Ενότητα :Τεύχος 52, Σεπτέμβριος 2005 |
Τίτλος : Γιολάντα Ζιάκα. ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ: «Υπεύθυνη κατανάλωση»: η αποτελεσματικότητα της υιοθέτησης νέων καταναλωτικών προτύπων
|
Αρχή κειμένου ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΖΙΑΚΑ Οικονομολόγος, Διδάκτωρ Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Το κίνημα της υπεύθυνης κατανάλωσης έχει ως στόχο να ευαισθητοποιήσει τον καταναλωτή, έτσι ώστε αυτός να αλλάξει καταναλωτικές συνήθειες και συμπεριφορές, επιλέγοντας προϊόντα που πληρούν κοινωνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια ποιότητας. Η μαζική κατανάλωση και τα όρια του πλανήτη μας Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ζήσαμε την έκρηξη της μαζικής κατανάλωσης των νοικοκυριών, η οποία συνέχισε να αυξάνεται από τότε, υποστηριζόμενη από την τηλεόραση, υπεύθυνη για τη διάχυση του νέου αυτού τρόπου ζωής. Μια κουλτούρα που βασίζεται στη μαζική κατανάλωση και στον ατομικισμό έχει επεκταθεί στο σύνολο του πλανήτη. Σήμερα, βρίσκει κανείς τα ίδια προϊόντα και καταναλωτικά πρότυπα σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου και ομοειδή πολιτιστικά προϊόντα σε όλες σχεδόν τις γλώσσες. Η βασική ιδέα, που προέρχεται κατά κύριο λόγο από τη διαφήμιση, είναι ότι η ευτυχία βρίσκεται στην ιδιωτική απεριόριστη κατανάλωση, η οποία συνοδεύεται από μια μόνιμη αίσθηση ανικανοποίητου, που με τη σειρά της προκαλεί την επιθυμία της μελλοντικής κατανάλωσης. Συγχρόνως, η σημερινή διεθνής οικονομική τάξη έχει οδηγήσει σε βαθύτατες ανισότητες και αδικίες: «...περίπου το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού, που ζει κυρίως στις χώρες του Βορά, ζει βυθισμένο στη σπατάλη και την υπερκατανάλωση, ιδιοποιούμενο το 80% της ετήσιας παγκόσμιας παραγωγής ενέργειας και αγαθών. Ταυτόχρονα, ένα πλήθος μεγαλύτερο των τριών δισεκατομμυρίων ανθρώπων ζει στη μιζέρια και στην σχεδόν παντελή έλλειψη υλικών αγαθών» [1]. Το καταναλωτικό μοντέλο που έχει επικρατήσει αγνοεί παντελώς τα όρια που θέτει η λειτουργία των οικοσυστημάτων του πλανήτη μας. Αυτή η ξέφρενη κούρσα της παραγωγής και της κατανάλωσης αγαθών χαμηλού κόστους, με μικρή διάρκεια ζωής, έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον: τεράστιες ποσότητες απορριμμάτων, εξαφάνιση των αποθεμάτων μη ανανεώσιμων πόρων, διαταραχές στη λειτουργία των οικοσυστημάτων, εξαφάνιση ζωικών και φυτικών ειδών, επιπτώσεις που, με τη σειρά τους, επιδρούν στην οικονομία και την κοινωνία. Η «ηθική» και «υπεύθυνη» κατανάλωση Παράλληλα με τη γενίκευση προτύπων μαζικής κατανάλωσης, έχουν αναπτυχθεί, σε διάφορα μέρη του κόσμου, πρωτοβουλίες που απορρίπτουν τις πρακτικές της μαζικής κατανάλωσης και δίνουν προτεραιότητα στις τοπικές πολιτιστικές αναφορές και αξίες, σαν μέσο για την επιβίωση. Ανάμεσα στα κινήματα αυτά, βρίσκει κανείς την «ηθική» κατανάλωση ή την «υπεύθυνη» κατανάλωση (όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στην Ευρώπη), που ξεπήδησε από την κριτική στην κοινωνία της κατανάλωσης. Το κίνημα της υπεύθυνης κατανάλωσης προωθεί σε ένα είδος κατανάλωσης που ενδιαφέρεται για τη συλλογική ποιότητα ζωής, για τις επιπτώσεις στα οικοσυστήματα και στην κοινωνία γενικότερα. Βασίζεται στην αλλαγή στάσεων και συμπεριφορών και στην υιοθέτηση μιας μακροπρόθεσμης «ηθικής της υπευθυνότητας». Η