Ενότητα :Τεύχος 56, Ιανουάριος 2006 |
Τίτλος : ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ. ΟΙΚΟΔΙΗΓΗΜΑ. Χρονοτριβώντας στο λιοτριβείο
|
Αρχή κειμένου ΟΙΚΟΔΙΗΓΗΜΑ. Χρονοτριβώντας στο λιοτριβείο ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ Η κουβέντα τους δεν περιελάμβανε τον κατσίγαρο. Λόγου χάρη: - Τι ζέστη πάλι σήμερα! Έχει αλλάξει το κλίμα, λοιπόν! - Ενδιαφέρουσα σκέψη! Πώς σου πέρασε από το μυαλό; Ο Νίκος ήταν ο είρων, το πειραχτήρι, ο δε Σάββας μάστορας στην κοινοτοπία: εκστόμιζε τις πλέον τετριμμένες κουβέντες ως εάν πρώτος αυτός να τις είχε ανακαλύψει. Όμως, για να πούμε του στραβού το δίκιο (και ο Σάββας όντως φοράει κάτι χοντρά γυαλιά 8-9 βαθμοί μυωπίας) ο καιρός ήταν πράγματι περίεργος. Αγίου Νικολάου και τέτοια ζέστη που ορισμένοι, εξ ων ο Νίκος, κάνανε μπάνιο. Και για να ξαναπούμε του θεόστραβου το δίκιο, η ΕΜΥ ισχυριζόταν ότι 50 χρόνια είχε να κάνει τέτοιες θερμοκρασίες, αρχές Δεκεμβρίου. Το κλίμα είχε όντως αλλάξει. Άλλωστε, τι να πούνε; Χρόνια τώρα, τα λέγανε οι δυο τους καθημερινά: αρχικά ως συμμαθητές στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, αργότερα ως συμφοιτητές στο Πανεπιστήμιο, τώρα ως συνάδελφοι στο Τρίτο και Τέταρτο Λύκειο που ήταν δίπλα-δίπλα. Δίπλα-δίπλα και τα μικρά αγροκτήματά τους με τις ελιές οι οποίες, το τονίζανε, ήταν βιολογικές. Είχαν ανακαλύψει και εισαγάγει τον όρο πρωτοστατούντος του Νίκου. Τα δέντρα τους ήταν πράγματι βιολογικότατα. Για έναν απλό λόγο: δεν τα φρόντιζαν καθόλου. Μια φορά το χρόνο, αφιέρωναν για κλάδεμα και μάζεμα ένα Σαββατοκύριακο μετά τις ονομαστικές τους εορτές (και αυτές δίπλα-δίπλα). Καιρού επιτρέποντος, βέβαια. Αλλά φέτος ο καιρός δεν το επέτρεπε απλώς: το επέβαλλε. Έτσι, είχαν όλοι ξεχυθεί να μαζεύουν ελιές εκεί στους χαμηλούς πρόποδες των Λευκών Ορέων και τα λιοτριβειά είχαν καργάρει και οι ουρές έδιναν και έπαιρναν. Και δώσ’ του τάβλι, και δώσ’ του τσιμπολόγημα και κρασί, και δώσ’ του κουβέντα εν αναμονή. Αλλά για τον κατσίγαρο, τσιμουδιά - Ποιος είναι αυτός ο κατσίβελος; - Πού να ξέρω; Καλόγερος μήπως; Στο λιοτριβείο είχε μπει ένας ρακένδυτος ρασοφόρος παραγωγός, έχοντας παρκάρει το Ντάτσουν (μάρκας Ισούζου) φαρδύ πλατύ στην είσοδο και διαπληκτιζόταν με το αφεντικό, χριστιανικότατα πιέζοντας να πάρουν πρώτα τις δικές του ελιές. Ο Σάββας και ο Νίκος, εκπαιδευτικοί και ολίγον ελαιοπαραγωγοί, φυσικοί και ολίγον οικολόγοι, δεν τον ξέρανε- όπως και δεν γνωρίζανε πολλούς εκεί μέσα. Συνήθως, νταραβεριζόντουσαν μόνο μεταξύ τους περιμένοντας τη σειρά. Είχαν ενώσει τις τύχες τους και κάτω από το πιεστήριο, συνθλίβοντας τον καρπό τους και μοιράζοντας στη συνέχεια το κοινό