Ενότητα :Τεύχος 72, Ιούνιος 2007 |
Τίτλος : Μάρω Ευαγγελίδου, ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ. Για ποιο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης μιλάμε;
|
Αρχή κειμένου Για ποιό μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης μιλάμε; Σχόλια με αφορμή το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό. Μάρω Ευαγγελίδου Πολεοδόμος-Χωροτάκτης Μια διαδακτική ιστορία Κάποιοι φίλοι έχουν την τύχη να κατέχουν ένα ωραίο κτήμα με οπωροφόρα σε παραλιακή περιοχή της Πελοπονήσου, το οποίο περιλαμβάνει και έναν ειδυλλιακό λόφο με λιόδεντρα και κυπαρίσσια. Πριν από 20 χρόνια περίπου, ένα συνδικάτο από σκανδιναυική χώρα ζήτησε να αγοράσει τμήμα στην άκρη του λόφου, δίπλα στον οικισμό, με στόχο να οικοδομήσει ένα συγκρότημα παραθεριστικής κατοικίας, για τους συνταξιούχους μέλη του. Τα σχέδια που υπέβαλλαν οι αρχιτέκτονες έδωσαν έμφαση στην ένταξη στο τοπίο, με σπάνια ευαισθησία, θυσιάζοντας βέβαια την θέα από τα σαλόνια των μελλοντικών σπιτιών, στο όνομα της θέας που θα είχε όλη η περιοχή προς το νέο συγκρότημα και τον λόφο. Έθεσαν όμως έναν όρο στους ιδιοκτήτες: θα προέβαιναν στην αγορά μόνο αν η τοπική κοινωνία αποδέχονταν την επιλογή. Είπαν δηλαδή πολύ απλά, ‘εμείς θέλουμε να περνάμε εδώ ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας, επιθυμούμε να συνδεθούμε με τον τόπο και τους ανθρώπους του, να μην είμαστε πάντα ξένοι’. Ο όρος δεν ικανοποιήθηκε¨ στην τοπική κοινωνία επικράτησε μάλλον το σκεπτικό ‘γιατί να γίνει πλούσιος ο μεγαλοκτηματίας Ταδόπουλος που θα τους πουλήσει το κτήμα’ και οι σκανδιναυοί αποχώρησαν. Πέρασε καιρός, προχώρησε ο ‘πολεοδομικός σχεδιασμός’ της περιοχής, έβαλε στο σχέδιο αρκετά κτήματα, γίναν αρκετοί πλούσιοι, τα πορτοκαλοπερίβολα έγιναν οικόπεδα και μειώθηκαν οι τοπικοί ανταγωνισμοί[1]! Εν τω μεταξύ, επειδή στην κορυφή του λόφου υπήρχαν αρχαία, εκδόθηκε ένα Διάταγμα ‘προστασίας’ που ‘ρυθμίζει’ το θέμα ως εξής: επιτρέπει την εκτός σχεδίου δόμηση, αλλά με αρτιότητα ‘οικοπέδου’ τα 20 στρέμματα αντί για 4. Επιτρέπει δηλαδή, να ανοίξουν δρόμοι στον λόφο και να γεμίσει με διάσπαρτα κτίσματα, έστω λιγότερα απ’ αυτά που θα κτιστούν πχ. στους λόφους της Τζιάς, χωρίς όμως να επιτρέπει στον ιδιοκτήτη που δεν θέλει να καταστρέψει τον λόφο, να συγκεντρώσει την δόμηση στα ριζά του! Αυτό είναι ένα παράδειγμα περιβαλλοντικής πολιτικής του ΥΠΕΧΩΔΕ, σε συνεργασία μάλιστα με το ΥΠΠΟ, λόγω του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος της περιοχής. Χωροταξική και τουριστική πολιτική: βίοι ασύμπτωτοι ή παράλληλοι; Η επίσημη χωροταξική πολιτική των αρχών της δεκαετίας ’80, που έλεγε ότι επειδή η Χώρα διαθέτει 11.000 οικισμούς (σήμερα θα αξιολογούσαμε αυτόν τον πλούτο με τον όρο ‘χωρικό κεφάλαιο’), θα πρέπει να εντάξει τις υποδομές τουρισμού – παραθερισμού σ’αυτούς με στόχο την τόνωσή τους, και όχι σε νέες αναπτύξεις, παραμένει υποτυπώδης αφού