Ενότητα :Τεύχος 53, Οκτώβριος 2005

Τίτλος : Τάσος Χοβαρδάς. ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ. Οικολογική αριστερά και τοπική αυτοδιοίκηση: Το παράδειγμα των προστατευόμενων περιοχών

Διαβάστηκε: 797 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Οικολογική αριστερά και τοπική αυτοδιοίκηση: Το παράδειγμα των Προστατευόμενων Περιοχών

 

ΤΑΣΟΣ ΧΟΒΑΡΔΑΣ

 

Το κείμενο επιχειρεί να δείξει πώς θα μπορούσε να παρέμβει η οικολογική αριστερά στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης μέσα από το παράδειγμα των προστατευόμενων περιοχών. Παρά το γεγονός ότι οι Φορείς Διαχείρισης λειτούργησαν για λίγο χρόνο και σε λίγες περιπτώσεις, γίνεται μια απόπειρα να διερευνηθούν τα αίτια της διαφαινόμενης αποτυχίας συγκρότησης ή βιωσιμότητας των Φορέων, καθώς και να συζητηθούν οι προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες θα μπορούσε να πετύχει το σχετικό εγχείρημα. Η βασική θέση είναι ότι οι λόγοι της αποτυχίας δεν αφορούν προβλήματα χρηματοδότησης, όπως ισχυρίζονται οι περισσότεροι.

 

Αρχικά, θα πρέπει να σταθούμε σε δύο σημεία που αφορούν τις περιβαλλοντικές οργανώσεις[1]. Οι Φορείς Διαχείρισης αποτέλεσαν μια διαφοροποίηση του τόπου λήψης των αποφάσεων για τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό: για πρώτη φορά επιχειρήθηκε η συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στη διατύπωση των στόχων της περιβαλλοντικής πολιτικής. Η συγκεκριμένη αλλαγή έγινε μεταξύ άλλων και επειδή η εμπειρία έδειξε ότι προαπαιτούμενο για την επιτυχία κάθε ανάλογης προσπάθειας είναι η συναίνεση των ντόπιων. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, όμως, συνέχισαν να συμπεριφέρονται όπως πριν τη συγκρότηση των Φορέων. Δηλαδή, αντί να επιχειρήσουν να πείσουν – ως ισότιμοι εταίροι – τις τοπικές κοινωνίες, παρέμειναν στη συμμαχία τους με την κεντρική εξουσία και σε μια λογική συμμόρφωσης των τοπικών κοινωνιών με προειλημμένες αποφάσεις.

 

Για ποιο λόγο, όμως, συνέχισαν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις την παραδοσιακή τους τακτική; Για να λειτουργήσουν οι Φορείς, πρέπει οι εμπλεκόμενοι να είναι σε θέση να δεσμεύονται μακροπρόθεσμα. Και ενώ όλοι περιμένουν ότι οι τοπικές κοινωνίες θα έχουν εδώ πρόβλημα εξαιτίας των αλλαγών στην τοπική εξουσία, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις έχουν μάλλον πιο σημαντικό πρόβλημα. Ενώ όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν δύο μορφών δεσμεύσεις, μία ‘εσωτερική’, δηλαδή απέναντι στους υπόλοιπους εμπλεκόμενους, και μία ‘εξωτερική’, δηλαδή απέναντι στο σώμα το οποίο εκπροσωπούν, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις φαίνεται να μην έχουν ξεκάθαρη ‘εξωτερική’ δέσμευση. Ποιον ακριβώς εκπροσωπούν και ποιος τους ασκεί κοινωνικό έλεγχο; Εξαιτίας αυτής της χαλαρής ‘εξωτερικής’ δέσμευσης θα ανέμενε κανείς – όπως και αρκετές φορές γίνεται – οι περιβαλλοντικές οργανώσεις να λειτουργούν με κριτήρια που μοιάζουν με ιδιωτικο-οικονομικά. Το γεγονός αυτό συνηγορεί και για την ιδιαίτερη σχέση των περιβαλλοντικών οργανώσεων με το κράτος αλλά και για τις κρατικιστικές αντιλήψεις που θέλουν τις τοπικές κοινωνίες να λειτουργούν ως τοπικές μαφίες[2],[3]. Είναι βέβαια περιττό να επισημάνει κανείς τη δυσκολία να οργανωθεί ένα πολιτικό σχέδιο παρέμβασης μέσα από την τοπική αυτοδιοίκηση με βάση τις αντιλήψεις που αναφέρθηκαν.

