Ενότητα :Τεύχος 55, Δεκέμβριος 2005 |
Τίτλος : Ελένη Καρπαθάκη, ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ, Προτάσεις για την Εύρυθμη λειτουργία των φορέων διαχείρισης
|
Αρχή κειμένου Ελένη Καρπαθάκη Απόφοιτος Πανεπιστημίου Πειραιώς, Τμήμα Βιομηχανική Διοίκηση, Σπουδάστρια Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης Η διαχείριση των Προστατευόμενων Περιοχών (ΠΠ) αποτελεί μια από τις βασικές προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία επιδιώκοντας τη διασφάλιση της βιοποικιλότητας[1] δημιούργησε ένα οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών προστασίας, το «Natura 2000», η συνοχή του οποίου εξασφαλίζεται και από άλλες δραστηριότητες που προβλέπεται να αναληφθούν στους τομείς του ελέγχου και της επιτήρησης των συγκεκριμένων περιοχών. Η Ελλάδα δε μπορούσε να μείνει αμέτοχη από αυτή τη διαδικασία και με το Ν.2742/1999 αποσαφηνίζει την κατάσταση όσον αφορά στη λειτουργία, διαχείριση και διοίκηση των περιοχών του εθνικού καταλόγου Natura 2000 που συστήθηκε βάσει της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Ο ν.2742/99 θέτει επίσης τις βάσεις για την ίδρυση των Φορέων Διαχείρισης (ΦΔ) προστατευόμενων περιοχών ως νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, παραθέτοντας μια σειρά οδηγιών για τις αρμοδιότητες τους, τη συγκρότηση ΔΣ και τους πόρους χρηματοδότησής τους. Από το 2003 λοιπόν έχουν ιδρυθεί 27 ΦΔ οι προοπτικές των οποίων διαφαίνονταν ευοίωνες αλλά εν’ έτη 2005 η κατάστασή τους παραμένει στάσιμη και προβληματική καθώς όχι μόνο δε μπορούν να διαχειριστούν τις ΠΠ αλλά ούτε καν να υλοποιήσουν τις αρμοδιότητές τους, Τι είναι όμως αυτό που πραγματικά φταίει; Παρόλο που η χώρα μας στις Διεθνείς Συνόδους Κορυφής για το Περιβάλλον τάσσεται υπέρ μιας συγκροτημένης πολιτικής, στην πράξη παρουσιάζει μεγάλο έλλειμμα όχι μόνο στη φάση της υλοποίησης αλλά και στη φάση της οργάνωσης. Το βασικό πρόβλημα για την εναρμόνιση με την ευρωπαϊκή πολιτική αποτελεί σαφώς η χρηματοδότηση των συγκεκριμένων οργανισμών. Ελλείψει στρατηγικού σχεδιασμού και μακροπρόθεσμου προγραμματισμού της πορείας των ΦΔ, πέρα από τις 25.000 € που πήραν οι περισσότεροι φορείς με την έναρξη της λειτουργίας τους ολόκληρο το σχέδιο χρηματοδότησης βασίστηκε στο Γ’ ΚΠΣ, δίχως να έχει υπολογιστεί βέβαια η τροχοπέδη της γραφειοκρατίας, δηλαδή η ψήφιση των κανονισμών λειτουργίας, προσωπικού, διοικητικού συμβουλίου κλπ. των ΦΔ, η οποία ήταν προϋπόθεση για την ένταξη τους στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Περιβάλλον». Οι περισσότεροι από τους συγκεκριμένους κανονισμούς ψηφίσθηκαν το καλοκαίρι του 2005 και έτσι έχοντας διανύσει δύο χρόνια από τη σύστασή των φορέων τα ποσά που έχουν λάβει από το ΕΠΠΕΡ είναι μηδαμινά σε σχέση με τις ανάγκες τους. Σοβαρό πρόβλημα αποτελεί και η έλλειψη προσωπικού. Ο νόμος προβλέπει ένα επαρκή αριθμό θέσεων για τους