δεν καταφέρνει να μετουσιωθεί σε επιχειρησιακό σχέδιο που να υλοποιεί την ιδέα[2], αλλά περιορίζεται σε αντίσταση προς αυτές τις αναπτύξεις. Αντίσταση που φθίνει σταδιακά ή υποκαθίσταται από μια άλλη ευρυματική λύση για την εκτόνωση της ζήτησης: την μαζική οριοθέτηση φανταστικών ‘οικισμών προ του 83’ (κατά προτίμηση παραλιακών) από τους Νομάρχες, με μια απλή γραμμή σε ορθοφωτοχάρτη, χωρίς μελέτη που θεωρητικά εξασφαλίζει μια οικιστική ποιότητα και χωρίς υποχρεώσεις συνεισφοράς της ιδιοκτησίας στην δημιουργία κοινοχρήστων χώρων. Η πρακτική αυτή, που γνώρισε απίστευτη έξαρση στις προεκλογικές περιόδους του τέλους της δεκαετίας του 80, αναπαρήγαγε εν τέλει την δοκιμασμένη μεταπολεμική συνταγή της συνεχούς αναγνώρισης ‘οικισμών προ του 23’ γύρω από ένα πηρύνα αυθαίρετης δόμησης. Για να είμαστε δίκαιοι ας καταγράψουμε και την βελτιωμένη εκδοχή της, δηλαδή την εκ των υστέρων πολεοδόμηση των οικισμών αυτών με το καθεστώς των ‘χωριών’, δηλαδή με μικρότερες εισφορές γης από την ‘παραθεριστική κατοικία’, εφόσον η πολυσχιδής και περιπτωσιολογική πολεοδομική νομοθεσία επιτρέπει την κατά βούληση επιλογή θεσμικού πλαισίου πολεοδόμησης. Τα ανωτέρω συμπληρώνονται με την έξαρση της εκτός σχεδίου δόμησης και την άρνηση υιοθέτησης μεθόδων ελέγχου της παράνομης ή νομότυπης κατάτμησης της γης. (πχ παρατεταμένη ισχύς της χουντικής νομοθεσίας ‘περί λυομένων’, δυνατότητα σύστασης καθέτου συνιδιοκτησίας, διάσπαση όγκων κλπ). Η ‘εκτός σχεδίου’ προκαλεί διάχυτη αστικοποίηση του αγροτικού χώρου, γενικευμένη βεβήλωση του τοπίου, απίστευτη παραγωγή ‘αντιπαραγωγικού οικονομικού πλούτου’ μέσω της γαιοπρόσόδου και οδηγεί τελικά σε αναίρεση κάθε προοπτικής πολεοδομικής οργάνωσης των αστικοποιούμενων εκτάσεων, διότι απλά δεν υπάρχει επισπεύδων: οι Δήμοι δεν μπορούν να αναλάβουν το κόστος και οι ιδιώτες αρνούνται να θυσιάσουν τμήμα του ‘οικοπέδου’ για να φαρδύνει ο δρόμος. Η πρόβλεψη του Δήμου Τσαντίλη στις στήλες του Δαίμωνα, ότι ‘όταν όλοι αποκτήσουμε εξοχικό δεν θάχουμε πια εξοχή’, δεν φαίνεται να απασχολεί την ελληνική κοινωνία.... Η λεγόμενη ‘ιδιωτική πολεοδόμηση’ εμφανίζεται στο προσκήνιο στο διάστημα της εναλλαγής στην εξουσία (90-93) ως ιδεολογική αντεπίθεση προς την ΄σοσιαλιστική’ φιλοσοφία του προηγούμενου μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης και προδιαγράφεται έτσι ώστε να αφορά αποκλειστικά νέες αναπτύξεις παραθεριστικής κατοικίας εκτός οικισμών[3]. Δεν έχει δυστυχώς καμία σχέση με την πολιτική των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης που πριμοδοτούσε την οργανωμένη δόμηση μέσω δομών ιδιωτικής ή μικτής χρηματοδότησης (η πρώτη μορφή συνεργασίας δημόσιου/ ιδιωτικού τομέα στην ελληνική νομοθεσία) και αποσκοπούσε –θεωρητικά τουλάχιστον- στην σταδιακή αντικατάσταση του κυρίαρχου μοντέλου αστικοποίησης με οργανωμένες μορφές. Υπ’ αυτούς τους όρους η εφαρμογή της ιδιωτικής πολεοδόμησης –όπως και της