 

Τι άλλο έχει να μας πει το παράδειγμα των προστατευόμενων περιοχών; Η διαβούλευση των εμπλεκόμενων στους Φορείς Διαχείρισης ανατρέπει το βασικότερο ίσως στοιχείο του κυρίαρχου ρεύματος στη σύγχρονη οικολογία: την ‘εξωτερική’ φύση. Μέσα από τη διαβούλευση αυτή η υλική βάση για την παραγωγή που υποτίθεται ότι προσφέρει η ‘εξωτερική’ φύση φανερώνεται ως προϊόν της κοινωνικής παραγωγής. Τότε, η εικόνα της φύσης ως αντικειμενικότητα προς ιδιοποίηση, μια εικόνα που αναπτύχθηκε μέσα στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και συνιστά την αναπαράσταση της φύσης σε όλη την παράδοση της αστικής πολιτικής οικονομίας, παύει πια να προβάλλεται ως  μοναδικός και αδιαμφισβήτητος τρόπος πρόσληψης της φύσης.

 

Παρά την πρόθεση του οικολογικού κινήματος να υπερβεί την υφιστάμενη σχέση κοινωνίας/φύσης, η ‘εξωτερική’ φύση δεν είναι παρά μια ιδεολογική μεταγραφή της σχέσης αυτής (πίνακας 1): όπως οι νόμοι της αγοράς, έτσι και οι νόμοι της φύσης, θεωρούνται έξω από την ανθρώπινη ιστορία. Η υπερεργασία / υπεραξία ως αρχή διατήρησης της υλικής βάσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μεταφράζεται ως υπερπροϊόν / τόκος του φυσικού κεφαλαίου, ενώ ο ανταγωνισμός ως μηχανισμός αυτορρύθμισης της αγοράς βρίσκει το αντίστοιχό του στις αρνητικές αναδράσεις των κύκλων της ύλης. Είναι, επομένως η κοινωνία της αγοράς κρυμμένη πίσω από την ‘εξωτερική’ φύση που καταπίνει τα πάντα στη μαύρη τρύπα του Τέλους της Ιστορίας. Η εμμονή σε μια τέτοια φύση είναι που αντιφάσκει με την αναγκαιότητα της ανθρώπινης παρέμβασης όπως αυτή καταδεικνύεται μέσα από τη συγκρότηση των Φορέων Διαχείρισης.

 

Πίνακας 1. Ισομορφισμοί ανάμεσα στην κοινωνία της αγοράς και την ‘εξωτερική’ φύση.

 

Κοινωνία της αγοράς

‘Εξωτερική’ φύση

Νομιμοποιητική βάση

Νόμοι της αγοράς

Νόμοι της φύσης

Διατήρηση υλικής βάσης

Υπερεργασία

Υπερπροϊόν

Αυτορρύθμιση

Ανταγωνισμός

Κύκλοι ύλης

 

