Ενότητα :Τεύχος 55, Δεκέμβριος 2005 |
Τίτλος : Τάσος Χοβαρδάς. ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ. Για τη θεωρία και την πράξη στη σχέση της οικοαριστεράς με τις τοπικές κοινωνίες
|
Αρχή κειμένου Για τη θεωρία και την πράξη στη σχέση της οικοαριστεράς[1] με τις τοπικές κοινωνίες. Τάσος Χοβαρδάς Από τη συζήτηση στο Δαίμονα για μια σειρά θεμάτων προκύπτει ότι η οικολογία δεν είναι μία. Το ερώτημα είναι, επομένως, πώς διαμορφώνεται το οικολογικό στίγμα του ΣΥΝ, και από την απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται σε ένα βαθμό και η συνολικότερη φυσιογνωμία του κόμματος. Θα προσπαθήσω για μία ακόμη φορά να ανασυγκροτήσω τα επιχειρήματα του Δήμου Τσαντίλη[2] και να συνεχίσω το διάλογο, επειδή πιστεύω ότι με τον τρόπο αυτό καταδεικνύεται σχηματικά η αντιπαράθεση διαφορετικών πολιτικών προσεγγίσεων. Κάτι ακόμη: Πιστεύω ότι πολιτική δε γίνεται με χρονογραφήματα. Ειδικά στην περίπτωση της οικολογίας, κυριαρχεί μια ακατανόητη –με πολιτικούς όρους ακατανόητη– βιασύνη που έχει συζητηθεί στις σελίδες του Δαίμονα και οφείλεται στην αντίστοιχα κυρίαρχη ‘αίσθηση του επείγοντος[3]. Θα μας έκανε πολύ καλό να σταματούσαμε για λίγο, για να σκεφτούμε τι κάνουμε και τι αποτέλεσμα έχουν αυτά που λέμε. Όχι για να θεωρητικολογούμε, αλλά για να μπορέσουμε να σταθμίσουμε την πολιτική μας πρόταση. Σύμφωνα με το Δήμο Τσαντίλη, οι θεωρητικοί παραμένουν προσηλωμένοι σε κατασκευές που διαψεύδονται. Δηλαδή: η πραγματικότητα ανατρέπει τα ιδεολογήματα των θεωρητικών. Εδώ έχω να αντιτείνω ότι η πρόσληψη της πραγματικότητας είναι πάντοτε κοινωνικά διαμεσολαβημένη. Επομένως, η ίδια η πραγματικότητα δεν παρέχει τη δυνατότητα επικύρωσης ή απόρριψης θεωρητικών αποφάνσεων. Είναι η εσωτερική συνοχή του Λόγου ως ενότητα σκέψης και πράξης –και μόνο αυτή– που μπορεί να καθορίσει την αξιολόγησή του. Να γιατί μας χρειάζεται η θεωρία: τα κριτήρια που θα χρησιμοποιήσει κανένας, για να αξιολογήσει κάποια σκέψη ή πράξη, εξαρτώνται από παραδοχές που έχουν να κάνουν με το κατά πόσο η πραγματικότητα αυτή καθεαυτή είναι προσπελάσιμη από τον ανθρώπινο νου. Και να γιατί μας χρειάζεται ο αναστοχασμός: κάθε ανθρώπινη ενέργεια περιέχει στην έκφρασή της μια συγκεκριμένη ανάγνωση του κόσμου. Όταν ο Δήμος Τσαντίλης δηλώνει ότι ‘η θεωρία δε μας αφήνει να ανασάνουμε ελεύθερα’, θέλει ουσιαστικά να πει ότι η θεωρία κάνει τα πράγματα πιο περίπλοκα, πιο δύσκολα απ’ ό,τι είναι. Επομένως, τα πράγματα είναι απλά. Την ίδια στιγμή φαίνεται να υπονοεί ότι η θεωρία μας απομακρύνει από το πεδίο όπου κρίνονται τα πάντα, δηλαδή από το πεδίο της πράξης. Θεωρώ ότι θεωρία και πράξη δεν μπορούν να διαχωριστούν, αφού και οι δύο αποτελούν ισοδύναμες –ως προς τον βαθμό προτεραιότητάς τους– μορφές γνωστικής ιδιοποίησης