πολεοδόμησης Οικοδομικών Συναιτερισμών- αναστέλλεται από το Συμβούλιο Επικρατείας με το σκεπτικό ότι πρέπει να προηγηθεί χωροταξικός σχεδιασμός. Ως λύση, με προφανή στόχο την παράκαμψη του ΣτΕ, έρχεται η εφεύρεση της ‘τουριστικής οικίας’ με νόμο του 2003[4] που αποσκοπεί σε διεύρυνση της εκτός σχεδίου δόμησης με χρησιμοποίηση του προβλεπόμενου για τα ξενοδοχεία συντελεστή δόμησης (0,2 υπολογιζομένου επί του συνόλου της έκτασης συμπεριλαβανομένου του γηπέδου γκολφ) σε προγράμματα οικιστικής ανάπτυξης (η κατοικία στην εκτός σχεδίου δομείται με ΣΔ 0,05). Ήδη στην δεκαετία του 80 εδραιώνεται η τουριστική πολιτική που αποσκοπεί στην αναβάθμιση του τουρισμού μέσω βελτίωσης της ποιότητας του προϊόντος, όπερ μεταφράζεται σε πριμοδότηση μονάδων υψηλής κατηγορίας και μεγάλου δυναμικού (για να είναι βιώσιμες) με αυστηρές προδιαγραφές ως προς το μέγεθος των δωματίων και των κοινών χώρων του ξενοδοχείου αλλά, με ελάχιστο ενδιαφέρον ή δυαντότητα επιρροής στο εκτός των πυλών περιβάλλον. Έτσι αναπτύσεται και στην Ελλάδα το ξενοδοχειακό πρότυπο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του μαζικού τουρισμού, με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα. Ένα παράδειγμα: σε μια τέτοια μονάδα σε νησί του Βορείου Αιγαίου, το μεσαίο προσωπικό είναι τσέχοι φοιτητές από σχολή τουριστικών επαγγελμάτων[5] ενώ ‘ιδίας εισαγωγής’ είναι και κάθε αναλώσιμο προΙόν της μονάδας. (κρέας Αργεντινής, ψάρι Ινδικού, πετσέτες Αιγύπτου, σεντόνια Κίνας κλπ). Μόνο οι βουλγάρες καθαρίστριες και οι αλβανοί οικοδόμοι είναι ‘ντόπιοι’ άντε και κάποιοι έλληνες τεχνίτες απασχολούμενοι στην συντήρηση του κτιρίου. Ποιες λοιπόν οι πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις αυτών των επενδύσεων στην τοπική ανάπτυξη, η συμβολή τους στην τόνωση της παραγωγικής ικανότητας της τοπικής οικονομίας που να δικαιολογούν την υψηλή επιδότηση των μονάδων από δημόσια κονδύλια περιφερειακής πολιτικής; Ποιος ασχολείται με τις χωρικές επιπτώσεις αυτής της τουριστικής ανάπτυξης με την θεραπεία τους; Ποιος αναρωτιέται για τις στοιχειώδεις αρχές της πρόληψης, της περιβαλλοντικής ευθύνης ή της ενσωμάτωσης της περιβαλλοντικής διάστασης στις τομεακές πολιτικές; Ποιος τέλος αναλαμβάνει την διαμεσολάβηση μεταξύ μιας εξωτερικής επένδυσης και της ενδογενούς αναπτυξιακής δυναμικής ώστε να υπάρξει συνέργεια και όχι σύγκρουση; Αν ο επενδυτής δεν έχει την ευαισθησία του σκανδιναυικού συνδικάτου να συνδιαλαγεί με την τοπική κοινωνία, το θέμα είναι ποιες δυνατότητες παρέμβασης διαθέτει η ίδια η τοπική κοινωνία, πλην της επιβολής του ‘τέλους παρεπιδημούντων’ ή της γενικευμένης αντίστασης στην επένδυση; Μήπως αυτά είναι καθήκοντα ενός ολοκληρωμένου και επιχειρησιακού χωροταξικού σχεδιασμού; Αντ’ αυτών η επίσημη πολιτική περιορίζεται στον έλεγχο της χωροθέτησης μέσω της αποσπασματικής εξέτασης κάθε μεμονωμένου επενδυτικού φακέλου, από διάφορες μη συνεργαζόμενες