Ας δούμε τα πράγματα λίγο αναλυτικότερα. Το κυρίαρχο ρεύμα της σύγχρονης οικολογίας ενσωματώνει στον ιδεολογικό του λόγο τις αναπαραστάσεις του ‘Ανθρώπου’, της ‘Φύσης’ και της ‘Παραγωγής’ και τις συναρθρώνει μέσα από μια αναστροφή του διπόλου Υποκείμενο / Αντικείμενο (πίνακας 2). Η αφετηριακή θέση είναι ότι η καταστατική ιδιότητα του ανθρώπου να ικανοποιεί τις ανάγκες του ιδιοποιούμενος τη φύση οδηγεί στην περιβαλλοντική υποβάθμιση. Δηλαδή, ο άνθρωπος είναι φύσει κακός. Η φύση, τώρα, ανάγεται σε Υποκείμενο, αφού της αποδίδεται αυταξία. Με την ενσάρκωση της ‘εξωτερικής’ φύσης στις προστατευόμενες περιοχές υλοποιείται το διχοτομικό σχήμα ‘εξωτερική’ / ’εσωτερική’ φύση. Η ‘αίσθηση του επείγοντος’ που προκύπτει από την απειλή εξαφάνισης της υποτιθέμενης ‘εξωτερικής’ φύσης αυτονομεί την ‘Παραγωγή’ και την αναθέτει σε ένα σώμα ειδικών επιστημόνων / τεχνοκρατών. Αυτοί, ως σύγχρονο ιερατείο, αναλαμβάνουν εκ μέρους ολόκληρης της κοινωνίας να συνομιλήσουν με την ‘εξωτερική’ φύση ως Υποκείμενο.

     

Πίνακας 2. ‘Άνθρωπος’, ‘Φύση’ και ‘Παραγωγή’ για την αστική πολιτική οικονομία, το κυρίαρχο ρεύμα της σύγχρονης οικολογίας και την οικολογική αριστερά.

 

Αστική πολιτική οικονομία*

Κυρίαρχο ρεύμα της σύγχρονης οικολογίας

Οικολογική αριστερά*

‘Άνθρωπος’

Υποκείμενο με Ανάγκες

Είναι φύσει κακός

Οι ανθρώπινες ανάγκες παράγονται από την κοινωνική πρακτική

‘Φύση’

‘Εξωτερική’ ως αντικειμενικότητα προς ιδιοποίηση και ‘εσωτερική’ ως μέσα παραγωγής που έχουν προέλθει από την ανθρώπινη εργασία

Ανάγεται σε Υποκείμενο

Δεν υφίσταται διάκριση μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής φύσης. Η φύση στο σύνολό της παράγεται από την κοινωνική πρακτική

‘Παραγωγή’

Διαλεκτική Υποκειμένου-Αντικειμένου

Αυτονομείται μέσα από την ‘αίσθηση του επείγοντος’

Επικαθοριζόμενη από τις ιστορικές κοινωνικές σχέσεις

*Ανασυγκροτήσεις από: Νικήσιανης Ν, 2004. Η Φύση του Κεφαλαίου. Η κοινωνική παραγωγή της φύσης μέσα από τη θεωρία του τρόπου παραγωγής. Διπλωματική εργασία. Τομέας Οικολογίας, Τμήμα Βιολογίας, ΑΠΘ.

 

      Με τον τρόπο αυτό, φαίνεται η παραγωγή να αποτελεί έναν διάλογο ανάμεσα σε δύο Υποκείμενα. Ωστόσο, εδώ συμβαίνει κάτι πολύ πιο διαφορετικό, αφού επέρχεται στο ιδεολογικό επίπεδο μια πλήρης αντιστροφή του δίπολου Υποκείμενο / Αντικείμενο: Ο άνθρωπος μετατρέπεται σε Αντικείμενο, αφού το μόνο που του επιτρέπεται είναι η αποκατάσταση των κύκλων ανάδρασης ή η ικανοποίηση κάθε άλλης Ανάγκης της ‘εξωτερικής’ φύσης ως Υποκειμένου και οι οποίες βρίσκονται πάντοτε σε άμεση αντιπαράθεση με την ανθρώπινη παρέμβαση. Ο άνθρωπος αυτός είναι προσωποποιημένη η αλλοτριωμένη εργασία στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Η επιστασία της ‘εξωτερικής’ φύσης που επιφυλάσσει ως ρόλο για τις τοπικές κοινωνίες το κυρίαρχο ρεύμα της σύγχρονης οικολογίας είναι μια εκδοχή αυτής της εικόνας του ‘Ανθρώπου’.

