Ενότητα :Τεύχος 69, Μάρτιος 2007 |
Τίτλος : Τάσος Κρομμύδας, ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ, Κλιματική αλλαγή και πολιτική
|
Αρχή κειμένου Κλιματική Αλλαγή και Πολιτική Τάσος Κρομμύδας μέλος των Οικολόγων Πράσινων και της Οικολογικής Αθήνας. Επίσημα πλέον δεν υπάρχει χώρος για αμφιβολίες σχετικά με την σπουδαιότητα και την επιτακτικότητα της αντιμετώπισης του κινδύνου της κλιματικής αλλαγής. Οι πρόσφατες εκθέσεις της ομάδας του Sir Nicholas Stern καθώς και των επιστημόνων του Διακυβερνητικού Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή στοιχειοθετούν την πιο επίσημη επιστημονική ομοφωνία πως: Ø Η κλιματική αλλαγή συμβαίνει, δεν είναι κινδυνολογία. Ø Γι' αυτήν ευθύνονται οι ανθρώπινες δραστηριότητες, όχι κάποιοι φυσικοί κύκλοι ή φαινόμενα. Ø Οι επιπτώσεις θα είναι άνευ προηγουμένου στη φύση και στο πώς ζουν οι άνθρωποι. Ø Για να περιοριστεί η αλλαγή σε αποδεκτά επίπεδα, οι παγκόσμιες εκπομπές πρέπει να μειωθούν στο 1/5 των σημερινών πριν το τέλος του αιώνα. Και για όσους κυνικούς αναρωτιόντουσαν αν τα απαιτούμενα μέτρα θα αξίζουν τον κόπο, το βασικό μήνυμα από την Έκθεση Στερν είναι πως το κόστος υλοποίησης των απαραίτητων αλλαγών μόλις το 1% ετησίως του παγκόσμιου προϊόντος αν αυτές γίνουν άμεσα και με αποτελεσματικό τρόπο- είναι κατά πολύ μικρότερο του κόστους της κλιματικής αλλαγής που θα προέλθει από την μη υλοποίησή τους. Η έκθεση επισημαίνει τρία στοιχεία των απαραίτητων πολιτικών για το κλίμα προκειμένου αυτές να είναι αποτελεσματικές: 1. Ενίσχυση της ανάπτυξης και εγκατάστασης σε μεγάλη κλίμακα τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών και υψηλής αποδοτικότητας. 2. Απομάκρυνση των υφιστάμενων εμποδίων στις απαιτούμενες αλλαγές (μέσα από ρυθμίσεις, απαγορεύσεις, προδιαγραφές, ενημέρωση, ευαισθητοποίηση, χρηματοδοτική στήριξη). 3. Εισαγωγή κόστους στις εκπομπές αερίων μέσα από κατάλληλη φορολόγηση, εμπορία δικαιωμάτων και ρυθμιστικά πλαίσια. Σε αυτό το τρίτο στοιχείο θα σταθώ περισσότερο. Ένας ισοδύναμος τρόπος να δει κανείς το προαναφερθέν βασικό μήνυμα της Έκθεσης Στερν, είναι πως -όπως αναφέρει η ίδια- «η κλιματική αλλαγή είναι η μεγαλύτερη Αποτυχία της Αγοράς». Με άλλα λόγια, η μη συνεκτίμηση του εξωτερικού κόστους από τις ανθρώπινες δραστηριότητες στο περιβάλλον κατά τη λήψη αποφάσεων καθιστά τελικά το κόστος των επιπτώσεων μεγαλύτερο από εκείνο των αλλαγών που απαιτεί ακριβώς η ενσωμάτωση του εξωτερικού κόστους. Σίγουρα δημιουργεί περίεργα αισθήματα η υιοθέτηση ενός διαχρονικού πράσινου αιτήματος από τα πιο επίσημα χείλη οικονομολόγων. Μέχρι σήμερα, η οικονομική λειτουργία των κοινωνιών έχει βασιστεί σε μια νοοτροπία που λίγο πολύ αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως ανεξάντλητο πόρο προς κατανάλωση, ως δωρεάν και απέραντη αποθήκη ρύπων και αερίων. Ουσιαστικά η ανάπτυξη και ο καταναλωτισμός μας έχει επιδοτηθεί από τις επόμενες γενιές ή τις πιο ευπαθείς κοινωνίες που θα πρέπει να ζήσουν σε ένα υποβαθμισμένο περιβάλλον ή θα κληθούν να αναλάβουν το κόστος αποκατάστασής του. Η ενσωμάτωση του εξωτερικού κόστους μπορεί να γίνει καθοριστικό εργαλείο για την αλλαγή της κατάστασης αυτής σε μια κατεύθυνση βιωσιμότητας όχι μόνο καθιστώντας λιγότερο ανταγωνιστικές τις επιβλαβείς προς το περιβάλλον δραστηριότητες αλλά και πυροδοτώντας παράπλευρα οφέλη, όπως για παράδειγμα μειώνοντας τα σημερινά παράλογα επίπεδα