Ενότητα :Τεύχος 67, Ιανουάριος 2007

Τίτλος : ΦΑΚΕΛΛΟΣ ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΙΚΑ. ΚΑΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΤΑ ΠΙΕΡΙΑ

Διαβάστηκε: 2301 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Κάτι γίνεται στα Πιέρια

 

Γ. ΝΤΟΥΡΟΣ

 

Ο δρόμος Φωτεινά – Σκοτεινά (στις παρυφές των Πιερίων), μήκους 10 χλμ., διανοίχτηκε αρχικά το 1939 με χειρωνακτική εργασία, σε μια περίοδο που υπήρχαν αυτοκίνητα αλλά δεν υπήρχαν μπουλντόζες. Σκοπός αυτού του δρόμου δεν ήταν η σύνδεση της Μόρνας ή της Φτέρης με την πεδινή περιοχή, αλλά η μεταφορά στρωτήρων για τις σιδηροδρομικές γραμμές του τότε ΣΕΚ. Το εργοστάσιο της Μόρνας είχε κατασκευαστεί γι’ αυτό το σκοπό. Την παραγωγή δηλαδή στρωτήρων από ξυλεία οξιάς, οι οποίοι μεταφέρονταν στο εργοστάσιο εμποτισμού στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Κατερίνης.

Ο χειροποίητος αυτός δρόμος παρέμεινε σχεδόν ανέπαφος επί 50 και πλέον χρόνια. Εδώ και 4-5 χρόνια η Διεύθυνση Δασών Πιερίας είχε κάνει στον ίδιο δρόμο μια συντηρητική διαπλάτυνση, αλλά δεν έγινε η ασφαλτόστρωση. Ο σχεδιασμός άλλαξε (προκειμένου να γίνει κάτι καλύτερο), παρά το γεγονός ότι ο δρόμος αυτός δεν χαρακτηρίζονταν επαρχιακός

Για τον ίδιο σκοπό, την ίδια περίοδο (1939) είχαν κατασκευαστεί άλλα 10 χλμ. χειροποίητου δρόμου από τα Σκοτεινά προς τη Φτέρη για την μεταφορά της ξυλείας στο εργοστάσιο της Μόρνας. Ο δρόμος αυτός παραμένει με τα ίδια γεωμετρικά χαρακτηριστικά μέχρι σήμερα (με ελάχιστες βελτιώσεις).

Σήμερα έχει σχεδιαστεί από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Πιερίας η βελτίωση του δρόμου Φωτεινά – Σκοτεινά – Φτέρη – Δερβένι (όρια νομού Πιερίας – Κοζάνης) και έχει ήδη δημοπρατηθεί το πρώτο τμήμα Φωτεινά – Σκοτεινά, το οποίο και ασφαλτοστρώνεται. Πρόκειται για δρόμο με δύο λωρίδες κυκλοφορίας (1 + 1), με πλάτος οδοστρώματος 7,5 μ. και μαζί με τα εκατέρωθεν ερείσματα (1,5 + 1,5μ.) και την τάφρο αποστράγγισης (2 μ.) το πλάτος καταστρώματος θα φτάνει τα 11-12μ. Επειδή προφανώς επιδιώκεται μεγαλύτερη ταχύτητα οι κλειστές στροφές άνοιξαν (έχουμε μεγαλύτερες ακτίνες καμπυλότητας).

 

Ένα πρώτο ζήτημα είναι η σκοπιμότητα αυτού του δρόμου

Ο καθένας θα μπορούσε να αντιληφθεί την αναγκαιότητα μιας καλύτερης πρόσβασης στα χωριά Μόρνα και Φτέρη. Είναι όμως τα μεγέθη του δρόμου (τα γεωμετρικά του χαρακτηριστικά) ενδεδειγμένα γι’ αυτή την περίπτωση;

Ακούγεται επίσης ότι η «βελτίωση» του δρόμου θα συνεχίσει (ήδη δημοπρατήθηκε) όχι μέχρι τη Φτέρη, αλλά θα φτάσει μέχρι τα όρια του Νομού (στο Δερβένι) και ότι πρόκειται για δρόμο σύνδεσης με τον γειτονικό Νομό Κοζάνης, οπότε θα είναι ένας διαπεριφερειακός δρόμος. Όμως μόλις πρόσφατα και μετά την έναρξη των εργασιών βελτίωσης ο δρόμος, που μέχρι τώρα ήταν δασικός, χαρακτηρίστηκε επαρχιακός μέχρι τη Φτέρη. Αν δεχτούμε την πρόθεση κατασκευής διαπεριφερειακού δρόμου μέχρι τον Βελβενδό, τότε θα έχουμε ένα δρόμο 45 περίπου χιλιομέτρων από τα Φωτεινά μέχρι τον Βελβενδό, με τα ανωτέρω γεωμετρικά χαρακτηριστικά, σε ένα ορεινό και δασικό περιβάλλον με πολλά κατασκευαστικά προβλήματα και σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον, χωρίς να είναι μια ταχύτερη σύνδεση των δύο Νομών σε σχέση με τις υφιστάμενες.

