Ενότητα :Τεύχος 54, Νοέμβριος 2005 |
Τίτλος : Δήμος Τσαντίλης. ΑΠΟΨΕΙΣ: Υπέρ του λιθοβολισμού των θεωρητικών (σχόλιο στο άρθρο του Τ. Χουβαρδά)
|
Αρχή κειμένου (σχόλιο στο άρθρο του Τ. Χουβαρδά1) Δήμος Τσαντίλης Οι θεωρητικοί είναι μια ιδιαίτερη ράτσα.. Το κυριότερο κουσούρι τους είναι ότι παραμένουν προσηλωμένοι στις θεωρητικές τους κατασκευές, που δεν λεν να ψοφήσουν με τίποτε. Ότι και να συμβεί, όσο και τα ιδεολογήματα να διαψεύδονται από την πραγματικότητα. Για τους παραπάνω λόγους, υποστηρίζω, ότι από καιρού σε καιρό, οι θεωρητικοί, και ιδιαίτερα οι θεωρίες τους, καλό θα ήταν να λιθοβολούνται Μη φοβάστε, οι θεωρητικοί δεν θα εκλείψουν, ο λιθοβολισμός τους άλλωστε θα πρέπει να κινείται στο δικό τους επίπεδο, δηλαδή το συμβολικό. Δεν θα έχουμε, συνεπώς, αίματα και σπασμένα κεφάλια και γι’ αυτό δεν χρειάζεται καν να είναι κανείς αναμάρτητος για να εκσφενδονίσει πρώτος τον λίθο του. Λιθοβολισμός λοιπόν, αλλά με τρόπο. Σκοπός δεν είναι η εξόντωση των θεωρητικών, αλλά η δημιουργία ενός χώρου, όπου κανείς να μπορεί να ανασαίνει λίγο πιο ελεύθερα. Ίσως δε, ο λιθοβολισμός των απόψεών τους να κάνει τελικά καλό και στους ίδιους τους θεωρητικούς. Ο πρώτος λίθος, λοιπόν, ας ριχτεί σε μια όλως αυθαίρετη κατασκευή, σύμφωνα με την οποία, οι τοπικές κοινωνίες είναι σε θέση καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο να διαχειριστούν τις προστατευόμενες περιοχές της χώρας Πιστεύω ότι η αλήθεια αυτού του ισχυρισμού θα πρέπει να επαληθευθεί εμπειρικά και όχι να θεωρείται αυταπόδειχτη. Συγχωρήστε μου τον πειρασμό να μπω στα χωράφια των θεωρητικών, με κίνδυνο να αποτελέσω ο ίδιος αντικείμενο λιθοβολισμού, αλλά από τέτοια αυταπόδεικτα έχουμε χορτάσει, ιδιαίτερα όσοι είχαμε κάποια σχέση με την Αριστερά. Το προλεταριάτο ήταν και αυτό, όπως όλοι γνωρίζαμε, από την φύση του επαναστατικό, αλλά, δυστυχώς, την επαναστατική εξουσία την άσκησαν ερήμην του ο Λένιν, ο Στάλιν και οι μετέπειτα προλεταριακοί δικτάτορες. Ίσως, πιο κοντά στην αλήθεια, να ήταν ο σοσιαλδημοκράτης Lassale, που σε επιστολή του προς τον Bismarck, τον καλούσε να στηριχτεί, όχι στην ασταθή τάξη των αστών, αλλά στο προλεταριάτο που από την φύση του ρέπει προς την δικτατορία. Έχω λοιπόν βάσιμες υπόνοιες για την καταλληλότητα των τοπικών κοινωνιών να αναλάβουν έστω και εν μέρει την διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών. Από εμπειρικά στοιχεία που διαθέτω, προκύπτει ότι οι τοπικές κοινωνίες ρέπουν στην άνευ όρων και ορίων καταστροφή του περιβάλλοντος2. Αν ρωτήσει σήμερα κανείς έναν κάτοικο της ελληνικής επαρχίας, ποιοι είναι οι μεγαλύτεροί του εχθροί, θα λάβει την απάντηση, το Δασαρχείο, που δεν αποχαρακτηρίζει από δασικό κάποιο κτήμα του και (κατά τόπους) η Αρχαιολογική Υπηρεσία, που του λέει να βάλει ξύλινα παντζούρια. (με την Πολεοδομία τα πάει συνήθως καλά γιατί και η Πολεοδομία τα πάει καλά μαζί του). Ο τρίτος λίθος έχει στόχο μια άλλη ξεκρέμαστη παραδοχή, σύμφωνα με την οποία, οι ελάχιστα υπαρκτοί Φορείς Διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών ενσαρκώνουν μια νέα προσέγγιση στην λήψη αποφάσεων, όπου οι τοπικές κοινωνίες συμμετέχουν ενεργητικά.. Πράγματι; Πόσοι Φορείς Διαχείρισης είναι άραγε γνωστοί στην επιστήμη και ποιες ήταν οι επιδόσεις τους; Ποια ήταν η στάση των τοπικών κοινωνιών απέναντί τους και πια η συμβολή τους στην επίτευξη των στόχων της προστασίας; Πάλι από τα δεδομένα που διαθέτω, ιδίως για την Ζάκυνθο, που τυχαίνει να γνωρίζω καλύτερα, η τοπική κοινωνία και η τοπική αυτοδιοίκηση πολέμησαν και πολεμούν με νύχια και με δόντια το εκεί Θαλάσσιο