Ενότητα :Τεύχος 52, Σεπτέμβριος 2005

Τίτλος : Λεωνίδας Λουλούδης, ΕΚΘΕΜΑΤΑ. Rooms to let εναντίον μιτάτων στην αυγουστιάτικη Νάξο

Διαβάστηκε: 1452 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

ΕΚΘΕΜΑΤΑ. Rooms to let εναντίον μιτάτων στην Αυγουστιάτικη Νάξο

 

Λεωνίδας Λουλούδης

 

Για τα μιλιούνια του μαζικού τουρισμού που καταφθάνουν μεσοκαλόκαιρο στη Νάξο με τα νέα ταχύπλοοα φεριμπότ, σε λιγότερο από τέσσερις ώρες, το πρώτο ενδιαφέρον είναι η εξασφάλιση φθηνού ενοικιαζόμενου δωματίου κοντά στις παραλίες. Από εκεί, όταν το βρουν, θα εξορμούν, κάθε μεσημέρι, για να κατακλύσουν, κυριολεκτικά, (ένας φίλος έλεγε χαρακτηριστικά: «δεν υπάρχει χώρος ούτε να απλώσεις την πετσέτα σου») τα μερικά χιλιόμετρα αμμουδιάς και όντως «πράσινων νερών» που εκτείνονται στη δυτική ακτή του νησιού από τη Χώρα μέχρι τον Άγιο Προκόπη, την Αγία Άννα και την Πλάκα.

 

Για να εξυπηρετηθεί όλος αυτός ο κόσμος, σε μια ζώνη που αρχίζει σχεδόν από την ακτογραμμή αυτών των πολυσύχναστων παραλιών και τελειώνει στον κύριο επαρχιακό δρόμο, λίγα χιλιόμετρα προς την ενδοχώρα, εκατοντάδες πινακίδες σε προειδοποιούν, συνήθως ανορθόγραφα: Rooms to let. Αν τύχει και επισκέπτεσαι το νησί συχνά η διαφορά από χρόνο σε χρόνο είναι ορατή, όπως λέμε, δια γυμνού οφθαλμού. Η γη, συνήθως γεωργική γη -γιατί η Νάξος είναι το νησί με τη σημαντικότερη αγροτική οικονομία στις Κυκλάδες- εξαφανίζεται κάτω από τόνους μπετόν. Ξενοδοχεία μεγάλα και μικρά, εξοχικές κατοικίες, rooms to let και κάθε άλλης ανάλογης χρήσης αυθαίρετα, ημινόμιμα και -λίγα, έτσι για ποικιλία- νόμιμα κτίσματα επιβάλουν την παρουσία τους εκεί που, κάποτε, ήταν χωράφια για τις περίφημες ναξιώτικες πατάτες, τα κριθάρια, τα αμπέλια, τα οπωροκηπευτικά, τα φημιστά κίτρα, τη βόσκηση των αμέτρητων γιδοπροβάτων και των αγελάδων. Από παντού άκουγα τη δυσοίωνη πρόβλεψη. Σε μερικά χρόνια κανείς δεν θα ασχολείται πια με τη γεωργία και την κτηνοτροφία στη Νάξο. Ο τουρισμός αφού θα «φάει» τη γη θα εξοντώσει και τους δουλευτές της. Ποιος νέος άνθρωπος θα μείνει στην κτηνοτροφία όταν η ζωή της παραλίας δίνει μεροκάματο αλλά και ευκαιρίες ελευθεριάζουσας συμπεριφοράς; Ποιος θα ασχοληθεί με τις ντόπιες υψηλής ποιότητας πατάτες, όταν σερβίρονται οι άγευστες προτηγανισμένες ή η πλαστική φέτα στη «χωριάτικη» και κανείς δεν διαμαρτύρεται;

 