Υπηρεσίες, ανάλογα με το μέγεθος της προς αδειοδότηση μονάδας (Νομαρχία, Περιφέρεια, ΥΠΕΧΩΔΕ και ΕΟΤ). Τα πολεοδομικά εργαλεία – μηχανισμοί που έχουν κατά καιρούς θεσπιστεί για την χωρική οργάνωση των τουριστικών ζωνών, που προβλέπουν μεταξύ άλλων και την προοπτική πολεοδόμησης, παραμένουν ανενεργά[6]. Επί χρόνια οι εκπονούμενες Ειδικές Χωροταξικές Μελέτες αδυνατούν να εφαρμόσουν μια ενεργό πολιτική ανάπτυξης και προσανατολισμού των επενδύσεων, στηρίζονται σε ‘κατασταλτικού τύπου’ πολεοδομικά εργαλεία, (όπως η Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου /ΖΟΕ) και σπάνια θεσμοθετούνται αφού οι προτάσεις τους δεν συνάδουν με το όνειρο του νεοέλληνα να κάνει οικόπεδο το αμπέλι του παππού του και το συνδεόμενο όνειρο του ντόπιου πολιτικού, να επανεκλεγεί. Τουρισμός, περιβάλλον, αριστερά και μια φανταστική ιστορία Τα πρόσφατα θεσμοθετημένα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια (ΠΠ) δίνουν κάποιες κατευθύνσεις για την τουριστική ανάπτυξη αλλά σε πολύ γενικό επίπεδο χωρίς πρόγραμμα και εργαλεία εφαρμογής, πλην των τοπικών σχεδίων χρήσεων γης (Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια /ΓΠΣ). Η περιφερειακή χωροταξική θεώρηση αναπαράγει συνήθως το στερεότυπο της ‘ήπιας τουριστικής ανάπτυξης’ ή των ‘εναλλακτικών μορφών τουρισμού’ ή της ‘ανάσχεσης σε κορεσμένες περιοχές’ προτάσεις που αναμένουν μια επιτελική κατεύθυνση για να μετουσιωθούν σε συγκεκριμένη στρατηγική ικανή να προσδιορίσει κριτήρια και όρια ‘ήπιας ανάπτυξης’, και φέρουσας ικανότητας κάθε τόπου και να προσανατολίσει τις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις στην επιθυμητή κατεύθυνση. Θα περίμενε κανείς από το νέο ‘Ειδικο Χωρικο Πλαισίο για τον Τουρισμό’ (ΕΧΠΤ): να συνθέσει τις ‘εκ των κάτω’ προτάσεις των ΠΠ με την ‘εκ των άνω’ εθνική αναπτυξιακή πολιτική, και να επεξεργαστεί λύσεις σε κατευθύνσεις αειφορίας χωρίς να είναι απλά δέσμιο του στόχου για ‘βελτίωση του συνολικού οικονομικού αποτελέσματος της τουριστικής δραστηριότητας και της αποδοτικότητάς της’. Δυστυχώς το σχεδιο ΚΥΑ που δημοσιοποιήθηκε δεν αξιολογεί την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πολιτική, δεν ‘χρεώνεται’ το καθήκον της σύνθεσης μεταξύ χωρικής και τομεακής θεώρησης και δεν τροφοδοτείται ‘εκ των κάτω’ από τα ΠΠ. Το βασικό του ζητούμενο –όπως καταγράφεται στο προίμιο- είναι να ανταποκριθεί στις ‘αλλαγές που συντελούνται στην παγκόσμια τουριστική αγορά’ και να αποτρέψει τον τοπικό σχεδιασμό μέσω της ‘εναρμόνησης’ των ΠΠ και των ΓΠΣ στις κατευθύνσεις του. Τα εργαλεία του είναι αδιακρίτως οι παντός τύπου ζώνες (ΠΟΤΑ κλπ) και φυσικά η εκτός σχεδίου δόμηση, λες και αυτά έχουν δουλέψει ως τώρα και λειτουργούν κανόνικά.... . Η εισαγώμενη ‘σύνθετη και ολοκληρωμένη ανάπτυξη τουριστικών υποδομών σταθερού παραθερισμού’ αποτελεί μετεξέλιξη της ‘τουριστικής οικίας’ και είναι απροκάλυπτα ταγμένη στον στόχο της νομιμοποίησης