Ιθαγένεια/Μετανάστης Δεύτερης Γενιάς
Απαντήσεις σε ερωτήματα
(Δ. Καρούζου- Ο. Παπαδάκη)
Η Κοινότητα Ανοικοδόμησης (Reconstruction Community) σε συνεργασία με την Ένωση Οργανώσεων Αφρικανών Γυναικών (United African Women Organization) διοργανώνει στις 20 Ιουνίου τη δράση «Tunnel 14» με βασικό στόχο να αναδείξει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η δεύτερη γενιά μεταναστών, τα παιδιά δηλαδή των μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή ζουν σ’ αυτήν από μικρή ηλικία. Στο πλαίσιο της έρευνας σχετικά με τη νομοθεσία περί αλλοδαπών καθώς και το νομικό καθεστώς από το οποίο διέπεται η κατηγορία της «δεύτερης γενιάς» των μεταναστών, κατέληξε σε ένα βασικό συμπέρασμα το οποίο συνοψίζεται στο εξής:
Η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει στους μετανάστες δεύτερης γενιάς κανένα επιπλέον δικαίωμα λόγω της μακρόχρονης παραμονής τους στο ελληνικό έδαφος και η νομική τους κατάσταση διέπεται από το δίκαιο των αλλοδαπών. Το συμπέρασμα αυτό, που ίσως εκ πρώτης όψεως δεν μας εκπλήσσει, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί με τις συγκεκριμένες συνθήκες που χαρακτηρίζουν την πλειοψηφία της δεύτερης γενιάς των μεταναστών: διαμένουν επί μακρόν ή ακόμη από τη γέννησή τους μόνιμα στην Ελλάδα, σπούδασαν στα ελληνικά σχολεία, είναι πλήρως ενσωματωμένοι στην ελληνική κοινωνία, έχουν ενστερνιστεί τον ελληνικό πολιτισμό, στην ουσία δεν διαφοροποιούνται σε τίποτε από όλους εμάς, εντούτοις παραμένουν ακόμη «άλλοι».
Για τους περισσότερους από εμάς δεν είναι γνωστή η νομοθεσία, που διέπει την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, καθώς και το νομικό καθεστώς του συνόλου των μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα (μεταξύ των οποίων και οι δεύτερης γενιάς μετανάστες). Για το λόγο αυτό επιχειρούμε να δώσουμε ορισμένες απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο, το οποίο ρυθμίζει τα ζητήματα αυτά.
1. Τι είναι η ιθαγένεια;
2. Ποια η διαφορά με τον όρο «υπηκοότητα»;
3. Τι είναι η εθνικότητα;
4. Πώς απονέμεται η ιθαγένεια ;
5. Πώς απονέμεται η ελληνική ιθαγένεια;
6. Ποιος είναι ο «ανιθαγενής» - «άπατρις» ;
7. Πώς «γίνεται» κανείς ανιθαγενής;
8. Ποιες είναι οι συνέπειες της ανιθαγένειας;
9. Απόδοση της «ελληνικής ιθαγένειας» σε ανιθαγενείς – απάτριδες: πότε το ελληνικό δίκαιο περί ιθαγένειας εφαρμόζει την αρχή του εδάφους;
10. Αναγκαία πιστοποιητικά – αρμόδιες υπηρεσίες
11. Ποιος είναι ο «πρόσφυγας»;
12. Είναι το ίδιο με τον μετανάστη;
13. Ποιος είναι ο «μετανάστης δεύτερης γενιάς»;
14. Οι «επί μακρόν διαμένοντες αλλοδαποί» – Το π.δ. 150/2006
15. Αναγκαία πιστοποιητικά και αρμόδιες υπηρεσίες
16. Μετανάστες δεύτερης γενιάς: Μετά την ενηλικίωση τί;
1. Τι είναι η ιθαγένεια;
Η ιθαγένεια είναι νομική ιδιότητα, πρόκειται δηλαδή για έναν νομικό δεσμό δημοσίου δικαίου που συνδέει το πρόσωπο με ορισμένο κράτος και σημαίνει ότι το πρόσωπο αυτό ανήκει στο λαό του συγκεκριμένου κράτους. Από τον λαό πρέπει να διακρίνεται ο πληθυσμός του κράτους, που μπορεί να περιλαμβάνει και άτομα που δεν έχουν την ιθαγένειά του, αφού αλλοδαποί ενδέχεται να κατοικούν στο κράτος αυτό, ενώ μπορεί να μην περιλαμβάνει ολόκληρο το λαό, αφού υπήκοοι του συγκεκριμένου κράτους μπορεί να κατοικούν σε ξένο κράτος. Η ιθαγένεια αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο του status του ατόμου, καθώς από αυτήν απορρέουν τα πολιτικά και πολλά από τα ατομικά δικαιώματα αλλά και οι υποχρεώσεις του προσώπου έναντι του κράτους, του οποίου την ιθαγένεια έχει. Όσοι έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους ονομάζονται ημεδαποί του κράτους αυτού, ενώ όσοι έχουν διαφορετική ή καμία ιθαγένεια ονομάζονται αλλοδαποί.
