Ενότητα :Τεύχος 55, Δεκέμβριος 2005 |
Τίτλος : EDITORIAL: Το παράπονον του Ιλισσού
|
Αρχή κειμένου Το παράπονον του Ιλισσού Ο μικρός μας αθηναϊκός ποταμός εφαίνετο παραπονούμενος, το ασθενές κελάρυσμα των μικρών κυμάτων του εφαίνετο ως να μας έλεγεν: «– Είμαι μικρός, ασήμαντος, δεν έχω ούτε το μέγεθος, ούτε την μεγαλοπρέπειαν ούτε την χρησιμότητα των ευτυχεστέρων αδελφών μου: του Ρήνου, του Δουνάβεως, του Νείλου και τόσων άλλων. Αλλ’ εγώ έχω την μεγάλην τιμήν να διέρχωμαι τας Αθήνας, το δαιμόνιον πτολίεθρον, την πόλιν του φωτός, του πολιτισμού και της Τέχνης. »Ολίγα νερά ρέουν σήμερον εις την κοίτην μου, ξηραί, παρημελημέναι και άθλιαι είναι αι όχθαι μου. Και όμως κατά την αρχαιότητα εσκιάζοντο με πλατάνους και με λεύκας, εστολίζοντο με δάφνας και με άγνους. Μεταξύ των φυλλωμάτων των δένδρων μου επρόβαλλαν ναοί αφιερωμένοι εις τας θεότητας των υδάτων μου, βωμοί εις τον Βορράν, ιερά των Νυμφών, αγάλματα και άλλα έργα Τέχνης. Οι Αθηναίοι διήρχοντο τότε πολλάς ευχαρίστους ώρας της ημέρας πλησίον μου, προσέφεραν αναθήματα και θυσίας εις τους θεούς υπό το γλυκύ των υδάτων μου κελάρυσμα, και οι μέγιστοι των φιλοσόφων, τους οποίους εγέννησεν ο κόσμος, εδίδασκαν και εφιλοσόφουν, ευφραινόμενοι υπό την παχείαν σκιάν των υψηλοτάτων και αμφιλαφών πλατάνων μου. »Ήμην τότε αγαπητός και χρήσιμος, όσον φαίνομαι άχρηστος και όσον είμαι περιφρονημένος σήμερον. Αλλ’ οι Αθηναίοι αγνοούν ή λησμονούν την μεγάλην υπηρεσίαν, την οποίαν και τώρα ακόμη προσφέρω εις αυτούς, διότι εγώ, και μόνος εγώ, συντηρώ την μοναδικήν χλοεράν όασιν της ξηράς των πόλεως, διά των υπογείως ρεόντων υδάτων μου, τα οποία αναβιβάζονται διά μηχανών, αρδεύεται το παρά την όχθην μου ωραίον άλσος. […] »Η πηγή μου εις τον Υμηττόν είναι σήμερον εγκαταλελειμμένη, μετά κόπου δε φθάνουν τα νερά της μέχρι των Αθηνών, όπου κατά την μαρτυρίαν του Πλάτωνος, ήσαν τότε χαρίεντα, καθαρά και διαφανή και επιτήδεια κόραις παίζειν παρ’ αυτά. Αι όχθαι μου, αντί των δένδρων, των θάμων, των ανθέων και των καλλιτεχνικών μνημείων καλύπτονται τώρα υπό οικτρών καλυβών. Η υπό την πλάτανον χαιρεστάτη και πλουσία πηγή ψυχρού ύδατος, την οποίαν ύμνησεν ο μέγας φιλόσοφος, δεν υπάρχει πλεον. Και αυτής της Εννεακρούνου μου, μου αμφισβητούν οι αρχαιολόγοι την πατρότητα και την κατοχήν!... »Διέρχομαι πάντοτε πλησίον του Σταδίου, το οποίον ανηγείρατε εκ νέου, και παρά τον κατεστραμμένον ναόν του Ολυμπίου Διός, ο οποίος μου ενθυμίζει παλαιάς κοινάς ημών δόξας. Ρίπτω βλέμμα πλήρες θαυμασμού αλλά και βαθυτάτου πόνου συγχρόνως εις την σημερινήν Ακρόπολιν, και, βραδέως κινούμενος, ανά την Αθηναϊκήν πεδιάδα, φθάνω επί τέλους εις την θάλασσαν, η οποία μόνη δεν μετεβλήθη! Οποίαν απερίγραπτον χαράν αισθάνομαι όταν ενώνωμαι μετά των κυμάτων, τα οποία έφεραν τον ένδοξον στόλον της Σαλαμίνος, τα οποία ησθάνθησαν την διάβασιν των ίππων του Ποσειδώνος, τα οποία έχουν, όπως και εγώ, τόσας αναμνήσεις της ενδόξου αρχαιότητος! Αναπολούμεν μαζί την παλαιάν ημών ευτυχίαν. Ακούομεν πάλιν τα άσματα των Νηρηϊδων, και, λησμονούντες την σήμερον, ζώμεν εκ νέου εις τον καλόν εκείνον παλαιόν καιρόν. – Αλλοίμονον όμως! είναι όνειρον, το οποίον αι απαίσιαι σειρήνες των ατμοπλοίων και των αυτοκινήτων σας δεν μας αφήνουν επί πολύ να απολαύσωμεν!» (Απόσπασμα κείμενηον της Αίγλης Αιγηνίτου, «Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος», 1923) Δαίμων της Οικολογίας τ. 55, 12/05 |
                     |