Ενότητα :Τεύχος 53, Οκτώβριος 2005

Τίτλος : Βασίλης Παπακριβόπουλος. ΘΕΜΑΤΑ. ένα μικρό φυτό εναντίον της βιομηχανίας ζάχαρης

Διαβάστηκε: 1093 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Ένα μικρό φυτό εναντίον της βιομηχανίας ζάχαρης

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ

 

Καθημερινά βομβαρδιζόμαστε με ειδήσεις για την ταχύτατη εξάπλωση της παχυσαρκίας και για τους κινδύνους που κρύβει η αυξημένη κατανάλωση ζάχαρης, η οποία περιέχεται σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό στα βιομηχανοποιημένα τρόφιμα. Από την άλλη πλευρά, για τις περισσότερες συνθετικές γλυκαντικές ουσίες που κυριαρχούν στα «διαιτητικά» ή «λάιτ» προϊόντα, υπάρχουν σοβαρές υποψίες ότι είναι καρκινογόνες.

 

Τη λύση σε αυτό το αδιέξοδο ενδέχεται να μπορούσε να αποτελέσει η Στέβια (Stevia rebaudiana Bertoni), ένα φυτό της Παραγουάης, του οποίου τα φύλλα χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν οι Ινδιάνοι Γκουαράνι για να γλυκαίνουν το «ματέ» τους, το παραδοσιακό πικρό ρόφημα της Λατινικής Αμερικής. Πράγματι, στη φυσική τους κατάσταση, αυτά τα φύλλα έχουν σαράντα φορές μεγαλύτερη γλυκαντική δύναμη από το αντίστοιχο βάρος ζάχαρης. Επιπλέον, η στεβιοσίδη, η γλυκαντική σκόνη που εξάγεται με πολύ απλό τρόπο από τα αποξηραμένα φύλλα του φυτού, έχει τριακόσιες φορές μεγαλύτερη γλυκαντική δύναμη! Έτσι, μια κουταλιά του καφέ από αυτήν την ουσία έχει την ίδια γλυκαντική δύναμη με τρεις μεγάλες κούπες ζάχαρη… Μάλιστα, κυκλοφορούν δύο τύποι στεβιοσίδης, η πράσινη, πιο κοντά στα γούστα των Λατινοαμερικάνων ιθαγενών, η οποία αφήνει μια κάπως παράξενη γεύση στον ουρανίσκο, και η λευκή, απόλυτα προσαρμοσμένη στις γευστικές συνήθειες των Δυτικών.

 

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το γεγονός ότι η στέβια κατέχει σημαντική θέση στην αγορά της Λατινικής Αμερικής, της Κίνας, της Μαλαισίας, της Νοτίου Κορέας και της Ιαπωνίας (50% της αγοράς), στην οποία μάλιστα έχει απαγορευθεί από το 1970 η χρήση συνθετικών γλυκαντικών ουσιών για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Αντίθετα, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαγορεύεται η διάθεσή της στο εμπόριο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1991 απαγορεύθηκε η εισαγωγή της και η χρήση της ως γλυκαντικής ουσίας, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη για την επικινδυνότητά της, ούτε στους Ινδιάνους Γκουαράνι που καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες στέβιας, ούτε και στους καταναλωτές των χωρών όπου αυτό το προϊόν κυκλοφορεί εδώ και πολλά χρόνια. Μάλιστα ο εθνικός φορέας φαρμάκων και τροφίμων των ΗΠΑ (Food and Drug Administration) δεν είχε δεχθεί καμία καταγγελία για το προϊόν που απαγόρευσε, ενώ έχει δεχτεί 7.000 για την ασπαρτάμη, η οποία ωστόσο εξακολουθεί να κυκλοφορεί στο εμπόριο χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Όμως, το 1995, ενέδωσε στις πιέσεις καταναλωτών και παραγωγών στέβιας και επέτρεψε την κυκλοφορία της υπό τον όρο να χαρακτηρίζεται ρητά «συμπλήρωμα διατροφής».

 

Στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαγορεύει την κυκλοφορία της στέβιας λόγω …έλλειψης επαρκών στοιχείων για την μη επικινδυνότητά της! (1) Μάλιστα, η Επιτροπή αγνόησε το 2000 τις εργασίες των ερευνητών του βελγικού Καθολικού Πανεπιστημίου του Λουβαίν, οι οποίες αποδείκνυαν με κατηγορηματικό τρόπο ότι η κατανάλωση αυτού του φυτού δεν ενέχει κανένα κίνδυνο για την υγεία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παγώσουν οι πρώτες πειραματικές καλλιέργειες του φυτού στη Νότια Ευρώπη, στην οποία φαίνεται ότι μπορεί να ευδοκιμήσει. Αυτή η απαγόρευση μπορεί να οφείλεται, εκτός από τις πιέσεις του λόμπι της βιομηχανίας ζάχαρης και στην δυνατότητα για καλλιέργεια αυτού του φυτού από τον κάθε καταναλωτή στο μπαλκόνι του!

 

Έτσι, αυτή τη στιγμή, ο μοναδικός τρόπος για να προμηθευτεί κανείς στην Ευρώπη αυτήν την ουσία είναι τα καταστήματα με συμπληρώματα διατροφής και μερικές επιχειρήσεις που πουλάνε σπόρους, καθώς στη συγκεκριμένη περίπτωση το φυτό παρουσιάζεται ως καλλωπιστικό. Μάλιστα, στην Γαλλία ασκήθηκε πρόσφατα ποινική δίωξη ενάντια στην εταιρία Guayapi Tropical, επειδή διέθετε στο εμπόριο την πράσινη στεβιοσίδη. Ωστόσο, πολλοί πιστεύουν ότι αυτή η δίκη μπορεί να αποτελέσει μια αποφασιστική καμπή για την τύχη του φυτού στην Ευρώπη.

1)      L’Ecologiste, Nº 14, «Une petite plante contre l’industrie du sucre»

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 53, 10/05

 

Επιστροφή