Ενότητα :Τεύχος 54, Νοέμβριος 2005 |
Τίτλος : Βασίλης Παπακριβόπουλος, Ορυχεία χρυσού από τον Φρανκ Τίμις
|
Αρχή κειμένου Ορυχεία χρυσού από τον Φρανκ Τίμις Β. Παπακριβόπουλος Τον τελευταίο καιρό έγινε πολύς λόγος για τον Φρανκ Τίμις, τον αυστραλορουμάνο επιχειρηματία με το ιδιαίτερα ύποπτο παρελθόν και νυν μεγαλομέτοχο των μεταλλείων χρυσού στην Χαλκιδική. Ωστόσο, τελείως άγνωστη είναι στην χώρα μας η εξέλιξη μιας άλλης επένδυσής του στην πατρίδα του, στη Ρουμανία, των χρυσωρυχείων της Ρόσια Μοντάνα, στην ορεινή περιοχή Αλμπούρνους Μαγιόρ. Η εκμετάλλευση του χρυσού της χρονολογείται από την εποχή του αυτοκράτορα Τραϊανού (1ος αιώνας μ.Χ.) και συνεχίστηκε μέχρι τις μέρες μας. Ωστόσο, πιστεύεται ότι στην περιοχή απομένουν ακόμα σημαντικά κοιτάσματα χρυσού, πιθανόν τα σημαντικότερα της Ευρώπης. Όμως, καθώς η Ρουμανία φιλοδοξεί να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όφειλε να σταματήσει τις κρατικές επιδοτήσεις στη ζημιογόνο κρατική επιχείρηση εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων αλλά και να πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις για την απορρύπανση της περιοχής. Έτσι, το 1999, η ρουμανική κυβέρνηση επέλεξε τη λύση της ιδιωτικοποίησης και πούλησε το ορυχείο στην καναδική πολυεθνική Gabriel Resources Ltd, στην οποία ο Φρανκ Τίμις κατέχει σημαντικό μερίδιο. Όταν ανακοινώθηκε η πρόθεση της εταιρίας να πενηνταπλασιάσει το μέγεθος του ορυχείου, οι κάτοικοι της περιοχής εξαγριώθηκαν: εκτός από τις πλαγιές των βουνών που θα κατέστρεφε, η εταιρία επιθυμούσε να επεκτείνει το ορυχείο σε 160.000 στρέμματα εύφορης γεωργικής γης στην κοιλάδα. Οι εργασίες για την ολοκλήρωση αυτού του φαραωνικού έργου θα είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή του μοναδικής ομορφιάς τοπίου της περιοχής και των μεγάλης αξίας ρωμαϊκών αρχαιοτήτων της (λουτρά, εννέα νεκροταφεία, ναοί…), αλλά και την καταστροφή 1.000 κατοικιών και την απομάκρυνση των οικογενειών που τις κατοικούσαν από την γη τους. Ταυτόχρονα, προβλεπόταν η φύλαξη των ιδιαίτερα τοξικών υγρών αποβλήτων που παράγονται κατά την επεξεργασία του χρυσοφόρου μεταλλεύματος και έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε κυάνιο μέσα σε μια τεχνητή λίμνη 6.000 στρεμμάτων, η οποία θα δημιουργούνταν με την ανέγερση ενός φράγματος ύψους 186 μέτρων. Μάλιστα, ήταν σχεδόν σίγουρη η διείσδυση των τοξικών αποβλήτων στον υδροφόρο ορίζοντα, με αποτέλεσμα να απειλείται η υδροδότηση 100.000 των γειτονικών περιοχών. Η εκμετάλλευση του κοιτάσματος θα διαρκούσε 16 χρόνια. Στη συνέχεια, η εταιρία προφανώς θα αποχωρούσε από την περιοχή, αφήνοντας στους κατοίκους μια γιγάντια τοξική ωρολογιακή βόμβα (1). Παρά τις έντονες πιέσεις των ρουμανικών αρχών προς τους αγρότες να πουλήσουν την γη τους στην εταιρία και την σκανδαλώδη