Ενότητα :Τεύχος 68, Φεβρουάριος 2007

Τίτλος : Δήμος Τσαντίλης, ΑΠΟΨΕΙΣ, Η καταγωγή των νησιών

Διαβάστηκε: 701 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Η καταγωγή των νησιών

 

Δήμος Τσαντίλης

 

Τα νησιά ασκούσαν πάντα ιδιαίτερη γοητεία. Ιδίως τα εξωτικά και ακατοίκητα. Είναι το αρχέτυπο ενός κόσμου κλεισμένου στον εαυτό του. Είναι ένας τόπος, όπου οι τυχεροί (ή μάλλον άτυχοι) ναυαγοί, που κατορθώνουν να τον φθάσουν, βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα φοβερό δίλημμα:  την προσαρμογή στο νέο περιβάλλον, ή τον θάνατο. Οι ναυαγοί που φθάνουν σε κάποιο μακρινό νησί, χαμένο  στην απεραντοσύνη  του ωκεανού, είναι όμως σπάνιοι. Και από αυτούς, οι περισσότεροι, έστω και αν καταφέρουν να επιζήσουν για λίγο στις νέες συνθήκες, δεν κατορθώνουν να ριζώσουν, να αποκτήσουν απογόνους και να δημιουργήσουν μια νέα νησιωτική φυλή.

Ακόμη και ο πολυμήχανος Ροβινσώνας δεν τα κατάφερε: ο πολλαπλασιασμός του είδους του θα προϋπέθετε, όχι ένα μονήρες άτομο, αλλά τουλάχιστον  ένα ζευγάρι Ροβινσώνων - ή την αναζήτηση συντρόφου ανάμεσα στις άγριες φυλές των γειτονικών νησιών. Όμως και τα δύο ενδεχόμενα ήταν αδιανόητα στην πουριτανική Αγγλία του 18ου αιώνα, όπου έζησε ο Daniel Defoe, ο δημιουργός του μοναχικού ήρωα. 

         Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε  ότι ο Ροβινσώνας δεν έφθασε σε ένα άδειο νησί, χωρίς ζωή. Για να επιζήσει χρησιμοποίησε αποτελεσματικά φυτά και ζώα που προϋπήρχαν. Πως βρέθηκαν εκεί; Γιατί βρέθηκαν αυτά και όχι άλλα; Ας υποθέσουμε ότι ο Ροβινσώνας είχε την διαύγεια να σκεφθεί το πρόβλημα. Οι δυνατές υποθέσεις που μπορούσε να είχε κάνει για να εξηγήσει την προέλευση των φυτών και ζώων στο νησί του είναι τρεις: τα φυτά  και τα ζώα έφθασαν στο νησί του όταν αυτό ήταν κάποτε ενωμένο με την απέναντι ηπειρωτική ξηρά. Ή: το νησί του δεν ήταν ποτέ ενωμένο με την απέναντι ξηρά και τα φυτά και τα ζώα του δεν ήταν παρά ναυαγοί που, όπως και αυτός, έφθασαν εκεί τυχαία. Ή: συνέβησαν και τα δύο, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.

         Η εμπειρική επιβεβαίωση της μιας ή της άλλης θεωρίας θα πρέπει να ήταν αδύνατη για τον απομονωμένο ναυαγό. Δεν διέθετε τα γεωλογικά και τα βιολογικά δεδομένα. Ήταν άραγε κάποτε τα νησιά Fernandez, όπου ανήκε και το δικό του νησί, ενωμένα με την απέναντι ακτή της Χιλής; Άγνωστο. Ή μήπως αναδύθηκαν γυμνά από τα βάθη της θάλασσας και εποικίσθηκαν με «υπερπόντια διασπορά» από την απέναντι ξηρά; Και ήταν αδύνατο να το γνωρίζει ο μοναχικός ναυαγός. 

         Ακόμη όμως και αν ήξερε ότι το νησί του ουδέποτε ήταν ενωμένο με την ξηρά θα δυσκολευόταν να αποδεχθεί ότι τα φυτά και τα ζώα ήταν και αυτά ναυαγοί που, όπως και ο ίδιος ήρθαν στο νησί διασχίζοντας την θάλασσα. Και εδώ όμως, ο Ροβινσώνας θα ερχόταν και πάλι αντιμέτωπος με την άγνοιά του. Ποιες ικανότητες διασποράς έχει άραγε κάθε οργανισμός; Πόσο αντέχει το θαλασσινό νερό; Ποιες πιθανότητες έχει να επιζήσει και να εποικίσει ένα νησί, στο οποίο έφθασε λίγο ως πολύ τυχαία; Ποια από τα υποθετικά ερωτήματα του Ροβινσώνα θα είμαστε σε θέση να απαντήσουμε με βεβαιότητα. Ορισμένα, ίσως. Όχι όμως όλα και μάλιστα ταυτόχρονα.

