Ενότητα :Τεύχος 55, Δεκέμβριος 2005 |
Τίτλος : Αντώνης Ανηψιτάκης, ΑΠΟΨΕΙΣ, Φθινοπωρινή προσευχή σαν μάθημα οικολογίας
|
Αρχή κειμένου Φθινοπωρινή Προσευχή σαν Μάθημα Οικολογίας Αντώνης Ανηψητάκης Ρούσσα Εκκλησιά. Σεπτέμβρης, δροσερό πρωινό. Ανεβασμένος σε μια ταράτσα πετρόχτιστου σπιτιού, ήρθα να παραλάβω τα σίδερα, πολιτικός μηχανικός γαρ. Περιμένοντας τον εργολάβο κάθομαι στον καλουπωμένο εξώστη και ατενίζω τον ορίζοντα που η Ρούσσα Εκκλησιά τον γεύεται πλουσιοπάροχα. Απ' τη Σητεία ως τον Κάβο Σίδερο και κεντραρισμένοι στο γαλάζιο οι Διονυσάδες. Αφ' υψηλού κοιτώ τα μάκρη, χαίρομαι τον όμορφο τόπο μου, αναμετρώ τα αναποδογυρίσματα που θα προκύψουν από τις θηριώδεις επενδύσεις που προγραμματίζονται. 7+4=11 χιλιάδες κλίνες μόνο στο Τοπλού και στον Κάβο Πλάκο. Μια κίνηση ακριβώς κάτω μου, στο διπλανό χαμηλό σπίτι αποσπά βλέμμα και σκέψεις. Ένας γέρος βγαίνει αργά στη ρυτιδωμένη αυλή. Οδηγείται με τη βοήθεια της μαγκούρας και των χοντρών γυαλιών μέχρι την πλούσια αλιτάνα του. Φέρνει ένα γύρο τον ορίζοντα, στη θέση του ο κόσμος, όμορφος, δόξα σόι ο Θεός. Απλώνει αργά το χέρι και χαϊδεύει ένα ζουμπούλι, που είχε ψηλώσει σαν κεφαλάκι εγγονιού. Πώς μου πέρασε απ' το νου ότι θα το ‘κοβε. Μετά τρίβει δυο φυλλαράκια του διπλανού βασιλικού να μη ζηλέψει, κλείνει αργά τη χούφτα, τη φέρνει, αργά πάντα, ως τη μύτη και την ανοίγει. Πουλιά, αρώματα βλόγησαν τον αέρα και μένα. Με πήρε το μάτι του, δεν σκιάχτηκε, μέρος του κόσμου του κι εγώ, ευχαριστώ σε γέροντα. Πήρε τα ζάλα πίσω στην κάμαρα του. Πόσο φίλος ήταν κάποτε με το χώμα ο άνθρωπος και πόσο λυτρωτική μπορούσε να είναι μια τέτοια σχέση. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 55, 12/05 |
                     |