Ενότητα :Τεύχος 58, Μάρτιος 2006

Τίτλος : Ευθύμης Παπαδημητρίου, ΑΠΟΨΕΙΣ. Για την ποιότητα ζωής στην Αθήνα

Διαβάστηκε: 812 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

 

Ευθύμης Παπαδημητρίου

 

Πώς να μιλήσεις για ποιότητα ζωής στην Αθήνα σήμερα; Σε τι διαφέρει άραγε από τις άλλες υποβαθμισμένες πόλεις της Ελλάδας; Η Αθήνα ήταν κάποτε ένας ωραίος τόπος για να ζήσει κανείς. Η φημισμένη «μενεξεδένια» πολιτεία για τους λογοτέχνες της δεκαετίας του τριάντα. Υπήρξε τόπος αξιοβίωτος για τους παλιούς Αθηναίους, με τα περιβόλια, τον καθαρό αέρα και τον ελεύθερο ορίζοντα που αγνάντευε τον Σαρωνικό. Τι έγινε και άλλαξε τόσο δραματικά αυτή η πόλη; Βέβαια κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η αλλαγή είναι το μόνο σταθερό πράγμα στη ζωή. Όλες οι πόλεις αλλάζουν κι έτσι πρέπει αν γίνεται, γιατί αλλάζουν οι συνθήκες και οι ανάγκες των ανθρώπων. Τι γίνεται όμως όταν κάποιες αλλαγές συμβαίνουν χωρίς στην πραγματικότητα να παίρνουν υπόψη τους τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων; Η παλιά πόλη ήταν χτισμένη για άλλες συνθήκες και άλλες ανάγκες. Με τη μαζική εσωτερική μετανάστευση των κατοίκων της επαρχίας, στο λεκανοπέδιο της Αττικής, με την προσφυγιά και τους οικονομικούς και πολιτικούς πρόσφυγες οι ανάγκες για στέγαση έγιναν πιεστικές. Σιγά -σιγά οι ελεύθεροι χώροι οικοδομήθηκαν ασφυκτικά, το μέτωπο προς τη θάλασσα κρύφτηκε, τα ποτάμια έγιναν αυτοκινητόδρομοι, το πράσινο και οι αλάνες, όπου έπαιζαν τα παιδιά, αποτελούν λησμονημένο παρελθόν. Η Αθήνα είναι σήμερα, μια από τις πιο πυκνά δομημένες πόλεις της Ευρώπης, με ελάχιστο πράσινο, πνιγμένη στα αυτοκίνητα και τα καυσαέρια. Τα πολυάριθμα εμπορικά καταστήματα του κέντρου λειτουργούν σαν μαγνήτης για επισκέπτες/πελάτες που κατοικούν σε άλλες συνοικίες. Η κατανάλωση, συνήθως άχρηστων αντικειμένων, δίνει και παίρνει. Η ρύπανση και η ηχορύπανση προκαλούν σε πολλούς ανθρώπους σοβαρά προβλήματα υγείας και μορφές νευρικών διαταραχών.

Ποιος φταίει άραγε για την απαράδεκτη αυτή κατάσταση της καθημερινής μας ζωής; Πώς πέρασε και διαδόθηκε τόσο πλατειά αυτός ο τρόπος ζωής ώστε να μοιάζει αυτονόητος; Γιατί θα πρέπει το περιεχόμενο της ζωής των συμπολιτών μας να περιορίζεται στο άγχος και τη ρουτίνα της καθημερινής μας δουλειάς, με μοναδική απόλαυση την καταναλωτική «διασκέδαση» με στόχο την κοινωνική προβολή και επίδειξη; Πόσοι συμπολίτες μας γνωρίζουν ότι με την καταναλωτική τους συμπεριφορά θα μπορούσαν να συμβάλλουν αποφασιστικά στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους; Τι σημαίνει άραγε ο όρος «ποιότητα ζωής» που έγινε τελευταία του συρμού, ίσως επειδή είναι αυτό ακριβώς που μας λείπει;