 

      Για την οικολογική αριστερά η φύση δεν μπορεί παρά να θεωρείται στο σύνολό της ως παράγωγο της κοινωνικής πρακτικής. Μάλιστα, είναι η κοινωνική αυτή πρακτική που παράγει και τις ανθρώπινες ανάγκες. Η παραγωγή τότε πρέπει να οριστεί ως διαδικασία επικαθοριζόμενη από τις ιστορικές κοινωνικές σχέσεις.

 

      Πως βλέπει τις προστατευόμενες περιοχές το κυρίαρχο ρεύμα της σύγχρονης οικολογίας (σχήμα 1): Η περιβαλλοντική διαχείριση ενσαρκώνει στις περιοχές αυτές την ‘εξωτερική’ φύση και ο τοπικές κοινωνίες οφείλουν να συμμορφωθούν με το διαχειριστικό καθεστώς.

Προστατευόμενες

περιοχές

 

Ενσάρκωση ‘εξωτερικής’ φύσης

 

Συμμόρφωση

τοπικών κοινωνιών

Περιβαλλοντική διαχείριση

Σχήμα 1

 

 

      Πως μπορεί να δει η οικολογική αριστερά τις προστατευόμενες περιοχές (σχήμα 2): η μεταβολή των χρήσεων γης στις περιοχές αυτές ως αποτέλεσμα διαβούλευσης των εμπλεκομένων τις ανάγει σε χώρο πειραματισμού με στόχο τη στάθμιση εναλλακτικών πρακτικών.

 

 

Υπάρχει μια πληθώρα θεμάτων που θα μπορούσαμε να διερευνήσουμε:

 

·          Οι Φορείς Διαχείρισης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με μηδενικό οικονομικό κόστος ως δημόσιοι χώροι διαβούλευσης και να συμβάλουν συνολικά στην ανασυγκρότηση του δημόσιου χώρου. Χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση της Ζακύνθου που έδειξε ότι η διαβούλευση μέσα από τους Φορείς μπορεί να οδηγήσει σε ομόφωνες αποφάσεις.

·          Για την οικολογική αριστερά προκύπτει ένας ρόλος που συνοψίζεται στη διασύνδεση των επιμέρους ‘τοπικών’. Αυτός μπορεί να είναι άλλοτε συμπληρωματικός προς αυτόν των περιβαλλοντικών οργανώσεων (στήριξη της καινοτομίας με στόχο την εφαρμογή πράσινων πολιτικών) και άλλοτε κριτικός (πχ δεν είναι δυνατό η έννοια της κοινωνικής φέρουσας ικανότητας να έχει την ίδια σημασία στη Ροδόπη, όπου η οικοτουριστική κίνηση κατευθύνεται κυρίως προς το δασικό χωριό της Ελάτης, και στην Κερκίνη ή τις Πρέσπες, όπου η οικοτουριστική κίνηση μπορεί να επηρεάζει περισσότερα από δέκα χωριά). 

·          Πρέπει να δει κανείς αν και κάτω από ποιες προϋποθέσεις η αναδιοργάνωση του πρωτογενούς (πχ βιολογική γεωργία) και του τριτογενούς τομέα (πχ εναλλακτικές μορφές τουρισμού) είναι συμβατή με τις τοπικές ανάγκες (εξάρτηση από δίκτυα διανομής για τη βιολογική γεωργία, σχέση εξαρτημένης εργασίας / αυτοαπασχόλησης και πολυδραστηριότητα για τις εναλλακτικές μορφές τουρισμού). Μπορεί επίσης να διερευνηθεί η δυνατότητα συνέργιας μεταξύ τομέων (αγροτουρισμός, κατανάλωση βιολογικών προϊόντων σε οικοτουριστικές μονάδες).

