Ενότητα :Τεύχος 53, Οκτώβριος 2005 |
Τίτλος : GREENPEACE. ΘΕΜΑΤΑ. Αιγαίο: Καθαρή ενέργεια - Πρόσω ολοταχώς!
|
Αρχή κειμένου ΑΙΓΑΙΟ: ΚΑΘΑΡΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ - ΠΡΟΣΩ ΟΛΟΤΑΧΩΣ! Πρόταση της Greenpeace για να βγούμε από τα πετρελαϊκά αδιέξοδα Η ‘πετρελαϊκή κρίση’ στο Αιγαίο και τα αδιέξοδα της ΔΕΗ Η ΔΕΗ είναι, ως γνωστόν, διαχειρίστρια του δικτύου, αποκλειστικός προμηθευτής και πρακτικά μοναδικός παραγωγός με συμβατικά καύσιμα στα νησιά του Αιγαίου. Με τον πολλαπλό αυτό ρόλο, καλείται να αντιμετωπίσει και τα πολλά και ποικιλόμορφα προβλήματα της ηλεκτροδότησης των νησιών. Τα προβλήματα αυτά περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: - Πρόβλημα επάρκειας ισχύος σχεδόν σε όλα τα νησιά, δεδομένου μάλιστα και του υψηλού ρυθμού αύξησης της ζήτησης σε ηλεκτρική ενέργεια από χρόνο σε χρόνο (για παράδειγμα, η μέση ετήσια αύξηση στη Λέσβο ήταν 5,7% την περίοδο 1990-2004, σημαντικά υψηλότερη από την αντίστοιχη αύξηση στην υπόλοιπη χώρα). - Εποχιακή ζήτηση λόγω αιχμής της τουριστικής περιόδου κατά την καλοκαιρινή περίοδο. - Παλαιότητα των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που επιβάλει την αντικατάσταση πολλών αυτόνομων πετρελαϊκών μονάδων στο άμεσο μέλλον. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμη και σήμερα λειτουργούν μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με ηλικία άνω των 40 ετών και με εξαιρετικά χαμηλή απόδοση. Πολλές από τις μονάδες αυτές έχουν χαρακτηρισθεί από τη ΡΑΕ (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας) ως ‘αναξιόπιστες’ και ‘προβληματικές’ στη λειτουργία τους. - Αδύναμα δίκτυα μεταφοράς της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας. - Σημαντική περιβαλλοντική επιβάρυνση, αφού για κάθε κιλοβατώρα που παράγεται στους πετρελαϊκούς σταθμούς εκλύεται στην ατμόσφαιρα περίπου 1 κιλό διοξειδίου του άνθρακα. Οι συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στα νησιά όπου η ΔΕΗ διαθέτει μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, είναι περίπου 4 εκατ. τόνοι ετησίως. Επιπλέον, οι σταθμοί αυτοί (συχνά κοντά σε οικιστικά σύνολα) επιβαρύνουν τοπικά το περιβάλλον με ρύπους και ενίοτε είναι εξαιρετικά θορυβώδεις. - Πολύ υψηλό κόστος παραγωγής στα νησιά. Το κόστος παραγωγής για τη ΔΕΗ στα νησιά είναι υψηλότερο από την τιμή πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας, με αποτέλεσμα το σύνολο των καταναλωτών της χώρας να επιδοτεί εμμέσως τις νησιωτικές περιοχές με περισσότερα από 300 εκατ. ευρώ ετησίως. Όπως είναι εύλογο, με την άνοδο των τιμών του πετρελαίου, το κόστος αυτό ανεβαίνει, αφού το κόστος καυσίμου αποτελεί το 50% περίπου του συνολικού κόστους της κιλοβατώρας. Στα παραπάνω κόστη δεν έχουμε υπολογίσει το λεγόμενο ‘εξωτερικό’ κόστος που πληρώνει η κοινωνία ως τίμημα για τη λειτουργία ρυπογόνων πετρελαϊκών σταθμών και τις συνέπειες που έχει η καύση του πετρελαίου στην υγεία, το περιβάλλον και το κλίμα του πλανήτη. Σχετική μελέτη του ΕΜΠ, για την αποτίμηση του κόστους αυτού στην περίπτωση των πετρελαϊκών σταθμών στα ελληνικά νησιά (στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος ExternE), αναφέρει πως το ‘εξωτερικό’ αυτό κόστος θα έπρεπε να επιβαρύνει την τιμή