Η σύγχρονη έννοια της ποιότητας ζωής μας παραπέμπει συνειρμικά στο αρχαιοελληνικό «ευ ζην», στην «ευζωία», που σημαίνει «καλή ζωή». Δεν είναι τυχαία καθόλου η έκφραση που χρησιμοποιούν οι νεοέλληνες μεταξύ ους: «Να περνάς καλά:». Όμως ποια είναι τα στοιχεία που κάνουν τη ζωή «αξιοβίωτη»; Συγκριτικές μελέτες των κοινωνιολόγων έχουν δείξει την πολυσημία του όρου. Την έχουν ονομάσει «έννοια καουτσούκ», που συχνά αντί να διαφωτίζει, συσκοτίζει τα πράγματα. Οι ερευνητές προσπαθούν με τη βοήθεια επιστημονικών εννοιών, χρησιμοποιώντας αντικειμενικούς και υποκειμενικούς δείκτες, με μετρήσεις της ευημερίας και της ικανοποίησης των πολιτών, να δώσουν απάντηση στο ερώτημα τι είναι ποιότητα ζωής και πώς μπορεί να μετρηθεί!

Όπως είναι αναμενόμενο, υπάρχει διάσταση απόψεων και θεωριών σε διάφορες χώρες και κοινωνικές ομάδες, που έχουν διαφορετική αίσθηση για τις πραγματικές συνθήκες της ζωής τους και το επίπεδο ευημερίας που απολαμβάνουν. Οι σχετικές έρευνες έχουν δείχνει τη δομή και το βαθμό ικανοποίησης διαφόρων κοινωνικών ομάδων, ανάλογα με το εισόδημα, τη μόρφωση, την ηλικία, το φύλο και τις κοινωνικές δραστηριότητές του. Κάποιοι δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην «ποιότητα της εργασίας» άλλοι στον «ελεύθερο χρόνο». Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται επίσης στις δυνατότητες αναψυχής, άθλησης, περιπάτου, ψυχαγωγίας, στην ύπαρξη χώρων επικοινωνίας και δημιουργικής απασχόλησης παιδιών, εφήβων και ηλικιωμένων.

Αν χρησιμοποιήσουμε τα παραπάνω κριτήρια για την ποιότητα ζωής στην Αθήνα τα συμπεράσματα θα ήταν θλιβερά. Συνεχής δόμηση, κυκλοφοριακό χάος, αιωρούμενα σωματίδια, ρύποι, ηχορύπανση, μεγάλη έλλειψη πρασίνου και ελεύθερων χώρων, συνθέτουν ένα απογοητευτικό πλαίσιο ζωής. Έτσι ενώ το όριο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας είναι εννέα τετραγωνικά πρασίνου ανά κάτοικο, στην Αθήνα δύσκολα φτάνει τα 2,5 τ.μ. ανά κάτοικο! Πώς να τολμήσουμε να μιλήσουμε για ποιότητα ζωής στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας γενικότερα.

Οι ευθύνες όσων διαχειρίστηκαν την πολιτική και την αυτοδιοικητική εξουσία τις τελευταίες δεκαετίες, είναι τεράστιες. Το στρεβλό αναπτυξιακό μοντέλο που ακολουθήθηκε, συσχέτιζε την ποιότητα ζωής με την οικονομική μεγέθυνση και την τεχνολογική ανάπτυξη. Υποστηριζόταν δηλαδή η άποψη ότι η αύξηση του εθνικού προϊόντος, με τη βοήθεια της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας θα συνέβαλε στη βελτίωση της ποιότητας ζωής και στην κοινωνική συνοχή. Αυτή η προσέγγιση παραμελεί συνήθως τις ποιοτικές παραμέτρους της οικονομικής μεγέθυνσης γενικά και σε επί μέρους τομείς, όπως είναι η υγεία, η παιδεία και ο πολιτισμός. Τα δείγματα από την ελληνική εμπειρία ως προς τη σχέση οικονομικής μεγέθυνση και ποιότητας ζωής είναι θλιβερά.

