Ενότητα :Τεύχος 54, Νοέμβριος 2005 |
Τίτλος : Γιώργος Ζώταλης: Πολυτεχνείο. Σάββατο πρωί (17 Νοεμβρίου 1973)
|
Αρχή κειμένου Πολυτεχνείο: Σάββατο πρωί (17 Νοεμβρίου 1973) Γιώργος Ζώταλης Το Σάββατο το πρωί μετά τη νύχτα του Πολυτεχνείου ήταν εργάσιμη ημέρα, το σχολείο ήταν ανοικτό, και επειδή ζούσαμε σε μια χώρα που την έλεγαν “Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών” κάθε δεύτερη βδομάδα είχαμε εκκλησιασμό. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα το προηγούμενο βραδύ, εκείνο το Σάββατο ξεκίνησε με το να είμαστε όλοι μέσα στο μεγάλο ναό, και μόλις η λειτουργία τελείωσε βρήκαμε στο δρόμο για να περπατήσουμε τα λίγα τετράγωνα από την εκκλησία στο σχολείο μας, το Δ’ Γυμνάσιο Άρμενων Αθηνών, στη Βίκτωρος Ουγκώ. Τα ίχνη της βίας της προηγούμενης νύχτας ήταν παντού μπροστά μας: αναποδογυρισμένα λεωφορεία στη Μάρνη, καμένες στάσεις, σπασμένα φανάρια και τζαμαρίες, παπούτσια, μισοσβησμένες φωτιές, συνθήματα στους τοίχους και στις κολώνες, τούβλα και καδρόνια από οικοδομές πεταμένα παντού. Και ίζημα από δακρυγόνα στα μάτια και στα λαρύγγια μας. Όταν φθάσαμε στο προαύλιο, η ένταση έγινε πιο χειροπιαστή καθώς καμιά δεκαριά “μεγάλοι”, παιδιά της πέμπτης και έκτης γυμνασίου, ήταν μαζεμένοι παράμερα από όλους εμάς τους υπόλοιπους, σαν να είχαμε πανούκλα, και δεν έδειχναν την παραμικρή διάθεση να συμμετέχουν στην μάταιη ιεροτελεστία της πρωινής προσευχής –σαν να μην έφτανε ο δίωρος εκκλησιασμός που είχε μόλις προηγηθεί– και την έπαρση της σημαίας, της ίδιας σημαίας που λίγες ώρες νωρίτερα είχε πέσει μαζί με την κολώνα της πύλης του Πολυτεχνείου κάτω από τις ερπύστριες του τανκ. Όπως κάθε παιδί δεκαεπτά χρονών, έτσι κι αυτοί δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι υπάρχουν στιγμές όπου η ματαιότητα, η ρουτίνα, η προσποίηση ότι όλα είναι φυσιολογικά και ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, είναι σανίδες σωτηρίας. Όλοι εμείς οι υπόλοιποι με την πανούκλα ήμασταν στοιχιμένοι, παρατεταγμένοι και κατανυκτικοί μπροστά στη σημαία, στους καθηγητές και στον τυχερό συμμαθητή μας που ετοιμάζεται να πει, για άλλη μια φορά, το “πάτερ ημών”. Για κάποια δευτερόλεπτα, οι “μεγάλοι” που αρνούνταν να μπουν στη γραμμή, άρχισαν να παίρνουν γιγάντιες διαστάσεις στα δωδεκάχρονα μάτια μου και βρέθηκαν με το ένα πόδι στη χώρα των αιωνίων ηρώων –φανταζόμουν τα πορτρέτα τους στους τοίχους όλων των σχολείων της Ελλάδας, δίπλα στους βλοσυρούς Κολοκοτρώνηδες και Καραϊσκάκηδες. Ενώ το μυαλό μου ήταν χαμένο σε τέτοιες ονειροπεριπλανήσεις και σκεφτόμουν τις μεγαλειώδεις εκδηλώσεις που θα κάναμε προς τιμήν των ατρόμητων συμμαθητών μας, η ένταση εκτονώθηκε άδοξα από τις φωνές δυο καθηγητών που αποφάσισαν να επιβάλουν την τάξη: “Τσακιστείτε αμέσως στη γραμμή!” “Οικοδόμοι είναι οι πατέρες σας;” Οι δυο συγκεκριμένοι καθηγητές ήταν σαν να είχαν ξεπηδήσει από τις σελίδες κάποιου βιαστικά μεταφρασμένου βιβλίου του Βίλχελμ Ράιχ η του Έριχ Φρομ, από αυτά που σε λίγους μήνες, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, θα πλημμύριζαν την Αθήνα και τα οποία απετέλεσαν το μπιμπερό με το οποίο η γενιά μου γεύτηκε την αμφισβήτηση για πρώτη φορά. Κακόμοιροι υπαλληλίσκοι στην υπηρεσία της ηλιθιότητας και του μίσους, είχαν πρόσφατα έλθει με μετάθεση στη μεγάλη