της κιλοβατώρας κατά 4-6,8 λεπτά (0,04-0,068 €/KWh). Αν μάλιστα οι επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών αποδειχθούν δυσμενέστερες των προβλεπόμενων, τα κόστη αυτά φτάνουν στα 0,2 €/KWh. Με άλλα λόγια, η πραγματική μέση τιμή της κιλοβατώρας στα νησιά θα έπρεπε να υπολογίζεται περί τα 0,2-0,36 €/KWh, ενώ στις περιόδους αιχμής είναι πολύ υψηλότερη, και στα πολύ μικρά νησιά (λαμβάνοντας υπ’ όψη τις πρόσφατες ανατιμήσεις στις τιμές του πετρελαίου) ξεπερνά ακόμη και το 1 €/KWh. Οι φόβοι για τις επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών κάθε άλλο παρά θεωρητικοί είναι, όπως έδειξε και πρόσφατη μελέτη του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (Φεβρουάριος 2005), η οποία προβλέπει ως τα τέλη του αιώνα αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 7-8 βαθμούς στην περιοχή του Αιγαίου το μήνα Ιούλιο, πολύ πάνω δηλαδή από την αναμενόμενη μέση αύξηση σε παγκόσμιο επίπεδο. Για να αντιμετωπίσει πολλά από τα προαναφερθέντα προβλήματα (κυρίως αυτό της επάρκειας ισχύος), η ΔΕΗ προγραμματίζει την εγκατάσταση πολλών νέων πετρελαϊκών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής συνολικής ισχύος αρκετών δεκάδων μεγαβάτ (MW). Η επιλογή αυτή όμως, απλώς παρατείνει τη σημερινή κατάσταση και δεν λύνει μακροπρόθεσμα τα προβλήματα, ιδίως αυτά που σχετίζονται με την περιβαλλοντική διάσταση της παραγωγής ενέργειας. Ως γνωστόν, η Οδηγία 2001/77/EΕ "Για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας" προβλέπει για την Ελλάδα ενδεικτικό στόχο κάλυψης από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές σε ποσοστό της ακαθάριστης κατανάλωσης ενέργειας κατά το έτος 2010 ίσο με 20,1%. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ (μαζί με την Πορτογαλία) που εκτιμάται ότι δεν θα πλησιάσει καν αυτό το στόχο. Κι αυτό γιατί οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) έχουν κολλήσει σε απίστευτες γραφειοκρατικές ατραπούς που εμπόδισαν μέχρι σήμερα την απογείωσή τους. Και η ΔΕΗ όμως δεν έχει υποστηρίξει μέχρι σήμερα αυτή την προοπτική. Είναι χαρακτηριστικό, πως, με εξαίρεση τα μεγάλα υδροηλεκτρικά, οι ΑΠΕ αποτελούν μόλις το 0,3% της συνολικά εγκατεστημένης ισχύος της ΔΕΗ και συνεισφέρουν μόλις κατά 0,03% στη συνολική ηλεκτροπαραγωγή της εταιρίας. Ακόμη και στα προνομιούχα από άποψη φυσικών πόρων νησιά, η συνεισφορά των ΑΠΕ είναι απογοητευτική, όπως καταδεικνύεται και στο διάγραμμα που ακολουθεί (1,7% στο σύνολο των νησιών). Η φτωχή αυτή επίδοση, όχι μόνο δεν βοηθά στην επίτευξη των στόχων που έχει θέσει η ΕΕ και η χώρα, αλλά αντιθέτως θα οδηγήσει σε οικονομικές περιπέτειες και την ίδια τη ΔΕΗ, αφού η επίτευξη των στόχων του Κιότο και η από το 2005 εφαρμογή του κοινοτικού συστήματος εμπορίας εκπομπών, θα επιφέρει επιπλέον κόστη στη ΔΕΗ. Άλλωστε, η ΔΕΗ είναι ουραγός μεταξύ των μεγάλων ηλεκτρικών εταιριών της Ευρώπης σε ό,τι αφορά στην αξιοποίηση των ΑΠΕ. Όλες οι μεγάλες ηλεκτρικές εταιρίες έχουν εδώ και καιρό μπει δυναμικά στη νέα αγορά που ανοίγεται, με εγκατεστημένα χιλιάδες μεγαβάτ αιολικών και φιλόδοξα προγράμματα προώθησης των ηλιακών φωτοβολταϊκών συστημάτων. Είναι σαφές ότι για να αντιμετωπιστούν μακροπρόθεσμα τα προβλήματα που αναφέραμε, θα πρέπει