 

Τι πραγματικά συμβαίνει;

Δεν πρόκειται όμως για μια βελτίωση του δρόμου όπως την είχε σχεδιάσει η Διεύθυνση Δασών Πιερίας, ούτε για μια βελτίωση έστω με πλάτος οδοστρώματος 7,5 μ. που ανταποκρίνεται σε σημερινές και μελλοντικές ανάγκες, αλλά για μια «υπερβελτίωση» που πιθανότατα ξεπερνάει και τις προβλέψεις των μελετών, τις προδιαγραφές επαρχιακού δρόμου και τους περιβαλλοντικούς όρους.

Απ’ ότι φαίνεται στις μέχρι τώρα χωματουργικές εργασίες και ειδικότερα στο τμήμα Στενούρα – Σκοτεινά έγινε ότι χειρότερο θα μπορούσε να γίνει. Πλάτος καταστρώματος πολύ μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο (σε ορισμένα σημεία μπορεί να προσγειωθεί αεροπλάνο). Τεράστια πρανή που φτάνουν και τα 60 μέτρα. (βλ. φωτογραφίες). Στο τμήμα αυτό του δρόμου οι κλίσεις του εδάφους είναι ιδιαίτερα μεγάλες, τα γνευσιοσχιστολιθικά πετρώματα είναι σαθρά, υγρά και οι στρώσεις τους περίπου παράλληλες με την επιφάνεια του εδάφους, που σημαίνει ότι κάθε τραυματισμός στη βάση των πρανών, μπορεί να προκαλέσει κατολισθήσεις και προοδευτική αστάθεια που ήδη άρχισε να εκδηλώνεται. Σε τέτοιες περιπτώσεις αποφεύγονται οι μεγάλες εκσκαφές ή χρησιμοποιούνται άλλες τεχνικές (π.χ. τείχη αντιστήριξης και υποστήριξης) και τοπικά μπορεί να περιοριστεί το πλάτος του καταστρώματος και του οδοστρώματος.

Αντί αυτού –χάριν ευκολίας ή χάριν εργολαβίας- επιλέχτηκε στο τμήμα αυτό να γίνει εξόρυξη αδρανών υλικών (δανειοθάλαμοι) αμφιβόλου καταλληλότητας για την κατασκευή της υπόβασης και του καταστρώματος και μάλιστα όχι μόνο για τις ανάγκες αυτού του τμήματος αλλά και για αλλά τμήματα. Έτσι οι δυσμενείς διατομές (μεγάλα πρανή) που έτσι κι αλλιώς θα υπήρχαν σ’ αυτό το τμήμα έγιναν δυσμενέστερες. Εκεί που άλλοτε οδεύαμε σε ένα σκιερό περιβάλλον δάσους τώρα οδεύουμε σε ένα επίμηκες νταμάρι, όπου σήμερα είναι εγκατεστημένος ο φορητός σπαστήρας και όλο το εργοτάξιο. Θα συνεχίσει άραγε αυτή η πρακτική βελτίωσης μέχρι τη Φτέρη, όπου μάλιστα ο δρόμος πάει παράλληλα και πολύ κοντά με το Μορνιώτικο ρέμα; Θα συνεχίσει μέχρι Δερβένι; Μέχρι το Βελβενδό; Κάπου αλλού;

 

Ας δούμε όμως τι άλλο γίνεται στα Πιέρια και πώς μπορεί να σχετίζεται με την σκοπιμότητα αυτού του δρόμου.