του κόσμου. Δεν προηγείται η θεωρία και έπεται η πράξη ή το αντίστροφο, αλλά πάντα εγγράφονται η μία μέσα από την άλλη: κάθε πράξη προϋποθέτει τη σύλληψη του πιθανού αποτελέσματός της, πριν εκδηλωθεί, και κάθε θεωρία προϋποθέτει την πρότερη εμπειρία, για να συγκροτηθεί. Σε ένα πρόσφατο κείμενο[4], ο Δήμος Τσαντίλης προσπαθεί να προσδώσει πρακτικό νόημα στην αειφορία. Στο κείμενο διατυπώνονται μια σειρά από θεωρητικές παραδοχές, μία από τις οποίες είναι ότι, στο χρόνο, όσο αυξάνεται η κατανάλωση φυσικών πόρων, μειώνεται η φέρουσα ικανότητα του πλανήτη (σχήμα 1). Εδώ συνοψίζεται στο επίπεδο της βιόσφαιρας το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και θεωρείται ότι κατανάλωση φυσικών πόρων και φέρουσα ικανότητα συνδέονται πάντοτε με μια αρνητική σχέση (σχήμα 2, καμπύλη Α). Η απλούστευση που γίνεται αφορά την έννοια της φέρουσας ικανότητας που πρέπει να ορίζεται ως προς συγκεκριμένα κάθε φορά μεγέθη και περιβάλλοντα. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η φέρουσα ικανότητα συγκεκριμένων συστημάτων για συγκεκριμένα μεγέθη αυξάνεται με την κατανάλωση φυσικών πόρων (σχήμα 2, καμπύλη Β). Για παράδειγμα, η βοσκοϊκανότητα των μεσογειακών οικοσυστημάτων αυξάνεται με περιορισμένης έκτασης ελεγχόμενες πυρκαγιές. Επίσης, η ελεγχόμενη ξύλευση και βόσκηση ενός ώριμου δάσους επιταχύνει την αναγέννησή του. Αν πάλι μιλάμε για τις ανθρώπινες κοινωνίες, αυτές φαίνεται να έχουν τη δυνατότητα να αναπροσαρμόζουν το μέγεθος ‘φέρουσα ικανότητα’ στο χρόνο[5] (σχήμα 3). Τα συμπεράσματα από τα παραπάνω είναι ότι α) και ο ίδιος ο Δήμος Τσαντίλης είναι αναγκασμένος να ανατρέξει στη θεωρία, προκειμένου να προσδώσει πρακτικό νόημα στην αειφορία, ότι β) έννοιες που προσδιορίζονται μέσα σε αυστηρά καθορισμένα πεδία αναφοράς χάνουν κάθε νόημα όταν μεταφέρονται εκτός των πεδίων αυτών και ότι γ) διαφορετικές θεωρητικές παραδοχές για τη σχέση της κοινωνίας με τη φύση συνεπάγονται διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις της σχέσης αυτής. Μιλώντας πιο ειδικά για τις τοπικές κοινωνίες, ένα καίριο ερώτημα παραμένει αναπάντητο από τον Δήμο Τσαντίλη: Πώς, θεωρώντας ότι ‘οι τοπικές κοινωνίες ρέπουν στην άνευ όρων καταστροφή του περιβάλλοντος’, ότι ‘οι τοπικές κοινωνίες έχουν μάθει να ζουν σε καθεστώς πλήρους ανομίας και ασυδοσίας’ και ότι ‘η μέση τοπική αυτοδιοίκηση λειτουργεί μαφιόζικα’, μπορεί να συγκροτηθεί οποιαδήποτε πολιτική πρόταση από την οικοαριστερά που να αφορά τις επικείμενες εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση; Από τις παραδοχές του Δήμου Τσαντίλη προκύπτει η συντηρητική θέση ότι τα πράγματα στο τοπικό επίπεδο δεν μπορούν να αλλάξουν με παρεμβάσεις από την οικοαριστερά, αφού οι τοπικές κοινωνίες είναι εγγενώς αρνητικά διατεθειμένες απέναντι