τους λάδι, το βιολογικό. Δεν θέλανε το προϊόν οιουδήποτε ξένου, κατσίβελου ή μη, και φοβόντουσαν να μην τους ρίξουν. Έτσι, περίμεναν ώρες επί ωρών, παρτίδες επί παρτίδων, για τη μικρή τους τη παρτίδα λάδι.. - Είσαι για ένα ακόμα τάβλι; «Η Μεσογειακή διατροφή και ειδικά η κρητική είναι η καλύτερη του κόσμου!», αγόρευε, Μπρωντελικώς(1) σκεφτόμενος και ποιών, ένας παχύσαρκος παραγωγός, καθώς βουτούσε και άλλο ψωμί στο φρέσκο λάδι για να συνοδέψει το δέκατο ποτηράκι κρασί που, με τη σειρά του, συνόδευε το εικοστό τσιγάρο. «Παν μέτρον άριστον» του φώναξε από μακριά ο Νίκος το πειραχτήρι, ρίχνοντας τα ζάρια και φέρνοντας 4-1. (Γιατί; Θέλατε να φέρει εξάρες;) «Φέτος, σε όλη την Ευρώπη, Ελλάδα Ιταλία Ισπανία, η παραγωγή είναι μειωμένη. Θα γίνουν εισαγωγές από Βόρεια Αφρική και Τουρκία. Ξέρετε ότι σε λίγα χρόνια θα παράγουν λάδι και οι Κινέζοι;» έλεγε εμβριθώς το αφεντικό του ελαιοτριβείου, που είχε πλουτίσει με κομπίνες, στις δεκαετίες του ’80 και ’90, πριν γίνει δημόσιο πρόσωπο (νομαρχιακός σύμβουλος). «Και ο κατσίγαρος;!» Όλοι παγώσανε. Είχε εκστομιστεί, στεντορεία τη φωνή, η τετρασύλλαβη απαγορευμένη λέξη, που παραπέμπει σε ενοχές και περιπλοκές Από το έρκος οδόντων του ρασοφόρου. Και καθώς έπεφτε βαριά σιωπή, ο οικολογίζων κληρικός, ενεργό μέλος του τοπικού περιβαλλοντικού συλλόγου, άρχισε να αγορεύει, να καταφέρεται κατά του παχύρρευστου υγρού απόβλητου των λιοτριβειών που μολύνει τα ρέματα, τις καλλιέργειες, επιβαρύνει τη θάλασσα θανατώνοντας στο διάβα του κάθε ζώντα οργανισμό. Πού πήγανε οι κοινοτικές επιδοτήσεις για να οι φτιαχτούν οι κατάλληλες δεξαμενές αποθήκευσης, εξάτμισης και εξουδετέρωσής του; κατέληγε αγανακτισμένος. Οι παρευρισκόμενοι έμειναν άφωνοι, στήλες άλατος. Αλλά μόνον για λίγο. Με το που ολοκλήρωσε τον πύρινο λόγο του και κάθισε να ξεθυμάνει, να πιεί κι αυτός ένα ποτήρι, όλα ξαναπήραν το δρόμο τους, σα να μην τρέχει τίποτα. Αλλά μόνον για λίγο. Ο κατσίβελος-καλόγερος, με το πρώτο (νηστίσιμο) ποτηράκι, ξιφούλκησε εκ νέου κατηγορώντας τους πάντες ότι, δίχως να σέβονται την προ-χριστουγεννιάτικη νηστεία, τρώγανε πάσης φύσεως κοψίδια - εξ ων και απάκια(2). Και, καθώς τους περιέγραφε τις πύρινες φλόγες της κόλασης, με υπόκρουση τον ανελέητο θόρυβο των ιταλικών μηχανημάτων του λιοτριβειού, κανείς δεν άκουσε τον ιδιοκτήτη, συνοφρυωμένο και βουτηγμένο σε έλαια διαφορετικής οξύτητας, να ψελλίζει μια λέξη: «Έλεος» (1) Βλ. Φ. Μπρωντέλ, «Η Μεσόγειος», ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991-1998 (2) Χοιρινό κρέας μαριναρισμένο σε ξύδι και αρωματικά φυτά. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 56, 1/06 |
                     |