παγκόσμιου εμπορίου και μεταφορές επιχειρήσεων που βασίζονται στην ύπαρξη αφορολόγητων-«επιδοτημένων» καυσίμων ναυσιπλοΐας και αεροπλοΐας. Αν παίρνουμε την πολιτική απόφαση να δράσουμε άμεσα στα «δέκα χρόνια που έχουμε να σώσουμε τον κόσμο» (σύμφωνα με τους επιστήμονες), πρέπει από την αρχή να συνειδητοποιήσουμε πως η εποχή της φτηνής και άφθονης ενέργειας, η εποχή του ανεύθυνου καταναλωτισμού έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Πρέπει να υπερβούμε την μυωπική λογική που αντιμετωπίζει γενικά και άκριτα την ενέργεια ως «λαϊκό αγαθό» και «κοινωνικό δικαίωμα» προκειμένου να αλλάξουμε το πόση και ποια ενέργεια καταναλώνουμε, με ποιον τρόπο την καταναλώνουμε και για το ποιες ανάγκες θέλουμε να ικανοποιήσουμε. Η υπέρβαση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στην Ελλάδα, την χώρα με την πιο «βρώμικη» και σπάταλη οικονομία στην ΕΕ των 15, με την εμμονή στον τόσο ρυπογόνο λιγνίτη (που περηφανευόμαστε πως μας εξασφαλίζει την φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια στην Ευρώπη), με φόρο στην βενζίνη χαμηλότερο ακόμα κι από έξι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Μαγικές λύσεις για την προστασία του κλίματος δεν υπάρχουν ούτε έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε για τέτοιες. Προφανώς η πυρηνική ενέργεια δεν μπορεί να αποτελεί τμήμα της λύσης καθώς όχι μόνο είναι επικίνδυνη και τοξική αλλά και ακριβή, συνδυασμένη με τα πυρηνικά όπλα και με πολύ μικρή και καθυστερημένη ενδεχόμενη συνεισφορά. Μια αποτελεσματική κλιματική πολιτική προϋποθέτει άμεσα ένα ξεκάθαρο, αυστηρό, δεσμευτικό, μακροχρόνιο, παγκόσμιο και δίκαιο πλαίσιο μείωσης των εκπομπών σε αποδεκτά επίπεδα. ’ξονες και εργαλεία εφαρμογής μιας τέτοιας πολιτικής δεν μπορεί παρά να είναι η εξοικονόμηση ενέργειας (με περιορισμό της σπατάλης και των περιττών αναγκών και ριζική αλλαγή του τρόπου με τον οποίο ικανοποιούμε τις ανάγκες μας) και η μέγιστη αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ταυτόχρονα, δεν έχουμε ούτε την πολυτέλεια να ρίχνουμε την ευθύνη σε κάποιον υποθετικό «κακό», η αναίρεση της σπατάλης ή της απληστίας του οποίου θα απέτρεπε την κλιματική αλλαγή: Στην Ελλάδα (όπως και στις περισσότερες χώρες) ο οικιακός τομέας είναι αυτός με τους μεγαλύτερους ρυθμούς αύξησης κατανάλωσης πετρελαίου και ηλεκτρισμού, ενώ παγκοσμίως, σύμφωνα με το σενάριο αναφοράς, μόλις το 10% των επιπλέον εκπομπών μέχρι το 2050 θα προέλθει από την βαριά βιομηχανία. Είναι λοιπόν φανερό πως χωρίς δραστικές αλλαγές στις καθημερινές καταναλωτικές επιλογές και συνήθειες όλων μας δεν υπάρχει δυνατότητα προστασίας του κλίματος. Στην κατεύθυνση αυτή ένας κριτικός πολιτικός λόγος για την βιωσιμότητα θα πρέπει να πάψει να θεωρεί τις σημερινές ανάγκες και επίπεδα κατανάλωσης ως κεκτημένα και δεδομένα και να κάνει κριτική στο ίδιο το περιεχόμενό τους, αρνούμενο την λογική που ανάγει την κατανάλωση σε δείκτη κοινωνικής υγείας και αξίας. Στη γενιά μας πέφτει το ιστορικό βάρος της προστασίας του κλίματος και ίσως της ίδιας της επιβίωσης του ανθρώπου όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Ίσως το πρώτο βήμα είναι να αποφασίσουμε εάν είμαστε προικισμένοι με μια αίσθηση διεθνούς και διαχρονικής δικαιοσύνης την οποία είμαστε πρόθυμοι να εξασκήσουμε, ακόμα κι αν αυτό αποβεί εις βάρος μας. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 69, 3/07 |
                     |