σε οποιαδήποτε φιλο-περιβαλλοντικά εγχειρήματα (και για την άποψη αυτή έχω γράψει σε προηγούμενο τεύχος του Δαίμονα[6]). Αφού είναι φυσικό χαρακτηριστικό των τοπικών κοινωνιών να ‘ρέπουν στην άνευ όρων καταστροφή του περιβάλλοντος’, αυτές θα παραμείνουν αέναα δυνάμει καταστροφείς της φύσης και είναι, επομένως, μάταιο να προσπαθήσει κανένας να τις ‘διαφωτίσει’. Για το λόγο αυτό ίσως η ανασυγκρότηση του δημόσιου χώρου να είναι για τον Δήμο Τσαντίλη αφελής ουτοπία. Μάλιστα, ο Δήμος Τσαντίλης φαίνεται μάλλον παράδοξα να αντλεί παραδείγματα που αναφέρονται στο προλεταριάτο, για να καταδείξει το κατά τον ίδιο πρωτόγονο και αδιαφοροποίητο αυτό χαρακτηριστικό των τοπικών κοινωνιών. Αναρωτιέται κανείς πώς έχουν παρακαμφθεί εδώ παραδοσιακά προτάγματα του οικολογικού κινήματος, όπως ‘το μικρό είναι όμορφο’, ‘σκέψου ολιστικά / δράσε τοπικά’ και ο,τιδήποτε αφορά αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες. Επιστρέφοντας στην πολεμική του Δήμου Τσαντίλη απέναντι στη θεωρία, θα επιχειρήσω να δείξω πώς η θεωρία μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε σήμερα τις τοπικές κοινωνίες –και επειδή θεωρία και πράξη είναι αδιαχώριστες– πως με βάση την προσέγγιση που θα ακολουθήσει μπορούμε να εμπλουτίσουμε την πολιτική μας πρόταση για την τοπική αυτοδιοίκηση. Αναφορικά με την περιβαλλοντική διαχείριση, οι τοπικές κοινωνίες εμπλέκονται σε ένα διπλό σύστημα κοινωνικής επιρροής[7]. Οι τοπικές κοινωνίες οφείλουν να συμμορφωθούν με τις επιταγές του κράτους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σχήμα 4). Μέσα, όμως, από έναν μηχανισμό που ονομάζεται μειονοτική επιρροή[8], και οι τοπικές κοινωνίες έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τα πράγματα: Μέσα από αυτή τη διαδικασία οι τοπικές κοινωνίες επέβαλαν μια νέα άποψη που θέτει τη συναίνεση των τοπικών κοινωνιών ως βασικό προαπαιτούμενο για την επιτυχή έκβαση κάθε εγχειρήματος στο πεδίο της περιβαλλοντικής διαχείρισης[9]. Ποιος θα μπορούσε σήμερα να αρνηθεί από τις τοπικές κοινωνίες τη συμμετοχή τους στα Διοικητικά Συμβούλια των Φορέων Διαχείρισης; Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό των τοπικών κοινωνιών παρατηρείται τελευταία μια σημαντική διαφοροποίηση. Ντόπιοι που εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο στην εφαρμογή οικολογικών καινοτομιών (βιολογική γεωργία, οικοτουρισμός) συγκροτούν μαζί με νέους κατοίκους που εγκαθίστανται για εργασία στην ύπαιθρο (για παράδειγμα, εργαζόμενοι σε γραφεία περιβαλλοντικών οργανώσεων, κέντρα περιβαλλοντικής πληροφόρησης, κτλ) μια μειοψηφική ομάδα που φαίνεται να αποδέχεται μεγάλο μέρος αν όχι το σύνολο των οικολογικών διακηρύξεων. Εδώ προκύπτει για την οικοαριστερά ένας εναλλακτικός δρόμος παρέμβασης στην ύπαιθρο που αποκλίνει