            Δεν λέω ότι δεν υπάρχει δίκιο σε αυτές τις απόψεις. Απλώς πιστεύω ότι είναι επιπόλαιες. Κυρίως γιατί αγνοούν ή, έστω, υποτιμούν, διαστάσεις του προβλήματος που βρίσκονται μακριά από την πολυθόρυβη παραλία. Στα ενδότερα και στα ψηλότερα του νησιού… Τα οποία, όσο μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τις εκτιμήσεις μιας σύντομης επίσκεψης, παρουσιάζουν αντιφατικές εξελίξεις. Από τα όμορφα ορεινά χωριά ο κόσμος φεύγει αλλά, όπως συμβαίνει συχνά πια στην Ελλάδα, μαζεύεται στα μεγάλα ημιορεινά χωριά, στα χωριά των οδικών κόμβων, σε μικρά χωριά - προάστια γειτονικών επαρχιακών πόλεων. Η Νάξος με περίπου 30.000 πληθυσμό, από τον οποίο ο μισός ζει στη Χώρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιμετωπίζει δημογραφικό πρόβλημα. Όταν, μάλιστα, το καλοκαίρι, αυτός ο πληθυσμός τουλάχιστον εξαπλασιάζεται, με ό,τι αυτό σημαίνει για την οικονομία του νησιού, τις κοινωνικές συναναστροφές και τις πολιτισμικές ανταλλαγές. Ναι, μου αντέτεινε παλιός φίλος και καλός γεωπόνος του νησιού, που διατηρεί πετυχημένο θερμοκήπιο τριών στρεμμάτων για την παραγωγή ντομάτας, κοντά στο πανέμορφο, αρχοντικό Χαλκί, αλλά τι θα γίνει αν ερημώσουν τα μιτάτα; Τον κοίταξα με απορία.

 

Τι είναι, λοιπόν, τα μιτάτα; Μας το εξηγεί ο κύριος Νικόλαος Γ. Προμπονάς, ντόπιος που δεν ζει όμως στο νησί, στο προσεκτικό πόνημά του «Η Αγιασός της Νάξου. Περιήγηση, Μιτάτοι, Τοπωνυμικό». Μια σύντομη αλλά επιμελημένη έκδοση του Εξωραϊστικού Συλλόγου Αγιασού Νάξου (2005). Παρένθεση: οφείλουμε πολλά στους τοπικούς λογίους και στα λαογραφικά τους πονήματα. Η λέξη, λοιπόν, του ναξιακού αγροτοποιμενικού λεξιλογίου μιτάτος(ο) σημαίνει αγροικία, μάντρα, τυροκομείο. Στο Λεξικό Μπαμπινιώτη αναφέρεται ότι, στα βυζαντινά χρόνια η λέξη μητάτον, από το λατινικό metatum, σήμαινε την υποχρέωση των πολιτών να παρέχουν στέγη και τροφή στους πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους που ταξίδευαν για υπηρεσιακούς σκοπούς. Κατ’ άλλη άποψη, συμπληρώνει ο Ν.Γ. Προμπονάς, η λέξη μιτάτος προήλθε από το «μιχτάτο» ή «σμιχτάτο» και σημαίνει τον τόπο όπου σμίγουν οι βοσκοί τα κοπάδια τους και τυροκομούν μαζί. Μόνο στην Αγιασό, τελευταίο οικισμό στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού, άλλοτε καθαρά γεωκτηνοτροφική περιοχή με δεκάδες μάντρες όπου έβοσκαν χιλιάδες γιδοπρόβατα αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Γιαλούς (νότια, νοτιοανατολικά της Αγιασού) καταγράφει ο συγγραφέας 47 μιτάτους.

 

Σήμερα, στην περιοχή, ο επισκέπτης διακρίνει κάποια κοπάδια που περιφέρονται σε εδάφη αποσκελετωμένα από την υπερβόσκηση ανάμεσα σε περιφραγμένα οικόπεδα που αναμένουν τους αγοραστές και τους εργολάβους οικοδόμησής τους. Η περιοχή, αναξιοποίητη ακόμη, διαθέτει υπέροχη αμμουδιά για κολύμπι, επομένως το μέλλον της είναι προβλέψιμο. Συνεπώς η ερώτηση για τα μιτάτα, από αυτή την άποψη, σχεδόν έχει απαντηθεί: εξαφανίζονται, θα εξαφανισθούν. Μαζί τους και η εκλεκτή παραγωγή τους τα τυριά και το κρέας. Όμως, είναι έτσι τα πράγματα;

 