φορείς (10 θέσεις διοικητικού και 20 θέσεις επιστημονικού προσωπικού) από τις οποίες όμως έχουν καλυφθεί ένα πολύ μικρό ποσοστό, το οποίο διαφέρει ανά φορέα και σε πολλές περιπτώσεις το προσωπικό τελεί υπό καθεστώς συμβάσεων ορισμένου χρόνου και παραμένει απλήρωτο για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να μειώνεται και η παραγωγικότητα αλλά και το έργο που παράγεται. Επίσης διανύουμε περίοδο αλλαγής των προέδρων στα ΔΣ των φορέων, που βέβαια μπορεί να επιφέρει θετικά αποτελέσματα σε ορισμένες περιπτώσεις εάν διορισθούν δραστήρια άτομα με ειδικό ενδιαφέρον αλλά στις 4 Αυγούστου του 2005 διορίστηκαν 11 νέοι Πρόεδροι για τους οποίους υπάρχουν ενστάσεις για το αν τηρούν τις προδιαγραφές που ορίζει ο νόμος αναφορικά με τους προέδρους των ΦΔ. Οι προτάσεις που υπάρχουν για τη βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης είναι πολλές και διαφορετικές προερχόμενες κυρίως από το χώρο της επιστημονικής κοινότητας και των ΜΚΟ. Ορισμένες λοιπόν από αυτές είναι οι εξής: · Απαραίτητη κρίνεται εμπεριστατωμένη μελέτη επιπτώσεων για το σύστημα διαχείρισης το οποίο τελικά ενδείκνυται για τη χώρα μας και στην οποία θα πρέπει να συμμετέχουν όλοι οι φορείς που εμπλέκονται με το περιβάλλον. · Υπό τις παρούσες συνθήκες και αν διατηρηθεί το υπάρχον σχήμα είναι σκόπιμη η επαναλειτουργία της Επιτροπής Φύσης 2000 με θεσπισμένες αρμοδιότητες ως συμβουλευτικό όργανο των φορέων. · Βασική προϋπόθεση επίσης είναι η καθιέρωση ενός συντονιστικού οργάνου σε κεντρικό επίπεδο και αν η λειτουργία της εν λόγω Επιτροπής κριθεί ατελέσφορη, το ρόλο αυτό μπορεί να αναλάβει το Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης με στελέχωση συγκεκριμένου τμήματος, το οποίο θα αποτελείται κυρίως από πλήρως καταρτισμένους οικονομολόγους και νομικούς και θα ασχολείται αποκλειστικά με τους ΦΔ ενισχύοντας την αποκεντρωμένη δομή. Το όλο σύστημα πρέπει να λειτουργεί με οριζόντιες δομές και γι’ αυτό το συντονιστικό όργανο θα πρέπει να συμβάλλει στη δημιουργία και ανάπτυξη ενός δικτύου Φορέων Διαχείρισης οι οποίοι θα συνεργάζονται και θα ανταλλάσουν πληροφορίες και εμπειρίες με κύριο στόχο την προστασία της φύσης μέσω της ορθολογικής χρήσης και ανάπτυξης της περιοχής. · Εάν η πολιτεία αποφασίσει να διατηρήσει το υπάρχον σχήμα, πολύ βασική είναι η σύσταση ενός Ταμείου εθνικής χρηματοδότησης το οποίο θα απευθύνεται αποκλειστικά στη διαχείριση των ΠΠ και τη στελέχωση των φορέων με εξειδικευμένο προσωπικό, ώστε να αποδειχθεί έμπρακτα η αρωγή του κράτους και η ένταξη της περιβαλλοντικής πολιτικής στις προτεραιότητές του. · Από την πλευρά τους οι ΦΔ πρέπει να αναζητήσουν πηγές χρηματοδότησης και από κοινοτικά προγράμματα τα οποία δεν εντάσσονται στα πλαίσια της περιβαλλοντικής πολιτικής (δηλαδή το ΕΠΠΕΡ και το LIFE) όπως το INTERREG και το LEADER τα οποία προσφέρουν επιλογές ανάπτυξης του χώρου με δράσεις φιλικές