από λογικές συμμόρφωσης – καταστολής. Μέσα από τη μειονοτική επιρροή, η μειοψηφική ομάδα των ‘διαμεσολαβητών’ που περιγράφεται εδώ μπορεί να είναι ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο μεταβολής στάσεων για τις τοπικές κοινωνίες[10]. Και το κυριότερο: τα παραπάνω δείχνουν ότι οι τοπικές κοινωνίες δεν είναι καθόλου οι αδιαφοροποίητες, πρωτόγονες, αδίστακτες τοπικές μαφίες, όπως επιχειρεί να τις παρουσιάσει ο Δήμος Τσαντίλης. Αυτό πρέπει να μας παραπέμψει σε ευρύτερες διαφοροποιήσεις, στην ετερογένεια που χαρακτηρίζει το πεδίο της οικολογίας, τελικά στο γεγονός ότι η πρόσληψη της πραγματικότητας είναι κοινωνικά διαμεσολαβημένη. Κάτω από τον ίδιο ουρανό στεκόμαστε όλοι, αλλά έχουμε όλοι την ίδια στάση; Άλλο είναι να βλέπεις τον χειμωνιάτικο ουρανό από την Κρήτη και άλλο από τον Έβρο. Με δυο λόγια: ο ζεστός υπνόσακος του Δήμου Τσαντίλη ενδεχομένως να μην επαρκεί για τα σκοινάκια του 30ου Τάγματος Υποστηρίξεως στο Λαγό. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 55, 12/05 [1] Δεν καταλαβαίνω καθόλου τον χαρακτηρισμό ‘ανύπαρκτη’ που αποδίδει ο Δήμος Τσαντίλης στην ‘εν Ελλάδι οικολογική αριστερά’ στο κείμενό του με τίτλο ‘Υπέρ του λιθοβολισμού των θεωρητικών’ (Δαίμων της Οικολογίας, τεύχος 54, σελ. 8). Μόνο ως αυτοκριτική μπορώ να τον δεχτώ. Την ίδια στιγμή, το editorial του τεύχους 54 αναφέρεται στην οικοαριστερά και τις επικείμενες εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση. [2] Τσαντίλης Δ, 2005. Υπέρ του λιθοβολισμού των θεωρητικών. Δαίμων της Οικολογίας, τεύχος 54, σσ 7-8. [3] Χοβαρδάς Τ, Σχίζας Δ, 2004. Η νέα αφετηρία του ΣΥΡΙΖΑ και η οικολογία. Δαίμων της Οικολογίας, τεύχος 36, σσ 13-14. [4] Τσαντίλης Δ, 2003. Οι 3+1 διαστάσεις της αειφορίας. Στο: Ευθυμιόπουλος Η, Μοδινός Μ (επιμέλεια) Οι δρόμοι της αειφορίας, σσ. 41-61. Διεπιστημονικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικών Ερευνών, Αθήνα. [5] Στάμου Γ, 1994. Εισαγωγή στην Οικολογία. Εκδόσεις Μαστορίδη, Θεσσαλονίκη. [6] Χοβαρδάς Τ, 2004. Οικολογικό κίνημα και τοπικές κοινωνίες. Δαίμων της Οικολογίας, τεύχος 40, σσ 16-18. [7] Χοβαρδάς Τ, 2004. Μια κριτική προσέγγιση του οικοτουρισμού. Οικοτοπία, τεύχος 30, σσ 40-43. [8] Παπαστάμου Σ, 1989. Σύγχρονες έρευνες στην κοινωνική ψυχολογία: η κοινωνική επιρροή. Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα. [9] Το ίδιο το οικολογικό κίνημα, ξεκινώντας ως μειοψηφία στις δυτικές κοινωνίες, έφτασε κάποια στιγμή να επιβάλει συγκεκριμένες απόψεις. [10] Η εργασία των διαμεσολαβητών προσδίδει στη συγκεκριμένη περίπτωση μειονοτικής επιρροής χαρακτηριστικά κρίσιμα για την αποτελεσματικότητά της, όπως π.χ. η σταθερότητα στη μειονοτική στάση και μια μέση δυνατότητα προσαρμοστικότητας στη συγκυρία. |
                     |