Το ιδεολόγημα της οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα και σε άλλες βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες δεν έφερε σύμμετρη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας. Η υλική ευημερία δεν συνοδεύτηκε από μια καλύτερη ποιότητα ζωής, μεγαλύτερη προσωπική ευτυχία και μεγαλύτερη κοινωνική ειρήνη, συνδυασμένη με τη διατήρηση των φυσικών οικοσυστημάτων. Στην Αττική δεν στάθηκε δυνατόν να διασωθούν ούτε τα λιγοστά περιαστικά δάση, με τις γνωστές πλημμύρες στην πρώτη δυνατή βροχόπτωση.

Η καλύτερη ζωή δεν πρόκειται να επιτευχθεί με τη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης αλλά με την αλλαγή και τη βελτιστοποίηση της κατεύθυνσης της ανάπτυξης. Σχετικά με τις αρνητικές συνέπειες της οικονομικής ανάπτυξης αυτού του τύπου, έχουν διαπιστωθεί δύο λόγοι για τη συνεχώς διευρυνόμενη διάσταση ανάμεσα στο βαθμό οικονομικής ανάπτυξης και τον βηματισμό με τον οποίο αυξάνεται το επίπεδο της κοινωνικής ευημερίας και της ποιότητας ζωής, στις σύγχρονες «κοινωνίες της αφθονίας». Ο ένας λόγος είναι ο έντεχνα παρακινούμενος «καταναλωτισμός» και ο άλλος είναι το ευρύ φάσμα των ολοφάνερων αρνητικών συνεπειών της ανάπτυξης πάνω στην κοινωνική ευημερία.

Ο καταναλωτισμός σχετίζεται με τη δημιουργία και την ικανοποίηση επιθυμιών στις σύγχρονες κοινωνίες. Οι επιθυμίες, που μεταμορφώνονται σε ανάγκες, μπορεί να είναι απόλυτες ή σχετικές, πάντοτε κοινωνικά καθορισμένες. Οι πρώτες, οι πραγματικές ανάγκες, μπορούν να ικανοποιηθούν εύκολα. Ο άνθρωπος χρειάζεται από τη φύση του τροφή, ένδυση, στέγη. Όμως οι άλλες, οι ψεύτικες ανάγκες, φαίνονται σχεδόν ακόρεστες.

Αυτό οφείλεται βέβαια και στο γεγονός ότι οι ανθρώπινες προτιμήσεις υπόκεινται σε σταθερή αλλαγή και επέκταση. Οι άνθρωποι τις μαθαίνουν ή τους επιβάλλονται μέσα από τη δυναμική διαδικασία της διαφήμισης και του πνεύματος της επίδειξης που καλλιεργείται περίτεχνα. Η ζήτηση και η αύξηση παραγωγής τέτοιων υλικών αγαθών, αυξάνουν το κοινωνικό κόστος παραγωγής ενώ διατηρούν το επίπεδο της κοινωνικής ευημερίας αναλλοίωτο, αν δεν το ελαττώνουν.

Όλα αυτά συμβαίνουν επειδή οι άνθρωποι, στις κοινωνίες του δικού μας τύπου, έχουν χάσει την αίσθηση της μετριοπάθειας και της ισορροπίας στη ζωή και έχουν επικεντρώσει την προσοχή τους στην άκριτη μεγέθυνση του μη ποιοτικού πλούτου και του ακόρεστου ωφελιμισμού και έχουν ξεχάσει την απόλαυση της φυσικής ομορφιάς, της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης με τον φυσικό και κοινωνικό τους περίγυρο. Καθήκον όλων των συνειδητοποιημένων, ενεργών πολιτών της Αθήνας, θα ήταν να αντισταθούν, σε κάθε γειτονιά, στην εμπορευματοποίηση και ποσοτικοποίηση των πάντων και να διεκδικήσουν, με οργανωμένο και δημοκρατικό τρόπο, τη διάσωση των ελάχιστων δημόσιων αγαθών που έχουν απομείνει και την βελτίωση της ποιότητας ζωής για όλους τους σημερινούς κατοίκους της και για τις μελλοντικές γενιές.

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 58, 3/06

 

 

Επιστροφή