Ενότητα :Τεύχος 67, Ιανουάριος 2007 |
Αρχή κειμένου Η χωροταξία ως εχθρός αντί για σύμμαχος στην προστασία του περιβάλλοντος. Ο διασυρμός των εννοιών στην υπηρεσία ευκαιριακών πολιτικών. Μάρω Ευαγγελίδου Πολεοδόμος Χωροτάκτης Η σύνδεση χωροταξικής /πολεοδομικής και περιβαλλοντικής πολιτικής, υπό την σκέπη του ίδιου άρθρου στο Σύνταγμα ’75, οφείλεται στην πεποίθηση ότι πρόκειται για συνδεόμενες και αλληλοσυμπληρούμενες πολιτικές. Η πρωτοποριακή αυτή αρχή δεν υπηρετήθηκε συστηματικά ούτε σε νομοθετικό επίπεδο, ούτε, ακόμη λιγότερο σ’ αυτό της διοικητικής πρακτικής. Οι λόγοι ανάγονται σε πολιτικές αναλγησίες, επιστημονικές/ επαγγελματικές περιχαρακώσεις και γραφειοκρατικές στεγανοποιήσεις. Είναι γνωστό ότι η περιβαλλοντική πολιτική περιορίζεται στο ‘απολύτως αναγκαίο’ για να καλύψουμε –πλημμελώς- τις διεθνείς μας υποχρεώσεις, η χωροταξική ασκείται ‘με το στανιό’ και υπό την πίεση του ΣτΕ, ενώ η πολεοδομική είναι εγκλωβισμένη στη μερικότητά της, στραμμένη στις επεκτάσεις σχεδίου, την αποδοχή της αυθαίρετης δόμησης με την νομιμοποίησή της, τις αποσπασματικές τροποποιήσεις του σχεδίου πόλεως και εν γένει σ’ έναν αναποτελεσματικό σισύφειο κύκλο που ευνοεί την συντήρηση και αναπαραγωγή των πελατειακών σχέσεων με όχημα την ανορθολογική κατανομή αρμοδιοτήτων. Και οι τρεις μαζί παρακάμπτονται πανηγυρικά από την εκτός σχεδίου δόμηση που συνεχώς διευρύνεται εις βάρος κάθε έννοιας σχεδιασμού … Τούτων δεδομένων δεν είναι απορίας άξιον γιατί γίνεται επίκληση της ‘χωροταξίας’[1], για την καταστρατήγηση της δασικής προστασίας, με πρώτο διδάξαντα τον εισηγητή της προηγούμενης αναθεώρησης του άρθρου 24. Τότε οι πολεοδόμοι είχαν ορθώσει το ανάστημά τους απέναντι σ΄ αυτό το διασυρμό της επιστήμης και του ρόλου τους, ρόλου που συνδέεται με την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και συγκρούεται αν χρειαστεί με τα ποικίλα (μικρά ή μεγάλα) ιδιωτικά συμφέροντα της γαιοκτησίας, κάτι που χρήζει βέβαια καθημερινής επιβεβαίωσης. Οι ποικίλες αντιστάσεις του 2001 οδήγησαν στην εισαγωγή της αρχής της αειφορίας στο άρθρο 24, διατύπωση η οποία, θεωρητικά, συμβάλλει στην αναγνώριση της συνεισφοράς του χωρικού σχεδιασμού στην κατάκτηση των συνθέσεων που απαιτεί ένα αειφορικό μοντέλο ανάπτυξης. Η χρήση του ίδιου όρου στη συνθήκη του Άμστερνταμ ισχυροποιεί την συνταγματική επιταγή, χωρίς βέβαια να κλείνει την θεωρητική και πολιτική αναζήτηση γύρω από την εφαρμογή της έννοιας. (πχ αναζήτηση δεικτών αειφορίας). Και ώ του θαύματος, ένας νέος διασυρμός, αυτός της αειφορίας, εμφανίζεται το 2006! Με πρόσχημα την διπλή δυνατότητα μετάφρασης του όρου sustainability επιχειρείται να αλλοιωθεί ολοσχερώς η έννοια, να υπερβεί κάθε πλαίσιο ελαστικότητας ερμηνείας και να οδηγηθεί η αειφορία, ως ‘βιώσιμη ανάπτυξη’, στην ‘βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη’. Μήπως εννοούμε την οικονομικά βιώσιμη επένδυση; Αν γίνει δεκτό κάτι τέτοιο από την Ελληνική Βουλή θα αποτελούμε παγκόσμια πρωτοτυπία στην παραχάραξη των συλλογικών αξιών της ανθρωπότητας, και θα πετύχουμε –ως έθνος- την αποστέωση της επιστημονικής αναζήτησης, ισχυροποιώντας μια πόλωση που αναγόμενη αποκλειστικά σε ιδεοληψίες κινδυνεύει να είναι και πολιτικά στείρα. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 67, 1/07 [1] Η έννοια της χωροταξίας παραπαίει μεταξύ του κανονιστικού καθορισμού ‘χρήσεων γης’ στον εξωαστικό χώρο και του κατευθυντήριου στρατηγικού σχεδιασμού σε εθνικό ή/και υπερεθνικό επίπεδο. Η σύγχυση αυτή, αποτέλεσμα της μη εφαρμογής στρατηγικής χωροταξίας στην Ελλάδα, είναι πηγή ποικίλων παρεπόμενων πολιτικών ασαφειών, που σχετίζονται και με την νομολογία του ΣτΕ, θέμα στο οποίο αξίζει να επανέλθουμε. |
                     |