·          Ο δευτερογενής τομέας πρέπει να αντιμετωπιστεί ΄στο σύνολό του και όχι μόνο ως είσοδοι (κατανάλωση πρώτων υλών)/έξοδοι (διάθεση καταλοίπων). Για παράδειγμα, στην Κορώνεια δεν αρκεί να ελέγξει κανείς πόση ποσότητα αποβλήτων διαθέτουν στη λεκάνη απορροής της λίμνης οι βιομηχανίες της περιοχής αλλά πιο πριν είναι σημαντικότερο να διερευνηθούν τα αίτια προσέλκυσης όλο και μεγαλύτερου αριθμού μονάδων μεταποίησης μέσα από την ίδια τη χρήση της λίμνης ως αποδέκτη βιομηχανικών λυμάτων.

·          Σε αντίθεση με το σχετικά αυξημένο ενδιαφέρον για την ποιότητα ζωής στον αστικό χώρο, έχει υποεκτιμηθεί η ποιότητα ζωής στην ύπαιθρο και το πώς αυτή σχετίζεται με φαινόμενα αστικοποίησης. Χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση της Δαδιάς: η πλήρης ή μερική απασχόληση στον οικοτουρισμό δημιουργεί σε μια αγροτική κοινωνία τη διάκριση μεταξύ χρόνου εργασίας και ελεύθερου χρόνου.

·          Η περιβαλλοντική προστασία ως αλλαγή χρήσεων γης και ο τρόπος με τον οποίο αυτή επιδρά στις τοπικές κοινωνίες καθιστά σαφές το αδιαίρετο μεταξύ αριστεράς και οικολογίας. Και η πρώτη και η δεύτερη δεν μπορούν παρά να μιλούν για το μετασχηματισμό της φύσης μέσα από την κοινωνική παραγωγή.

 

Συχνά, διάφορα κείμενα του ΣΥΝ περιλαμβάνουν και λίγο από οικολογία, είτε επειδή αυτή αναφέρεται ως προσδιοριστικό στοιχείο στο όνομα του κόμματος είτε επειδή γενικά φαίνεται να ταιριάζει στο μέτωπο κατά του νεοφιλελευθερισμού. Ίσως – μιλώντας για πράγματα όπως τα παραπάνω – η οικολογία πάψει να εκφέρεται ως υιοθετημένη από την αριστερά και να γίνει σαφές πόσο κοντά βρίσκεται στην καρδιά της αριστερής προβληματικής – και το αντίστροφο.

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 53, 10/05

 



[1] Η κριτική στον τρόπο λειτουργίας των περιβαλλοντικών οργανώσεων πολλές φορές γίνεται αντιληπτή ως καταδίκη τους. Αυτή η αντιμετώπιση είναι τουλάχιστον επιπόλαια, αφού όλοι, λίγο ή πολύ, ανήκουμε ή συνεργαζόμαστε με τις οργανώσεις και μοιραζόμαστε τις ίδιες αγωνίες για το περιβαλλοντικό πρόβλημα. Ο αναστοχασμός όμως δεν έβλαψε ποτέ, αφού πάντα είναι θεμιτό να σταθμίζει κανείς το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του.

[2] Τσαντίλης Δ, 2004. Ιεραρχία, τοπαρχία και περιβάλλον. Κυριακάτικη Αυγή, Δαίμων της Οικολογίας, τεύχος 36, σσ. 8-9.

[3] Τσαντίλης Δ, 2004. Η τραγωδία των προστατευόμενων περιοχών. Κυριακάτικη Αυγή, Δαίμων της Οικολογίας, τεύχος 38, σ. 21.

Επιστροφή