ξελογιάστρα πρωτεύουσα από κάποια επαρχιακή κωμόπολη, από την οποία διανοητικά δεν έφυγαν ποτέ τους, και προφανώς πίστευαν ότι μόνο οικοδόμοι και οι γιοι τους είχαν κάποιο λόγο να συμμετέχουν σε τέτοιες αντεθνικές δραστηριότητες (κατάγομαι και εγώ από αυτή τη συγκεκριμένη περιοχή οπότε αφ’ ενός ξέρω τι λέω και αφ’ ετέρου δικαιούμαι να τους περιπαίζω). Με τη μικροσκοπική τους ανταρσία σε εμφανές αδιέξοδο, οι συμμαθητές μας (των οποίων οι πατέρες μπορεί σκαλιστά να ήταν οικοδόμοι –αυτή η λεπτομέρεια δεν διαλευκάνθηκε ποτέ) επιστρέψαν σιγά σιγά και με σκυμμένο κεφάλι στη γραμμή. Μετά ήλθε η σειρά του γυμνασιάρχη μας να παίξει το δικό του ρολό σ’ αυτή την κωμωδία, και μας διάβασε μια σύντομη ανακοίνωση που εξηγούσε ότι οι δυνάμεις του έθνους και ο στρατός πιστός της Ελλάδος φρουρός, ματαίωσαν τα σκοτεινά σχέδια των αναρχικών στοιχειών και ότι “ηρεμία επικρατεί καθ’ άπασαν την επικράτειαν”. Οι υπόλοιπες καθηγήτριες και καθηγητές ήταν σαν ζόμπι –όπως όλοι μας. Τελικά μπήκαμε στη τάξη μας. Είχαμε ελληνικά και η φιλόλογος μας άνοιξε κάποιο βιβλίο και άρχισε να μας διαβάζει. Πάσχιζε να φαίνεται άνετη, φυσιολογική αλλά τα μικρά έχουν έναν αλάνθαστο τρόπο να διαισθάνονται το φόβο του μεγάλου, είτε είναι δάσκαλος είτε γονέας, όπως οι καρχαρίες μυρίζονται μια σταγόνα αίμα από χιλιόμετρα. Δεν είχαμε ιδέα για το τι ήταν το body language αλλά ακόμα και ο τρόπος που κρατούσε το βιβλίο έδειχνε το φόβο της. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να διαβάζει. Τότε την ακούσαμε: “ρατ-τα-τα-τα-τα…” Ξερή, βίαια, απρόσκλητη ριπή από αυτόματο όπλο, σαν τα ντραμς σε τραγούδι των Blue Airplanes η στο Love Will Tear Us Apart των Joy Division. Η φωνή της καθηγήτριάς μας σταμάτησε και η τελευταία της συλλαβή έμεινε μετέωρη στον αέρα, σαν ο πραγματικός στόχος του πυροβολισμού να ήταν κάποιες ελληνικές λέξεις. Το βιβλίο γλίστρησε από τα χέρια της και από τα μάτια της άρχισαν να βγαίνουν τα χειρότερα δάκρυα, δάκρυα ντροπής και παραίτησης. Οι ώμοι της τραντάζονταν ανεξέλεγκτα και τα χέρια κάλυψαν το πρόσωπό της, σαν να ντρεπόταν να μας αντικρύσει, σαν να μας ζητούσε συγνώμη εκ μέρους όλων των ενήλικων αυτού του θλιβερού τόπου, συγνώμη για το ότι μας έφεραν στη ζωή για να αντικρύσουμε τέτοια χάλια, συγνώμη για το ότι δεν υπήρχε εξήγηση για το μίσος και το φόβο. Προφανώς δεν είμαι μόνο εγώ που αισθάνομαι φόβο και ντροπή, σκέφτηκα. Η πόρτα άνοιξε, ένας άλλος καθηγητής φωνάζει, “το σχολείο κλείνει αμέσως”, “επιβολή στρατιωτικού νόμου”, “…απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις άνω των τριών ατόμων…” Δεν είχαμε ιδέα τι είναι στρατιωτικός νόμος αλλά δεν χρειαζόταν να είσαι Αϊνστάιν για να ξέρεις ότι δεν είναι κάτι καλό. Αναστατωμένοι γονείς βρίσκονταν ήδη στο γραφείο των καθηγητών, στο οποίο επικρατούσε πανικός, και στο προαύλιο για να πάρουν τα παιδιά τους. Με τη μητέρα μου περπατήσαμε πίσω προς το σπίτι. Ήταν σχεδόν μεσημέρι, και οι πυροβολισμοί, που είχαν πυκνώσει, μαζί με την αίσθηση των δακρυγόνων, δημιουργούσαν το τέλειο soundtrack για τη μέρα. Στο ραδιόφωνο ακούμε εμβατήρια, περιμένουμε διάγγελμα προς το έθνος και απολαμβάνουμε την ηρεμία που επικρατεί “καθ’ άπασαν την επικράτειαν”. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 54, 11/05 |
                     |