            Κοπάδια, όπως προανέφερα, συναντά κανείς συχνά στη βόλτα του στην Αγιασό. Ενώ, στην απομονωμένη περιοχή του Καλαντό, λίγα χιλιόμετρα σε ευθεία από την Αγιασό, στην άλλη, τη νοτιοανατολική πλαγιά του όρους Ζας (Νάξιος Δίας, ύψος 1001 μ.), είδα μιτάτα με ημι-νομαδιάρικα (τα ταϊζουν και με αγορασμένες ζωοτροφές) κοπάδια μεγάλα, πάνω από 500 γιδοπρόβατα. Όπως άλλωστε και στην περιοχή του Σαγκριού, με εντυπωσίασε ο αριθμός και το μέγεθος των αγελαδοτροφικών μονάδων. Και το Φιλώτι, το κεφαλοχώρι του νησιού είναι γεμάτο χασάπικα («Η Ειλικρίνεια»), κτηνοτρόφους στην πλατεία (τη «γέφυρα») και υπαίθριους πωλητές των ναξιώτικων τυριών. Το λαδοτύρι, η κεφαλογραβιέρα, το λεγόμενο «αρσενικό», η γραβιέρα, η ξινομυτζήθρα, το γαλοτύρι, όταν είναι αυθεντικά είναι περιζήτητα. Όπως και το ναξιώτικο αιγοπρόβειο κρέας. Αρκεί οι δύσπιστοι ή οι περίεργοι να κάνουν μια βόλτα, τη Μεγάλη Πέμπτη, στην πλατεία Ψυρρή. Συνεπώς και παραγωγοί υπάρχουν και παραγωγή, άρα -παρά τη μόνιμη γκρίνια- και τιμές. Γιατί, απλώς, υπάρχει αγορά και ζήτηση.

 

Τα προβλήματα είναι αλλού και άλλα. Για παράδειγμα ένας Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβάλλει, με όρους αποκλεισμού από την αγορά, την πιστοποίηση (υγιεινή, ασφάλεια, ποιότητα) των τυροκομείων (των παραδοσιακών μιτάτων) και των τυριών. Ποιος θα αναλάβει το εγχείρημα της προσαρμογής στα νέα δεδομένα διοικητικά, τεχνικά και οικονομικά; Το ίδιο ερώτημα ισχύει για τη φυτοϋγειονομική  πιστοποίηση του πατατόσπορου, την αντιμετώπιση της λειψυδρίας (ήδη οι γεωτρήσεις σε ορισμένες «κτυπάνε» τα 300 μέτρα βάθος), την προστασία των υγροτόπων - βιοτόπων του νησιού (πόσο ακόμη θα αντέξει η Λίμνη της Αγιασού στις παραθεριστικές πιέσεις, έστω και αν, ονομαστικά, περιλαμβάνεται στον κατάλογο του Δικτύου Φύση 2000); Γνωρίζω ότι διαθέσιμες πιστώσεις υπάρχουν γι’ αυτές τις προσαρμογές, για παράδειγμα στο Τρίτο Κοινοτικό Πλαίσιο. Αλλά το κράτος βρίσκεται στην Αθήνα ή την Λάρισα, οι συνεταιρισμοί αργούν, οι παραγωγοί, ακόμη και όσοι καταλαβαίνουν τα προβλήματα, προτιμούν να τα βάζουν με την «ΕΟΚ», βλέπεις είναι πιο βολικό και «προοδευτικό», από το αμήχανο «και τι να κάνουμε;».

           

Ξεκίνησα από τη σχέση μαζικού τουρισμού και γεωργίας στη Νάξο. Ο μαζικός τουρισμός με την ισοπεδωτική καταναλωτική του ροπή απειλεί όχι μόνο τα μιτάτα της Νάξου αλλά τον άνθρωπο, τη φύση, τα πάντα. Αυτή είναι η μισή αλήθεια που όμως, μόνη της, οδηγεί στην αδράνεια της καταστροφολογίας. Υπάρχει και η άλλη μισή αλήθεια. Ότι απαντήσεις υπάρχουν αλλά για να δοθούν κάποιοι άνθρωποι, ατομικά και συλλογικά πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους αναγνωρίζοντας ότι η εποχή έχει αλλάξει. Είμαστε ένα μικρό κομμάτι της Ευρώπης, τα προϊόντα μας απευθύνονται σε μια διεθνή ανταγωνιστική αγορά, ο κρατικός προστατευτισμός έχει αλλάξει τις προτεραιότητες στήριξης των παραγωγών. Η ασφάλεια, η ποιότητα, η επωνυμία των τροφίμων, η περιβαλλοντική συμβατότητα της παραγωγής ενισχύονται. Αυτά είναι που πρέπει να ενδιαφέρουν τους παραγωγούς. Την καταγγελία της παγκοσμιοποίησης ας την αφήσουν στους επαγγελματίες του είδους. Αυτοί και λίγοι δεν είναι και πολλά «ξέρουν».

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 52, 9/05

Επιστροφή