         Τα υποθετικά ερωτήματα  του Ροβινσώνα - o Defoe δεν μας μιλά γι’ αυτά - είναι ουσιαστικά, γιατί συμπυκνώνουν μια θεμελιώδη αμφισβήτηση που άρχισε να εμφανίζεται δειλά τον 18ο αιώνα για να  μετατραπεί σε αλυσιδωτή αντίδραση τον 19ο: Ποιο ρόλο έχει  η Θεία Πρόνοια στην διαμόρφωση του φυσικού κόσμου; Με άλλα λόγια: ήταν ο Θεός αυτός που τοποθέτησε τα διάφορα είδη, λίγο ως πολύ, εκεί που τα βρίσκουμε σήμερα; Και αν ο Θεός ήταν αμέτοχος, τότε πως βρέθηκαν εκεί που βρίσκονται;

Τα ερωτήματα αυτά  απασχόλησαν ζωηρά τα ανήσυχα πνεύματα της εποχής. Η υπόθεση όμως ότι τα  φυτά και τα ζώα εποίκισαν  τα νησιά, ξεπερνώντας τα εμπόδια του μακρινού ταξιδιού στο αλμυρό νερό ήταν αρχικά αδιανόητη. Μετά το πρώτο κλονισμό, που προκάλεσε η αμφιβολία σχετικά με τον ρόλο του Θεού στην κατανομή των ειδών, οι βικτωριανοί φυσιοδίφες, για να εξηγήσουν τα ανεξήγητα της κατανομής των φυτών και των ζώων στην γη,  φαντάσθηκαν μια σειρά από γλώσσες ξηράς που, που στο απώτατο παρελθόν ένωναν όχι μόνο τα νησιά με τις απέναντι στεριές, αλλά και την μία ήπειρο με την άλλη. Η ανάπτυξη της γεωλογίας και της παλαιοντολογίας διέψευδε σε πολλές περιπτώσεις αυτές τις αφελείς, όπως μας φαίνονται σήμερα, υποθέσεις. Και πράγματι, πολλές από τις υποθετικές φυσικές γέφυρες που υποτίθεται ότι κάποτε υπήρξαν, δεν άντεξαν το βάρος των γεωλογικών και παλαιοντολογικών δεδομένων που συσσωρεύονταν και κατέρρευσαν.

         Τα είδη δεν μένουν εκεί που τα έβαλε ο Δημιουργός. Τα είδη δεν μεταναστεύουν αποκλειστικά και μόνο πάνω από γέφυρες ξηράς. Τα είδη διαφοροποιούνται και εξελίσσονται. Η κατανομή τους στον χώρο οφείλει πολλά στην «υπερπόντια διασπορά» και την φυσική επιλογή.

         Τέτοιου είδους ιδέες ήταν αιρετικές και δύσκολο να ειπωθούν δημόσια στα μέσα του 19ου αιώνα.  Ο Δαρβίνος το γνώριζε και ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός στο τι έλεγε και κυρίως στο τι δημοσίευε. Επί πολλά χρόνια τις κράτησε τις σκέψεις του για τον εαυτό του. Κρυφά, όμως, έκανε πειράματα με σπόρους , με καρπούς και με βλαστούς από διάφορα φυτά που άφηνε σε δοχεία με θαλασσινό νερό διάφορα χρονικά διαστήματα. Πειραματίστηκε και με βατράχους, με αυγά βατράχων. Οι βάτραχοι, όπως έδειξαν τα πειράματα, δεν αντέχουν  το θαλασσινό νερό. Ούτε τα αυγά των βατράχων. Οι σπόροι αποδείχτηκαν πιο ανθεκτικοί. Το 75%  βλάστησε μετά από 28 ημέρες παραμονή σε αλμυρό νερό, ορισμένοι μάλιστα άντεξαν 137 ημέρες χωρίς να χάσουν την γονιμότητά τους. Η επιβεβαίωση των τολμηρών υποθέσεων του Δαρβίνου περί «υπερπόντας διασποράς», που ως τότε ποτέ δεν είχε υποστηρίξει δημόσια, ήρθε δειλά και σχεδόν σιωπηρά.

         «Βάτραχοι δεν απαντούν σε ηφαιστειογενή νησιά» σημείωνε στο ημερολόγιο του ο μεγάλος γεωλόγος, έμπιστος φίλος και δάσκαλος του Δαρβίνου, Charles Lyell. Για να προσθέσει λακωνικά και χωρίς άλλο σχόλιο: «Ο Δαρβίνος βρήκε ότι το θαλασσινό νερό σκοτώνει σύντομα τα αυγά των βατράχων». Όπερ έδη δείξαι.

Ο Lyell άρχισε και αυτός δειλά να αμφισβητεί τις φυσικές γέφυρες.

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 68, 2/07

 

Επιστροφή