να υπάρξει μια θαρραλέα στροφή στη μέχρι σήμερα πολιτική, τόσο της ΔΕΗ όσο και των αρμόδιων υπουργείων. Είναι επίσης σαφές πως θα πρέπει να ενισχυθούν όλες οι μορφές ΑΠΕ και, ιδίως στην περίπτωση των νησιών, τα υβριδικά συστήματα με πιθανή αποθήκευση της παραγόμενης ενέργειας σε ταμιευτήρες (αντλησιοταμίευση). Η προοπτική της καθαρής ενέργειας στη Λέσβο Η ΔΕΗ απεργάζεται τη δημιουργία και νέου ρυπογόνου πετρελαϊκού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής στη Λέσβο, όταν το νησί διαθέτει ένα τεράστιο δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που θα μπορούσε να καλύψει το σύνολο σχεδόν των ενεργειακών αναγκών στα χρόνια που έρχονται. Η Greenpeace υποστηρίζει ένα διαφορετικό ενεργειακό μέλλον για τη Λέσβο και τα υπόλοιπα νησιά, βασισμένο στην ορθολογική χρήση των φυσικών πόρων, την εξοικονόμηση ενέργειας και τις καθαρές τεχνολογίες. Στην περίπτωση της Λέσβου θα μπορούσαν να γίνουν άμεσα τα εξής: · Ένα πρόγραμμα εξοικονόμησης ενέργειας με την υποκατάσταση των συμβατικών λαμπτήρων από οικονομικούς λαμπτήρες χαμηλής κατανάλωσης. Αν δίνονταν κίνητρα ώστε κάθε νοικοκυριό να αλλάξει απλώς μία λάμπα, θα είχαμε εξοικονόμηση 1% περίπου, άμεσα και με ελάχιστο κόστος. · Αντίστοιχη εξοικονόμηση (1%) θα είχαμε αν δίνονταν κίνητρα ώστε το 10% των νοικοκυριών να υποκαταστήσουν τον κλασικό ηλεκτρικό θερμοσίφωνα με ηλιακό. · Η δημιουργία ενός αντλησιοταμιευτήρα ισχύος 35 μεγαβάτ (MW) στη Λέσβο θα έδινε τη δυνατότητα για εγκατάσταση 60 επιπλέον MW αιολικών στο νησί, επιτυγχάνοντας κάλυψη του 75% των συνολικών αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια από τον άνεμο και το νερό, όπως κατέδειξε σχετική προμελέτη. · Η Λέσβος έχει ένα σπουδαίο γεωθερμικό δυναμικό που μπορεί να προσφέρει άλλα 10 MW καθαρής ενέργειας. Δυστυχώς μέχρι σήμερα η ΔΕΗ δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση, παρόλη τη γενναία χρηματοδότηση από κοινοτικά κονδύλια. · Η αξιοποίηση της πλεονάζουσας βιομάζας (άχυρα σιτηρών, κλαδιά αμπελιών και ελαιόδεντρων) μπορεί να ενισχύσει το ηλεκτρικό δίκτυο του νησιού με άλλα 10 MW. · Αρκετά μεγαβάτ ισχύος μπορούν να προσφέρουν και τα φωτοβολταϊκά συστήματα (σε μικρούς ηλιακούς σταθμούς ή/και σε κτιριακές εφαρμογές) που έχουν το πλεονέκτημα ότι παράγουν το μέγιστο της ενέργειας όταν την χρειάζονται περισσότερο οι καταναλωτές (δηλαδή τις μεσημεριανές ώρες αιχμής). · Θα μπορούσαν ακόμη να ενισχυθούν εκατοντάδες μικρές εφαρμογές γεωθερμικών αντλιών θερμότητας για θέρμανση και ψύξη, οι οποίες (ιδίως στο κομμάτι της ψύξης το καλοκαίρι) υποκαθιστούν ηλεκτρικό ρεύμα που σήμερα καταναλώνουν τα κλιματιστικά. Η υιοθέτηση των παραπάνω μπορεί να εγγυηθεί μια διαφορετική προοπτική για τη Λέσβο, απαλλαγμένη από την πετρελαϊκή εξάρτηση, με παράλληλη προστασία του περιβάλλοντος και ενίσχυση της τοπικής ανάπτυξης. Το ενεργειακό μέλλον της Λέσβου (αλλά και όλων των νησιών) είναι σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Ο δρόμος που θα επιλέξουμε σήμερα θα καθορίσει τα πράγματα για μια ολόκληρη γενιά. Και θα ήταν παράλογο να στερήσουμε από τη γενιά αυτή την προοπτική ενός ηλιακού μέλλοντος. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 53, 10/05 |
                     |