υπεύθυνη κατανάλωση εμφανίζεται ως η συνειδητοποίηση, από τους καταναλωτές, της δικής τους δύναμης και εξουσίας: είναι στην πραγματικότητα σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες. Η αλλαγή συμπεριφοράς στον τομέα της κατανάλωσης σημαίνει ότι δίνουμε προσοχή στον προορισμό των χρημάτων που ξοδεύουμε για να αποκτήσουμε αγαθά και υπηρεσίες και ότι ασκούμε οικονομική πίεση μέσω των αγορών μας. Αυτό σημαίνει ακόμη ότι κινητοποιούμαστε για να αποκτήσουμε πρόσβαση σε ξεκάθαρη πληροφόρηση για την προέλευση των προϊόντων που καταναλώνουμε. Σημαίνει ότι ασκούμε πίεση για το σεβασμό της υπάρχουσας νομοθεσίας και για τη θέσπιση νέων νόμων που θα προστατεύουν την υγεία τη δική μας, αλλά και αυτή των οικοσυστημάτων, νόμων που θα προωθούν την κοινωνική δικαιοσύνη. Η «ηθική» κατανάλωση ενδιαφέρεται για τις κοινωνικές συνθήκες παραγωγής δηλαδή για το αν, για παράδειγμα, χρησιμοποιήθηκε παιδική εργασία στην παραγωγή, αν ο εργοδότης σέβεται την εργατική νομοθεσία, κλπ. Στην ίδια οπτική βασίζεται και το κίνημα της «πράσινης κατανάλωσης», που συνδέεται με το κίνημα της «ηθικής» κατανάλωσης, εστιάζοντας όμως την προσοχή του κυρίως στην κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών με τη μικρότερη δυνατή επίπτωση στο περιβάλλον. Πρόκειται για τα προϊόντα της βιολογικής γεωργίας, τα προϊόντα των οποίων η παραγωγή βασίζεται σε «καθαρές τεχνολογίες» που σέβονται το περιβάλλον, στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, κλπ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέδωσε, σχετικά πρόσφατα, έναν οδηγό με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Buying green!» («αγοράστε πράσινα!»), οδηγό που απευθύνεται στις δημόσιες αρχές, με στόχο να προωθήσει την πράσινη κατανάλωση στις προμήθειες του δημοσίου τομέα [2]. Υπάρχουν ήδη παραδείγματα δράσης δημοσίων φορέων στο χώρο αυτό. Ο δήμος του Kolding, στη Δανία, προωθεί τις «οικο-υπεύθυνες» αγορές, περνώντας στους πολίτες το μήνυμα ενός διαφορετικού είδους κατανάλωσης [3]. Η πόλη αυτή συμμετέχει σε ένα δίκτυο δήμων, με τίτλο «Δίκτυο Πράσινων Καταναλωτών», ανταλλάσσοντας πληροφορίες για τα «πράσινα» προϊόντα με άλλες πόλεις. Η δράση αυτή είχε ήδη επιπτώσεις στην πρακτική των επιχειρήσεων: στην περιφέρεια του Kolding περισσότερες από 200 επιχειρήσεις έχουν ήδη υιοθετήσει έναν οικολογικό τρόπο διαχείρισης της παραγωγής. Κάποιες από αυτές αρχίζουν σήμερα να ασκούν πιέσεις προς την κατεύθυνση αυτή στους προμηθευτές τους. Το παράδειγμα της υπεύθυνης κατανάλωσης στον τομέα της αλιείας Η πίεση των περιβαλλοντικών ομάδων και των ομάδων μικροπαραγωγών για μια αλιεία υπεύθυνη και βιώσιμη από περιβαλλοντική και κοινωνική άποψη, έχει αρχίσει να φέρνει αποτελέσματα και αρχίζει να βρίσκει κανείς στο εμπόριο αλιεύματα με σήμα οικολογικής πιστοποίησης [4]. Παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα που τιτλοφορείται «Marine Stewardship Council», που μπήκε σε εφαρμογή το 1996. Το πρόγραμμα αυτό καθόρισε νόρμες και διαμόρφωσε δείκτες και κριτήρια που επιτρέπουν να διαπιστωθεί αν τα αλιεύματα που φτάνουν στο εμπόριο προέρχονται από βιώσιμες και ορθολογικά διαχειριζόμενες πηγές. Σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά, «βιώσιμη πηγή» είναι ο παραγωγός (ή η ομάδα παραγωγών) που εφαρμόζει υπεύθυνες πρακτικές αλιείας, οι οποίες δηλαδή σέβονται