Ενότητα :Τεύχος 67, Ιανουάριος 2007 |
Τίτλος : Σάκης Κουρουζίδης, ΑΠΟΨΕΙΣ, Θανατική ποινή και ισόβια
|
Αρχή κειμένου Σάκης Κουρουζίδης Με αφορμή την εκτέλεση του Σαντάμ Χουσεΐν, άνοιξε η συζήτηση για την ποινή του θανάτου, τον τρόπο και τις συνθήκες εκτέλεσης της ποινής αυτής, τη δημοσιότητα που θα πρέπει να παίρνει κλπ. Η κατάργηση της ποινής του θανάτου είναι μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του σύγχρονου πολιτισμού. Σε πολλές χώρες του κόσμου (σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου είναι όρος για την αποδοχή κάποιου νέου μέλους), έχει πάψει να ισχύει εδώ και κάποιες δεκαετίες. Από την κατάργηση της ποινής του θανάτου δεν εξαιρέθηκε καμία πράξη, κανένα αδίκημα και κανένας φορέας αξιόποινης πράξης. Η ουσία της αντίληψης αυτής εντάσσεται σε ένα πολιτισμικό άλμα που συντελείται και το οποίο περιλαμβάνει την μη καταδίκη χωρίς δίκη, την μη απόδοση συλλογικής ευθύνης, αλλά μόνον απόλυτα προσωποποιημένης, τον σεβασμό των δικαιωμάτων των υποδίκων και των κρατουμένων, τα άλλα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της χρήσης βίας για την απόσπαση κάποιας ομολογίας από κρατούμενο, αλλά και ο θεσμός των αδειών σε κρατούμενους που εκτίουν βαριές ποινές έως και ισόβια. Όλα αυτά έχουν ως κοινή συνισταμένη την πολιτισμικά διαφοροποιημένη «απάντηση» της κοινωνίας απέναντι στην παρεκτροπή και το έγκλημα. Η κοινωνία δεν εκδικείται τον εγκληματία, δεν χρησιμοποιεί τα ίδια μέσα με αυτόν. Περιορίζει τον εγκληματία από το να διαπράξει άλλη εγκληματική πράξη, επιδιώκει να λειτουργήσει «παιδευτικά» προς την κοινωνία και, τελικά, να επανεντάξει κοινωνικά τον παρεκτραπέντα. Όταν ο δικαστής επιβάλει μια βαριά ποινή (θάνατο παλιότερα, ισόβια σήμερα) το κάνει εξ ονόματος του ελληνικού λαού. Τον καθιστά συμμέτοχο στην πράξη αυτή. Ο Παύλος Νιρβάνας περιγράφει πολύ εύστοχα τη «συμμετοχή» του σε μία «εκτέλεση», όταν το τραμ στο οποίο επέβαινε παρέσυρε και σκότωσε έναν άνθρωπο (1936): «Εθανατώσαμεν, προχθές, έναν ατυχή κατάδικον. “Εθανατώσαμεν” είνε η κυριολεξία. Διότι, όταν επιβαίνη κανείς μιας αμαξοστοιχίας, που διαμελίζει έναν άνθρωπον, είνε ως ν’ αποτελή μέλος εκτελεστικού αποσπάσματος. Ανευθύνως βέβαια. Τόσον ανευθύνως, όσον και ο στρατιώτης, που του έλαχεν ο κλήρος να συμμετάσχη εις μίαν θανατικήν εκτέλεσιν. Αλλά και με το ίδιον αίσθημα σπαραγμού ψυχής. Εδοκιμάσατε ποτέ αυτό το αίσθημα; Δεν σας εύχομαι να το δοκιμάσετε. Έχει κανείς την εντύπωσιν, ότι με την μοιραίαν συμμετοχήν του εις το φρικτόν δράμα, με το βάρος ακόμη του σώματός του, κάτι προσέφερε και αυτός, εις την αγρίαν εκτέλεσιν. Και το κάτι αυτό απομένει στα βάθη της ψυχής μας, ως μία πικρία, που στο πείσμα κάθε λογικής, ομοιάζει με κάποιαν τύψιν συνειδήσεως». Στο υπό εξέλιξη αυτό πολιτισμικό άλμα, απομένουν και άλλες πράξεις: όλες οι ποινές πρέπει να έχουν αυστηρά προσδιορισμένο χρονικό χαρακτήρα, δηλαδή να καταργηθεί και η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Έτσι