2. Ποια η διαφορά με τον όρο «υπηκοότητα»
Ορολογικά είναι έννοιες ταυτόσημες, χρησιμοποιούνται, δηλαδή, στα νομικά κείμενα με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο ενώ η διαφοροποίησή τους -και από τον ίδιο το νομοθέτη ενίοτε- είναι εσφαλμένη. Εντούτοις, διαφέρουν ως προς τις ιστορικές τους καταβολές καθώς ο όρος υπήκοος υποδηλώνει το πρόσωπο που υπόκειται στην εξουσία του μονάρχη και παραπέμπει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Με την επικράτηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ο υπήκοος μετατράπηκε σε πολίτη, σε ενεργό υποκείμενο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Η διαφοροποίηση αυτή των εννοιών, όμως, σε πρακτικό επίπεδο δεν έχει σημασία.
3. Τι είναι η εθνικότητα;
Η εθνικότητα είναι πραγματική ιδιότητα και αποτελεί τον πραγματικό δεσμό ενός προσώπου και ενός έθνους, δηλαδή ενός συνόλου ανθρώπων με κοινή συνείδηση, η οποία είναι αρκετό να στρέφεται γύρω από ένα ή περισσότερα γεγονότα ή καταστάσεις του παρελθόντος (ιστορία, παραδόσεις), του παρόντος (γλώσσα, θρησκεία) ή του μέλλοντος (ιδανικά). Όσοι ανήκουν στο ίδιο έθνος ονομάζονται ομογενείς ή ομοεθνείς, ενώ οι άλλοι αλλογενείς ή αλλοεθνείς. Είναι δυνατόν ένας αλλογενής να είναι Έλληνας ημεδαπός, εφόσον, πληρώντας τις προϋποθέσεις του ελληνικού δικαίου της ιθαγένειας, έχει αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, ενώ συχνά ένας Έλληνας ομογενής είναι αλλοδαπός.
4. Πώς απονέμεται η ιθαγένεια ;
Η ιθαγένεια απονέμεται μόνο από τα κράτη -όχι από άλλα διεθνή νομικά πρόσωπα, π.χ. διεθνείς οργανισμούς- και αποτελεί αρχή του διεθνούς δικαίου ότι κάθε κράτος έχει αποκλειστική εξουσία να καθορίζει αυτό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα πρόσωπο αποκτά ή χάνει την ιθαγένειά του. Η ρύθμιση του δικαίου της ιθαγένειας που υιοθετεί κάθε κράτος αποδίδει ή ανταποκρίνεται σε γενικότερες φιλοσοφικές αντιλήψεις ή και συγκεκριμένες σκοπιμότητες (π.χ. αύξηση των μελών ενός λαού για στρατολογικούς σκοπούς) και διαπνέεται σε γενικές γραμμές από τις θεωρητικές αρχές της εθνικότητας, της χωρικής κυριαρχίας και της ατομικής βούλησης, ως βάση απόδοσης της ιθαγένειας.
o δίκαιο του αίματος – ius sanguinis
Σύμφωνα με το δίκαιο του αίματος, το πρόσωπο αποκτά την ιθαγένεια των γονέων του αυτοδίκαια με τη γέννησή του. Η κτήση της ιθαγένειας βάσει του δικαίου του αίματος αντανακλά την αρχή της εθνικότητας.
o το δίκαιο του εδάφους - ius soli
Σύμφωνα με το δίκαιο του εδάφους το άτομο που γεννιέται στο έδαφος ορισμένου κράτους αποκτά και την ιθαγένεια του κράτους αυτού αυτοδίκαια με τη γέννησή του. Η κτήση της ιθαγένειας βάσει του δικαίου του εδάφους αντανακλά την αρχή της χωρικής κυριαρχίας.