των αδηφάγων επενδυτικών σχεδίων του διεθνοποιημένου real estate κεφαλαίου. Αν κάτι είναι εξοργιστικό εδώ είναι ότι δικαιώνει τον λαικίστικο πολιτικό λόγο της τελευταίας 20ετίας του επιτρέπει να δημαγωγεί κατά του κινδύνου να γίνουμε Ισπανία, και τον απαλάσσει από την ευθύνη να αναλογιστεί τα όρια της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης τουριστικής πολιτικής. Προτείνω να θεωρήσουμε το ζήτημα ως ένα ακόμα πεδίο διμέτωπου αγώνα κατά του επιτιθέμενου νεοφιλελευθερισμού και του αντεπιτιθέμενου παραδοσιακού λαικισμού. Να αναγνωρίσουμε την ανάγκη ανάπτυξης οργανωμένης παραθεριστικής κατοικίας που απευθύνεται στην ελληνική και διεθνή αγορά και να την δούμε σαν ευκαιρία για την σταδιακή κατάργηση της εκτός σχεδίου δόμησης, όπως εξ άλλου αιτείται η Νομαρχιακή μας κίνηση Κυκλάδων. Και το επιμύθιο: Έστω ότι ο εμπνευσμένος και δραστήριος ηγούμενος της Τοπλού, ο αυτοαποκαλούμενος κοσμοκαλόγερος, αναλογίζεται ένα πρωί ότι η απληστία είναι αμάρτημα και αποφασίζει να εγκαταλείψει τους εγγλέζους επενδυτές του και να συνδιαλαγεί με ένα ευρωπαικό συνδικάτο, για να κτίσει δύο ή τρία συγκροτήματα σε συνέχεια των οικισμών (πχ μέχρι 2000 κλίνες συνολικά), όπου θα ξεχειμωνιάζουν τα γερόντια, πιθανόν να νοικιάζει τον Αύγουστο τα διαμερίασματα σε άλλους για να βγαίνουν και τα έξοδα συντήρησης του δημόσιου χώρου που θα προκύψει από την πολεοδόμηση και έστω ότι οργανώνει εκδρομές με πούλμαν για να πηγαίνουν οι συνταξιούχοι του για γκολφ στην Χερσόνησο, (πόσα χιλιόμετρα είναι δα!). Το ερώτημα είναι θα βρεί συμπαράσταση σ’αυτή την προσπαθεια από την αριστερά και το οικολογικό κίνημα ή θα αντιμετωπίσει την ίδια οργισμένη αντιδραση λόγω της σοσιαλδημοκρατικού τύπου πολιτικής προσέγγισης; Δαίμων της Οικολογίας, τ. 72, 6/07 [1] Αυτό το λέμε με επιστημονικούς όρους ‘δημοκρατική κατανομή της υπεραξίας γης’, ή σε απλά ελληνικά ‘λαϊκός καπιταλισμός’ . [2] Το ανάλογο παλαιότερο πρόγραμμα του ΕΟΤ (Βάθεια, Πάπιγκο, Οία κλπ) θα μπορούσε να αποτελέσει υπόδειγμα πολιτικής για την αναβίωση εγκαταλελημένων ή φθινόντων οικισμών και να επεκταθεί με χρήση ευρωπαικών κονδυλίων, ενεργοποιώντας όμως και ιδιωτικά κεφάλαια. [3] Δεν απαγορεύει μεν την γειτνίαση με οικισμό αλλά η υποχρέωση να αφορά έκταση τουλάχιστον 50 (αργότερα 100) στρεμμάτων είναι τελικά απαγορευτική. [4] Για τη νέα αυτή νομοθεσία βλέπε πρόσφατο έρθρο της Ελ. Χατζηνικολάου στον Δαίμωνα.. [5] Προφανώς θεωρείται όφελος γι αυτά τα παιδιά ότι αποκτούν επαγγελματική εμπειρία κάνοντας παράλληλα διακοπές, υποθέτω ότι ο μισθός είναι δευτερεύον ζήτημα... [6] Πχ ‘Παραγωγικές ζώνες του Ν 1650/86 ή Περιοχές Οργανωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ), ενώ το πιο πρόσφατο Περιοχές Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠΔ) εξελίσσεται σε νέο μηχανισμό αδειοδότησης, έτσι ώστε να μπορεί να ανατρέπει τις τυχόν ρυθμίσεις ΖΟΕ.... |
                     |