προς το περιβάλλον. · Βασική προϋπόθεση επίσης είναι να τηρηθούν ρητά οι προδιαγραφές του νόμου για τους διορισμούς τον προέδρων των ΔΣ των φορέων, ώστε να αποφευχθούν συγκρούσεις συμφερόντων και ιδιοτήτων όπως συμβαίνει στην περίπτωση διορισμού αιρετού άρχοντα ή περιφερειάρχη. · Μια καινοτόμος πρόταση είναι η διαβίβαση της εποπτείας των ΦΔ από το ΥΠΕΧΩΔΕ σε μια νεοσύστατη Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή η οποία θα ρυθμίζει θέματα διαχείρισης των ΠΠ, όπως συμβαίνει με την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας στον ενεργειακό τομέα. · Εάν η μελέτη για τη διαχείριση των ΠΠ αποδείξει ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι έτοιμη για συμμετοχικά σχήματα τα οποία στηρίζονται στη διαβούλευση και όχι στην επιβολή, τότε η διαχείριση των ΠΠ πρέπει να δοθεί σε μια αποκλειστικά κρατική υπηρεσία όπως το Δασαρχείο, το οποίο θεσμοθετημένα μπορεί να απαγορεύσει και να παραπέμψει τον παραβάτη στο δικαστήριο. · Υπάρχει βέβαια και η αντίθετη άποψη κατά την οποία οι ΠΠ πρέπει να φύγουν εντελώς από τον κρατικό μηχανισμό και να μεταβούν σε αμιγώς μη κρατικά υποκείμενα όπως οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ, οι οποίες στις περισσότερες των περιπτώσεων χειρίστηκαν άψογα τα θέματα προστασίας της φύσης λόγω επιστημονικής γνώσης και μακροχρόνιας εμπειρίας. Η κατάσταση είναι πολύπλοκη διότι η διαχείριση των ΠΠ δεν αποτελεί απλά ένα περιβαλλοντικό ζήτημα το οποίο μπορεί να λυθεί με μια σειρά αποφάσεων και κυρώσεων. Αποτελεί ένα μείζον κοινωνικοπολιτικό θέμα διότι από τη μια πλευρά στις συγκεκριμένες εκτάσεις υπάρχουν δραστηριότητες και κάτοικοι και από την άλλη βρίσκεται η πολιτεία και η εκάστοτε κυβέρνηση, η οποία προσπαθεί να εναρμονιστεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά τη γνώμη μου η διοικητική δομή των Φορέων Διαχείρισης πρέπει να παραμείνει ως έχει. Λεπτά ζητήματα στα οποία εμπλέκεται και η τοπική κοινωνία είναι σχεδόν αδύνατο να διευθετηθούν σε κεντρικό επίπεδο με έναν ενιαίο και ανελαστικό τρόπο αντιμετώπισης. Χρειάζεται ένα πιο ευέλικτο σχήμα το οποίο μπορεί να βρίσκεται υπό την κρατική εποπτεία αλλά με την επιστημονική γνώση που θα διαθέτει και την επίγνωση των ιδιαιτεροτήτων κάθε περιοχής, θα είναι σε θέση να υπερπηδήσει τη σημερινή στασιμότητα παράγοντας έργο μέσω έρευνας αλλά και μέσω των ζυμώσεων με τους ντόπιους. Αυτό που χαρακτηρίζει την παρούσα φάση δεν είναι τόσο η έλλειψη θεσμικής κατοχύρωσης όσο η ανεπάρκεια ή ακόμη και η ανυπαρξία αποτελέσματος. Η διαχείριση των ΠΠ πρέπει να αντιμετωπιστεί ολιστικά με την εφαρμογή συγκεκριμένης δημόσιας πολιτικής. Αν κρίνουμε από τη διοικητική δομή του Φορέα Διαχείρισης του οποίου το ΔΣ περιέχει και κράτος και τοπική αυτοδιοίκηση και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις αλλά και εκπροσώπους των τοπικών φορέων, η πολιτεία αποφάσισε να εφαρμόσει δίκτυα δημόσιας δράσης[2] και διακυβέρνησης.. Αντίθετα από την κρατική άποψη, η έννοια policy network οδηγεί στη σχετικοποίηση των ορίων Κράτους-Κοινωνίας Πολιτών και επικεντρώνεται στην πολυμορφία των κοινωνικών εταίρων που συμμετέχουν στην κατασκευή δημόσιας δράσης και στο σχετικά ρευστό χαρακτήρα των διαμορφωμένων ομαδοποιήσεων. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι το εξής: είναι έτοιμη η ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα η επαρχία της για τέτοιου είδους μορφές διακυβέρνησης; Διαθέτει το ελληνικό κοινό οικολογική κουλτούρα; Κατά τη γνώμη μου όχι. Δυστυχώς το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων ακόμη δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι το περιβαλλοντικό κόστος έχει άμεσο αντίκτυπο και στο κοινωνικό αλλά και στο οικονομικό περιβάλλον. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι η βιβλική καταστροφή που προκάλεσε ο τυφώνας «Κατρίνα» στις ΗΠΑ, λόγω των χρόνιων περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων που είχε υποστεί η περιοχή. Επιπλέον, για να εφαρμοσθούν δίκτυα δημόσιας πολιτικής πέρα από τη συνειδητοποίηση και ενεργό δράση των πολιτών απαιτείται και ικανοποιητική αν όχι άρτια λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, η οποία θα βασίζεται σε ένα σύστημα διαβούλευσης, ευελιξίας και νομοτέλειας και όχι σε φαινόμενα νεποτισμού και μικροπολιτικών συμφερόντων. Το πλέον σημαντικό είναι η ύπαρξη πολιτικής βούλησης για την προώθηση και εδραίωση δράσεων που αφορούν το περιβάλλον και την «πράσινη» επιχειρηματικότητα, οι οποίες βέβαια απαιτούν κεντρικό σχεδιασμό και εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, αλλά η υλοποίηση τους πρέπει να λαμβάνει χώρα σε τοπικό επίπεδο. Η ύπαρξη βούλησης σχετίζεται με τη συνολική πολιτική αποκέντρωσης την οποία σκοπεύει να ακολουθήσει η πολιτεία και το βαθμό των αρμοδιοτήτων και εξουσιών που επιθυμεί να παραχωρήσει στην αυτοδιοίκηση. Στο γαλλικό σύστημα τα Περιφερειακά Πάρκα τα οποία είναι και χώροι οικοανάπτυξης βρίσκονται υπό την εποπτεία της Περιφέρειας αλλά στη Γαλλία ο συγκεκριμένος θεσμός έχει αρχίσει να αναβαθμίζεται από τη δεκαετία του 1970. Στην Ελλάδα υπάρχει και αξιόλογο τοπικό κεφάλαιο (ΜΚΟ, τοπικές οργανώσεις και συνεταιρισμοί) αλλά και εξειδικευμένο προσωπικό σε δημόσιους φορείς το οποίο μπορεί να χειριστεί το ζήτημα των Προστατευόμενων Περιοχών και να βελτιώσει κατά πολύ τη σημερινή εικόνα. Απαιτείται βέβαια απρόσκοπτη και συνεχής πληροφόρηση έτσι ώστε να αποκτήσει το ευρύ κοινό οικολογικό προσανατολισμό και μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός από την πολιτεία, ο οποίος θα αποσκοπεί στην προστασία της φύσης αλλά και στην ήπια και όχι αλόγιστη οικονομική ανάπτυξη των ΠΠ διότι «Κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν»! Δαίμων της Οικολογίας, τ. 55, 12/05 |
                     |