εύνοια της κυβέρνησης προς την πολυεθνική εταιρία (ανάμεσα στους κυριότερους υποστηρικτές της επένδυσης ήταν ο Υπουργός Πολιτισμού, ο αρμόδιος για την προστασία των αρχαιοτήτων), οι αγρότες δεν υπέκυψαν και, μαζί με την πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής, άρχισαν τον αγώνα για την διάσωση της περιοχής τους. Για καλή τους τύχη, δεδομένου ότι δεν επρόκειτο για κοινωφελές έργο, δεν ήταν δυνατόν να απαλλοτριωθεί η γη τους. Η τύχη τούς χαμογέλασε για δεύτερη φορά όταν συνάντησαν την Αγγλίδα δημοσιογράφο του Ecologist Στέφανι Ροθ, η οποία μαγεύτηκε από την ομορφιά της περιοχής και εντυπωσιάστηκε από τον αγώνα των κατοίκων σε βαθμό που αποφάσισε να μείνει στην Ρόσια Μοντάνα και να στρατευθεί στην μάχη ενάντια στην πολυεθνική. Χάρη στην εμπειρία της στους οικολογικούς αγώνες και στις διασυνδέσεις της, η υπόθεση έγινε γνωστή σε ολόκληρη την χώρα αλλά και στο εξωτερικό καθώς προσέλκυσε το ενδιαφέρον της Greenpeace και πολλών οργανώσεων από χώρες που αντιμετώπιζαν παρόμοια προβλήματα και κυρίως από τον Καναδά. Πολύ σύντομα, κέρδισαν την υποστήριξη των Εκκλησιών της χώρας οι οποίες κατά σύμπτωση κατείχαν γη στην περιοχή και αρνήθηκαν να συνταχθούν με τους επενδυτές, της Ρουμανικής Ακαδημίας (περισσότεροι από 1.000 έγκριτοι ιστορικοί και αρχαιολόγοι στάθηκαν στο πλευρό του κινήματος ενάντια στην πολυεθνική) και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τότε, τα στελέχη της Gabriel Resources επιστράτευσαν το τελευταίο όπλο τους: απειλώντας με κλείσιμο του υπάρχοντος ορυχείου εάν ματαιώνονταν τα σχέδια της επέκτασής του, εξώθησαν με κάθε τρόπο τους εργαζόμενους στο ορυχείο να επιτεθούν σε όλους όσους αντιτίθονταν στα σχέδια της εταιρίας. Πολλοί από τους ακτιβιστές δέχθηκαν επανειλημμένες απειλές και επιθέσεις από τους «αγανακτισμένους μεταλλωρύχους». Μάλιστα, η επίθεση που δέχθηκε η Στεφανί Ροθ παραλίγο να της κοστίσει την ζωή. Η επιμονή της σε αυτόν τον δύσκολο αγώνα ανταμείφθηκε με την απονομή σε αυτήν του σημαντικού αμερικανικού οικολογικού Βραβείου Γκόλντμαν. Εκτός από αυτήν την σημαντική εξέλιξη, τον περασμένο Ιούνιο το κίνημα ενάντια στο χρυσωρυχείο σημείωσε δύο ακόμα σημαντικές επιτυχίες: το Πρωτοδικείο και το Εφετείο της περιφέρειας αποφάσισαν την αναστολή της άδειας που είχε λάβει η πολυεθνική από τις αρμόδιες για θέματα χωροταξίας υπηρεσίες και την ακύρωση της άδειας που είχε χορηγήσει η Αρχαιολογική Υπηρεσία (2). Παρόλες τις ήττες της, η Gabriel Resources δεν παραιτείται από τα σχέδιά της και, σύμφωνα με ανακοίνωσή της, σχεδιάζει την «βελτίωση των επικοινωνίας της με την ρουμανική κυβέρνηση»… 1. L’Écologiste, Νº 16, Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 2005, «Roumanie: mobilization contre une mine d’or». Δαίμων της Οικολογίας, τ. 54, 11/05 |
                     |