Πάρκο. Πράγματι, όπως λέει ο Τασος Χουβαρδάς στο άρθρο του, «οι Φορείς Διαχείρισης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με μηδενικό κόστος ως δημόσιοι χώροι διαβούλευσης» ή, εναλλακτικά, ως αντιαυταρχικά νηπιαγωγεία για άμισθους ενήλικες, που πριν βαρεθούν την αναποτελεσματικότητά τους και τα βροντήξουν όλα κάτω, ίσως προλάβουν να ζήσουν για λίγο την ουτοπία της «ανασυγκρότησης του δημοσίου χώρου», ήγουν του καφενέ (θα συμπλήρωνα εγώ). Τον τέταρτο λίθο, που θα’ θελα να είναι και ο πιο βαρύς, πρέπει να τον φάνε στο κεφάλι, όχι τόσο οι θεωρητικοί των «τοπικών κοινωνιών» και οι θεωρίες τους, όσο οι απανταχού της χώρας τοπικές αυτοδιοικήσεις. Επιμένω ότι η μέση τοπική αυτοδιοίκηση λειτουργεί μαφιόζικά, δηλαδή σαν μια διευρυμένη πατριαρχική οικογένεια με τις δικές της αξίες και τους δικούς της εσωτερικούς νόμους, παρακάμπτοντας τους όποιους νόμους του όποιου κράτους έχει απομείνει όρθιο. Σε άλλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, πολλοί από τους λαοπρόβλητους τοπικούς μας άρχοντες θα είχαν αποσυρθεί από την κυκλοφορία. Αρκεί προς το παρόν ο λιθοβολισμός. Θα ήθελα μόνο να προσθέσω μερικές γενικές παρατηρήσεις γύρω από τις προστατευόμενες περιοχές. Τις θεωρούμε δεδομένες, αλλά δυστυχώς δεν είναι. Και πάνω απ’ όλα δεν θα υπήρχαν χωρίς την έξωθεν και άνωθεν Οδηγία για τα πουλιά και την Οδηγία για τους οικοτόπους. Η προστασία του περιβάλλοντος δεν ήταν ποτέ στις προτεραιότητες ούτε του ελληνικού κράτους ούτε των κατά τόπους κοινωνιών. Κακά τα ψέματα. Κάθε προστατευόμενη περιοχή α) κοστίζει και β) πρέπει προστατεύεται αποτελεσματικά από αυτούς που θέλουν να την κάνουν οικόπεδο. Για τους λόγους αυτούς η δημιουργία μιας προστατευόμενης περιοχής είναι τόσο ελάχιστα δημοφιλής στις τοπικές κοινωνίες , όσο η δημιουργία μιας νέας χωματερής. Ενδιαφέρον είναι, ότι αυτό που οι τοπικές κοινωνίες τρέμουν, δεν είναι οι νέοι (και άγνωστοι) κανόνες που θα τους επιβληθούν, αλλά η αποκάλυψη και η κατάργηση του καθεστώτος πλήρους ανομίας και ασυδοσίας, στο οποίο έχουν μάθει να ζουν. Εξ ου και το κράτος που είναι υποχρεωμένο να εφαρμόζει την Κοινοτική νομοθεσία, φοβούμενο το «πολιτικό κόστος», προτίμησε να μεταθέσει τις δικές του ευθύνες του σε έναν ανεύθυνο και χωρίς εξουσία και εξασφαλισμένη χρηματοδότηση θεσμό, όπως οι Φορείς Διαχείρισης. Αν εξαιρέσει κανείς τον Φορέα Διαχείρισης του Θαλάσσιου Πάρκου της Ζακύνθου, που δημιουργήθηκε ύστερα από προσπάθειες δεκαετιών εκ μέρους των περιβαλλοντικών οργανώσεων και παρά τις τρικλοποδιές της τοπικής κοινωνίας, καθώς και τον Φορέα διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου του Σχοινιά, που συγκροτήθηκε όταν η περιοχή βρέθηκε στο στόχαστρο της διεθνούς δημοσιότητας, λόγω Κωπηλατοδρομίου και Ολυμπιακών, όλοι οι υπόλοιποι Φορείς, Διαχείρισης (γύρω στους 25 αν δεν κάνω λάθος), ιδρύθηκαν νύχτα για να μη παραπεμφθεί η Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και έκτοτε λειτουργούν στον χώρο του φανταστικού, όπως και η ανύπαρκτη εν Ελλάδι «οικολογική αριστερά», που υποτίθεται ότι θα τους έδινε το φιλί της ζωής. Όσο για την φύση της φύσης και την σχέση της με τον άνθρωπο, που φαίνεται να βασανίζει τον Τ. Χ. (είμαστε μέσα της; την κοιτάμε απέξω;), ομολογώ ότι ανήκω σε αυτούς για τους οποίους η φύση είναι αθεράπευτα «εξωτερική». Όμως όταν θέλω να το ξεχάσω, έστω και για λίγο, αντί να καταφεύγω στην ψυχρή θεωρία, παίρνω τον ζεστό μου υπνόσακο και κοιμάμαι κάτω από τον έναστρο κρητικό ουρανό. Το συνιστώ. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 54, 11/05 |
                     |