Αρχή κειμένου
Ο εικοστός αιώνας χαρακτηρίστηκε από έντονη αστικοποίηση, που είχε δραματικές επιπτώσεις στην παγκόσμια ενεργειακή οικονομία, ένα τεράστιας σημασίας ζήτημα για την Κλιματική Αλλαγή, η οποία εντείνεται δραματικά από τις νέες αστικοποιημένες μάζες, αλλά και εν γένει στην σταθερότητα της φύσης, την υγεία των αγροτικών οικοσυστημάτων, την επάρκεια ζωτικών πόρων, όπως το νερό, η ενέργεια, τα δάση και τέλος στην ανθρώπινη υγεία.
Οι πόλεις δεν είχαν ποτέ στεγάσει τόσο μεγάλο ποσοστό ανθρώπων όσο σήμερα , με αποτέλεσμα το μέλλον της ανθρωπότητας να καθορίζεται πλέον αποκλειστικά από τις πόλεις, που καταναλώνουν τα 3/4 της παγκόσμιας ενέργειας και είναι αιτία των 3/4 τουλάχιστον της παγκόσμιας ρύπανσης.
Το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού (1.7 δισεκατομμύριο πολίτες στην Ευρώπη, τη Β. Αμερική, την Ιαπωνία αλλά και σε άλλες περιοχές του κόσμου) συμμετέχει σε ένα υψηλό επίπεδο κατανάλωσης, έχοντας παρόμοιες διατροφικές συμπεριφορές, πρόσβαση σε παρόμοια συστήματα μεταφοράς και και όμοιο τρόπο ζωής.
Αποτελούν τόπους παραγωγής και κατανάλωσης των περισσότερων βιομηχανοποιημένων προϊόντων και έχουν μετατραπεί σε τεράστιους οργανισμούς, που προκειμένου να διατηρηθούν απομυζούν και απομειώνουν τους διαθέσιμους φυσικούς πόρους, οι οποίοι δεν είναι ανεξάντλητοι.
Μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 80% των πολιτών ζει σε πόλεις και περίπου τα 2/3 και τα 3/4 του συνολικού πλούτου της ΕΕ παράγονται στις αστικές περιοχές, που έχουν τη διπλή λειτουργία του να διασφαλίζουν την ποιότητα ζωής των κατοίκων τους και ταυτόχρονα να αποτελούν τον κινητήρα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής προόδου ολόκληρου του πληθυσμού.
Τα νέα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πόλεις, εκτός της εντεινόμενης υποβάθμισης και παρακμής των παραδοσιακών κοινωνικών και αστικών δομών τους, σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, με τις γνώσεις, την ενημέρωση και την κουλτούρα, προβλήματα που υποτάσσει τις πόλεις σε όλο και μεγαλύτερες ανταγωνιστικές πιέσεις, ενώ από την άλλη, μπορούν να προσφέρουν ισάριθμες ευκαιρίες αξιοποίησης και ανάπτυξης.
Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι άρρωστες.
Μαζί και οι πόλεις, που υφίστανταιτις συνέπειες μιας γενικευμένης περιβαλλοντικής κρίσης, αποτέλεσμα των κυρίαρχων αναπτυξιακών λογικών στηριγμένων στην οικονομική μεγέθυνση, που δεν υπήκουε σε όρους, περιορσμούς και κανόνες, αλλά βασίστηκε στην υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων, επιφέροντας διαταραχή στην ισορροπία των φυσικών οικοσυστημάτων και στη λειτουργία των πόλεων.
Έτσι, ενώ η περιβαλλοντική κρίση γενικεύτηκε, άγγιξε όλους τους τομείς της ζωής και απειλεί άμεσα το κλίμα του πλανήτη, η παγκόσμια κοινότητα, με πρωτοπόρο την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανέλαβε δράσεις για τη σωτηρία του πλανήτη, υιοθετώντας άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις στα ζητήματα της ανάπτυξης, που εγγυώνται οικονομική βιωσιμότητα, κοινωνική συνοχή, ευημερία, ποιότητα ζωής, ασφάλεια και κυρίως υψηλή προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας.
Έγινε κατανοητό ότι η οικοδόμηση των πόλεων και των σύγχρονων κτιρίων οφείλουν να ανταποκριθούν στις περιβαλλοντικές προκλήσεις με σκοπό να μπορέσουν να απορροφήσουν την αστική ανάπτυξη και να προσφέρουν κασι πάλι ευκαιρίες, χωρίς ωστόσο να θέτουν σε κίνδυνο την ευημερία των μελλοντικών γενιών.
Από το 1972 , που ο όρος «προστασία περιβάλλοντος» εισήχθη στις πολιτικές και τις δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγιναν πολλά ακόμη βήματα: Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ανέπτυξε ένα περιβαλλοντικό πρόγραμμα δράσης και αργότερα (το 2001) μία στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη και το «Έκτο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον (για τη δεκαετία 2001-2010), με τίτλο «Περιβάλλον 2010: Το μέλλον μας, η επιλογή μας» έως την έκδοση της θεματικής στρατηγικής για «το Αειφόρο Αστικό Περιβάλλον», η οποία εκπονήθηκε πρόσφατα (το 2005), καθώς και της υιοθέτησης της Urban Agenda και του Πλαισίου Δράσης της Ε.Ε. για τη ν Αειφόρο Αστική Ανάπτυξη με στόχους την ενίσχυση της οικονομικής ευημερίας και απασχόλησης στις πόλεις, την προώθηση της ισότητας, την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και την ανάπλαση αστικών περιοχών, την προστασία και βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος, τη συνεργασία και συντονισμό μεταξύ των διαφόρων επιπέδων κυβέρνησης και την ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών.
|