το περιβάλλον και τη λειτουργία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, διατηρώντας τη βιοποικιλότητα και την παραγωγικότητα τους και οι οποίες είναι, ταυτόχρονα, οικονομικά βιώσιμες και κοινωνικά δίκαιες. Η διαδικασία πιστοποίησης έχει πολλά στάδια, διαρκεί περίπου δύο χρόνια και ξεκινάει μετά από αίτημα του ίδιου του παραγωγού. Τα πρώτα προϊόντα που απέκτησαν την πιστοποίηση αυτή διοχετεύτηκαν στην αγορά το 2000 και προέρχονταν από παραγωγούς ρέγκας του Ηνωμένου Βασιλείου, παραγωγούς αστακού της Αυστραλίας και σολομού από την Αλάσκα. Σήμερα βρίσκει κανείς πιστοποιημένα αλιεύματα στα σούπερ μάρκετ χωρών του Βορά που ειδικεύονται στην πώληση αλιευμάτων. Πολλοί παραγωγοί σε υπό ανάπτυξη χώρες έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για να αποκτήσουν την πιστοποίηση αυτή. Υπάρχουν βέβαια πολλά ερωτήματα και κριτικές σχετικά με τη διαδικασία αυτή, όπως το μεγάλο κόστος της διαδικασίας πιστοποίησης, η μη συμμετοχή των εργαζομένων στον τομέα της αλιείας στη διαδικασία αυτή, η έλλειψη αυτονομίας των ψαράδων που απασχολούνται στην παραδοσιακή αλιεία, το πρόβλημα της αδυναμίας πρόσβασης στην αγορά για τους μικροπαραγωγούς, κ.ά. Ωστόσο, η πρωτοβουλία αυτή δείχνει μια πιθανή οδό προς την αλλαγή συμπεριφορών στο χώρο της αλιείας, που βασίζεται στην αποτελεσματικότητα που μπορούν να έχουν οι πρωτοβουλίες συνειδητοποιημένων πολιτών και «υπεύθυνων» καταναλωτών. Από την ευαισθητοποίηση στη δράση Το μήνυμα του κινήματος της ηθικής – υπεύθυνης κατανάλωσης απευθύνεται αρχικά στον καταναλωτή και τον καλεί να αναρωτηθεί γύρω από τις συνθήκες παραγωγής των προϊόντων που καταναλώνει και γύρω από τη δική του ευθύνη. Στοχεύει στο να τον ευαισθητοποιήσει και να τον οδηγήσει σε μια αλλαγή στάσεων και συμπεριφορών, για να επιλέγει πλέον προϊόντα που πληρούν κοινωνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια ποιότητας. Το κίνημα αυτό απευθύνεται επίσης στους πολιτικούς, στοχεύοντας στο να τους ευαισθητοποιήσει και να τους επηρεάσει για την υιοθέτηση πολιτικών που προωθούν ένα είδος εμπορίου που σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το περιβάλλον. Με αυτή την έννοια, το κίνημα παίζει έναν εκπαιδευτικό ρόλο. Όμως, η μέχρι σήμερα πρόοδος που έχει επιτευχθεί στον τομέα αυτό είναι ακόμη πολύ μικρή. Είναι προφανές ότι, για πολλούς και διάφορους λόγους, η ευαισθητοποίηση των καταναλωτών δεν μεταφράζεται πάντα σε καταναλωτικές επιλογές. Πολλές φορές, το κόστος των «βιολογικών» ή «ηθικών» προϊόντων είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό των συμβατικών προϊόντων, είναι δύσκολο να προμηθευτεί κανείς τα προϊόντα αυτά, λείπει η πληροφόρηση για τις πραγματικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγής των προϊόντων και υπηρεσιών που καταναλώνουμε. Όλοι αυτοί οι παράγοντες εξηγούν γιατί η αλλαγή στάσης και αντίληψης δεν έχει πάντα επιπτώσεις στην αγορά. Όμως, υιοθετώντας μια συμπεριφορά «υπεύθυνου» καταναλωτή, σε όποιο επίπεδο κι αν αυτό είναι δυνατό, νοιώθουμε ότι βάζουμε κι εμείς το λιθαράκι μας στη συλλογική προσπάθεια για έναν κόσμο βιώσιμο, περισσότερο υπεύθυνο και αλληλέγγυο. Βιβλιογραφικές αναφορές 1. Consommation éthique, Fondation Charles Léopold Mayer, Cahiers de propositions pour le XXIe siècle, CPP 38, 2001 Δαίμων της Οικολογίας, τ. 52, 9/05 |
                     |