πού να ‘ξερα τότε ότι, άθελά μου, η λέξη αυτή θα με σφράγιζε δια βίου, ταλαιπωρώντας με πολλαπλώς. Όχι μόνο διότι στο τεχνικό γραφείο, μετά από μια περίοδο χρυσών παχιών αγελάδων στη δεκαετία του 1980, τώρα πρέπει για κάθε έργο να συμπληρώνουμε μηχανικά μια μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων και αναγκαστήκαμε να προσλάβουμε γι αυτή τη χαμαλοδουλειά την Χαρούλα, απόφοιτο Λυκείου, επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό μας. Ούτε επειδή η Ζωή, πριν με χωρίσει, μου τα είχε πρήξει καθημερινά, διαμαρτυρόμενη για το νέφος, την έλλειψη ανακύκλωσης, τη μόλυνση των υδάτων, την τρύπα του θερμοκηπίου και το φαινόμενο του όζοντος σα να φταίω ΕΓΩ για όλα αυτά. Αλλά και επειδή, πες πες, κάτι μου έμεινε ως ανάμνηση από τους προβληματισμούς της και τσακώνω συνεχώς το κουρασμένο μυαλουδάκι μου να με ξυπνάει να πάω να ελέγξω αν όλες οι βρύσες δεν στάζουν και αν δεν υπάρχει κάποιο φως που ξέχασα αναμμένο. Το οικολογικό μου αχνάρι* με κατατρέχει ακόμα κι όταν κάθομαι και γράφω αυτό εδώ το ημερολόγιο μέσα στην άγρια νύχτα, ως μέσο αν όχι καταπολέμησης τουλάχιστον εκτόνωσης της χρόνιας πλέον αϋπνίας μου: αναλογίζομαι το ηλεκτρικό που δαπανάει ο γλόμπος και την ενεργειακή επιβάρυνση που συνεπάγεται η παραγωγή ενός τετραδίου και ενός μπικ. Και αναπολώ με νοσταλγία την εποχή της αθωότητας, όταν, μαθητής ή φοιτητής, προμηθευόμουνα αυτά ανέμελος από το χαρτοπωλείο της γειτονιάς μου, χωρίς να σκέφτομαι τις περιβαλλοντικές προεκτάσεις τους. Και καθώς, άθελά μου, συσσωρεύω τις νυχτερινές αυτές σημειώσεις, ο νους μου τρέχει και σε κάτι παρεμφερές: Ιδωμένη υπό το πρίσμα ενός πίνακα εισροών- εκροών, τι αντιπροσωπεύει η δραστηριότητά μου αυτή; Ωραία, δαπανώ ενέργεια 60 βατ. Αλλά παράγω άραγε; Και αν όντως αυτή τη στιγμή όχι μόνο καταναλώνω αλλά και δημιουργώ, σε ποιον οικονομικό κλάδο άραγε υπάγομαι; Υποθέτω ότι η λογοτεχνία ανήκει στον ολοένα αυξανόμενο τριτογενή τομέα της οικονομίας: αποτελεί ένα είδος υπηρεσίας. Καλά αυτή, είναι αποκατεστημένη. Αλλά ΕΓΩ; *Βλέπε και M. Wackernagel and W. Rees: Our Ecological Footprint, 1996 Δαίμων της Οικολογίας, τ. 59 4/06 |
                     |