κι αλλιώς, η ποινή αυτή έχει έναν εξόφθαλμο παραλογισμό μέσα της, γιατί η ποινή αυτή για ένα 25χρονο μπορεί να σημαίνει έως 60 –και περισσότερα, ενδεχομένως- χρόνια φυλάκισης, ενώ για έναν 75χρονο, η ίδια ποινή μπορεί να σημαίνει περίπου 10 χρόνια. Αλλά, πέραν αυτού, η ημερομηνία λήξης μιας ποινής, σε συνδυασμό με τις περιοδικές άδειες, λειτουργούν ευεργετικά προς τον κρατούμενο που αποκτά έτσι πολύ περισσότερες προϋποθέσεις –και κίνητρα- τελικής επανένταξης στην κοινωνία, πράγμα που είναι και το ζητούμενο. Διαφορετικά, η προοπτική της ισόβιας φυλάκισης και χωρίς άδεια, ισοδυναμεί με μια ψυχολογική εξόντωση που λίγο διαφέρει από την φυσική εξόντωση, δηλαδή την ποινή του θανάτου. Το μικρό ποσοστό των φυλακισμένων που δεν επιστρέφει μετά από μια άδεια, δείχνει την ορθότητα του μέτρου και μάλιστα αν δεν ίσχυε η ισόβια προοπτική παραμονής στη φυλακή, το ποσοστό αυτό θα ήταν ακόμη μικρότερο. Αν οι συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές ήταν καλύτερες, το ποσοστό θα μίκραινε κι άλλο. Οι λίγες φωνές που έχουν ακουστεί στην ελληνική κοινωνία υπέρ της ποινής του θανάτου σε πολύ συγκεκριμένες και ιδιαιτέρως ειδεχθείς πράξεις, δεν έχουν καμία τύχη στο να εμποδίσουν αυτό το πολιτισμικό άλμα που συντελείται –και- σε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη και το οποίο συνεχώς διευρύνεται. Οι φωνές αυτές είτε προέρχονται από το πολιτισμικό μας «παρελθόν», είτε εκφράζουν χαμηλής στάθμης θυμικά ανακλαστικά εν θερμώ, είτε, τέλος, εντάσσονται στο χύμα αυτό ρεύμα του λαϊκισμού. Αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με αυτές τις αντιλήψεις θα πρέπει να ζητήσουμε να αποφυλακιστούν όσοι έχουν εκτίσει τον μέγιστο «μετρήσιμο» χρόνο φυλάκισης που επιβάλλεται (25 χρόνια), χωρίς καμία εξαίρεση -φυσικά, ακόμη και των υπολειμμάτων της χούντας που ακόμη είναι έγκλειστοι. Νομικά και κοινωνικά, οι κανόνες θα πρέπει να είναι ίδιοι για κάθε έγκλημα. Πολιτικά, δείχνει μια υπεροχή και μια απόλυτη σιγουριά για το είδος της δημοκρατίας η οποία δεν απειλείται από τους φορείς τέτοιων απόψεων. Ίσα ίσα σηματοδοτεί την θεσμική τους ακύρωση και το τέλος τους. Ο Σαντάμ μετά από 25 χρόνια –αν βέβαια ήταν μικρότερος σε ηλικία και ζούσε μέχρι την πιθανή αποφυλάκισή του- θα ήταν ακίνδυνος έως γραφικός. Αν, όμως οι απόψεις του και οι πρακτικές του θα είχαν και τότε απήχηση, φυσικά αυτό θα είχε ελάχιστη σχέση με την μη εξόντωση του Σαντάμ. Η Ιταλική κοινωνία, σε σχέση με τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών που καταδικάστηκαν και εξέτιαν βαριές ποινές, έδειξε αυτήν ακριβώς την πολιτισμική –και πολιτική- υπεροχή, απέναντι σε ένα φαινόμενο που είχε όλα τα χαρακτηριστικά της βίαιων μέσων –εκτέλεσαν αλλά δεν εκτελέστηκαν και στη συνέχεια αποφυλακίστηκαν και επανεντάχθηκαν, με «ηττημένες», ηθικά και πολιτικά, τις μεθόδους της οργάνωσης αυτής. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 67, 1/07 |
                     |