 

Δεν είναι 2-3 χρόνια που κατασκευάστηκε ο δρόμος Μεσαίας Μηλιάς – Άνω Μηλιάς με τα ίδια γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Δηλαδή ένας δρόμος «καλύτερος» από τον οδικό άξονα Κατερίνης – Ελασσόνας. Για την κατασκευή αυτού του δρόμου, που ξεσήκωσε διαμαρτυρίες για το ξεκοίλιασμα του βουνού, χρησιμοποιήθηκε μια μελέτη του 1979 με μια προοπτική που υπήρχε τότε να συνεχίσει προς τις ψηλότερες κορυφές των Πιερίων, όπου θα κατασκευάζονταν ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ. Αυτή την προοπτική την αποποιήθηκαν οι γέροντες Μηλιώτες, ιδιοκτήτες του κοινοτικού δάσους Μηλιάς. Έτσι το Χιονοδρομικό Κέντρο έγινε στο Ελατοχώρι τη 10ετία του 1980 (και αργότερα επεκτάθηκε).

Εύκολη πρόσβαση σήμερα στο Χιονοδρομικό Κέντρο του Ελατοχωρίου έχουν επίσης τα Ριζώματα Ημαθίας, είτε από το Ελατοχώρι, είτε από το κοινοτικό τους δάσος που φτάνει ως τις εγκαταστάσεις του χιονοδρομικού κέντρου από την άλλη πλευρά του βουνού. Πρόσβαση προς το χιονοδρομικό κέντρο του Ελατοχωρίου ήθελε να έχει ο Βελβενδός, αλλά οι ιδιοκτήτες του δάσους των Ριζωμάτων δεν επέτρεπαν τη διέλευση από το δάσος τους. Οπότε ο δήμος Βελβενδού αποφάσισε, έτσι απλά, την κατασκευή δεύτερου χιονοδρομικού στις ψηλότερες κορυφές των Πιερίων (Φλάμπουρο, Τούρλα, Δρόσος, Σκοτεινό κλπ.). Και μάλιστα μελέτησε την κατασκευή ενός συντομότερου δρόμου προς το Καταφύγιο Κοζάνης, μέσα από το φαράγγι του Σκουλαριώτικου ρέματος και δίπλα από τους καταρράκτες του «Σκεπασμένου» με σκοπό δήθεν την προστασία του δάσους από τη φωτιά (αντιπυρική προστασία).

Στην προοπτική ενός δεύτερου και μεγαλύτερου χιονοδρομικού κέντρου στα Πιέρια, η Φτέρη (η πατρίδα του Νομάρχη μας) βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την κορυφογραμμή των Πιερίων. Μάλιστα με την ίδια ευκολία ο υπάρχων δασικός δρόμος από τη Φτέρη προς τις κορυφές Τούρλα (2.100 μ.) και Φλάμπουρο (2.187 μ.) εύκολα βελτιώνεται ή υπερβελτιώνεται. Κάπως έτσι η Φτέρη θα γίνει το Σεν Μόριτς των Πιερίων όπως και η Άνω Μηλιά και η Ρητίνη και το Καταφύγιο και το Δάσκιο. Γιατί όχι; Δεν έχουμε παρά να σπεύσουμε να κάνουμε αγορές γης όπως έκαναν κάποιοι άλλοι που ήξεραν τα σχέδια προ εικοσαετίας στο Ελατοχώρι.

Κατά την πάγια πρακτική, όταν γίνεται ένα χιονοδρομικό κέντρο στην Ελλάδα όλα τα γύρω χωριά αποκτούν οδική πρόσβαση σ’ αυτό με δρόμους δύο λωρίδων όπως αυτός των Φωτεινών – Σκοτεινών. Εμείς προσπαθούμε να φανταστούμε την εικόνα που θα αποκτήσουν τα Πιέρια, αν υλοποιηθεί αυτό το, επισήμως ανομολόγητο, σχέδιο με 100 περίπου χιλιόμετρα τέτοιων δρόμων.

Μάθαμε πρόσφατα ότι ο δρόμος πρόσβασης στο Χιονοδρομικό του Ελατοχωρίου δεν επαρκεί, γιατί δεν υπάρχει χώρος κατάλληλος για πάρκινγκ και μελετήθηκε η μονοδρόμησή του και η κατασκευή ενός δεύτερου παράλληλου δρόμου δια μέσου ενός θαυμάσιου μικτού δάσους, που θα χρησιμοποιείται ως κάθοδος.

 

Τώρα αν οι κορυφές των Πιερίων είναι κατάλληλες για χιονοδρομικό, αν θα είναι βιώσιμο ένα δεύτερο χιονοδρομικό στο ίδιο βουνό (τη στιγμή που λειτουργούν άλλα δύο στο γειτονικό Βέρμιο και στον Βόρα) και τι επιπτώσεις θα έχει όλο το σχέδιο σε ένα βουνό που έχει υπαχθεί στο δίκτυο NATURA, θα δούμε εκ των υστέρων.

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 67, 1/07

 

 

 

Επιστροφή