o Πολιτογράφηση
Πολιτογράφηση είναι η με ατομική κρατική πράξη απονομή της ιθαγένειας, κατόπιν σχετικού αιτήματος του ατόμου. Η ατομική βούληση ως βάση απόκτησης της ιθαγένειας βρίσκει την έκφραση της στο θεσμό της πολιτογράφησης. Η γενική φιλοσοφία της αρχής αυτής είναι ότι η ιθαγένεια δεν πρέπει να προσδίδεται ούτε να αφαιρείται χωρίς τη βούληση του ατόμου.
5. Πώς απονέμεται η ελληνική ιθαγένεια;
Το δίκαιο της ιθαγένειας στην Ελλάδα ακολουθεί κατά κύριο λόγο την αρχή της εθνικότητας και αποδίδει ιθαγένεια βάσει του δικαίου του αίματος, ακόμα και σε άτομα που δεν γεννήθηκαν εντός των ορίων του κράτους αλλά που μπορούν να αποδείξουν την εξ Ελλήνων καταγωγή τους. Έτσι, οι ομογενείς αλλοδαποί τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από το ελληνικό κράτος. Το ίδιο το Σύνταγμα επιβάλλει τη μέριμνα του κράτους για τη ζωή του απόδημου ελληνισμού. Επίσης, ευνοϊκής μεταχείρισης τυγχάνουν και οι υπήκοοι κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 7 της συνθήκης της Ε.Ο.Κ. Άλλες κατηγορίες ατόμων που τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχείρισης από την ελληνική πολιτεία είναι οι πολιτικοί πρόσφυγες και οι ανιθαγενείς.
6. Ποιος είναι ο «ανιθαγενής» - «άπατρις» ;
Ανιθαγενής είναι το εκείνος που δεν έχει την ιθαγένεια κανενός κράτους. Σύμφωνα με το άρθρο 1 της σύμβασης του 1954 για το Καθεστώς των Ανιθαγενών ορίζεται ως ανιθαγενής εκείνος που δεν θεωρείται πολίτης κάποιου κράτους κατ΄ εφαρμογή της νομοθεσία του.
7. Πώς «γίνεται» κανείς ανιθαγενής;
Η απώλεια της ιθαγένειας μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας σειράς πολιτικών, νομικών, διοικητικών ρυθμίσεων ή παραλείψεων. Απώλεια της ιθαγένειας είναι δυνατόν να επέλθει όταν το κράτος του οποίου την ιθαγένεια έχει το άτομο παύσει να υπάρχει, π.χ. διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, και δεν υπάρξει διάδοχο κράτος. Ακόμη, ανιθαγενές μπορεί να γίνει το πρόσωπο που γεννιέται σε έδαφος αμφισβητούμενο ή σε έδαφος επί του οποίου η κυβέρνηση δεν αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα και άρα δεν αποτελεί κράτος (π.χ. παλαιστινιακά έδάφη). Απώλεια της ιθαγένειας επέρχεται επίσης λόγω της αποποίησης της ιθαγένειας από τους πολίτες πριν αποκτήσουν νέα ιθαγένεια, η παράλειψη ληξιαρχικής καταχώρησης της γέννησης του τέκνου καθώς και η γέννηση από ανιθαγενή γονέα.
Παράδειγμα δημιουργίας ανιθαγενών από το ελληνικό κράτος αποτελεί μία ομάδα μελών της μειονότητας της Θράκης, στην πλειονότητά τους μεσήλικες και υπερήλικες, οι οποίοι απώλεσαν την ελληνική τους ιθαγένεια, βάσει του ήδη καταργηθέντος άρθρου 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ), όπου και ειδικότερα αναφέρεται ότι «Αλλογενής εγκαταλιπών το Ελληνικό έδαφος άνευ προθέσεως παλιννοστήσεως δύναται να κηρυχθεί απωλέσας την ελληνική ιθαγένεια». «Αλλογενής, στο πλαίσιο του προαναφερθέντος νόμου, σήμαινε το πρόσωπο εκείνο που έχει μεν την ελληνική ιθαγένεια αλλά δεν κατάγεται από Έλληνες, δεν έχει ελληνική συνείδηση και δεν συμπεριφέρεται ως Έλληνας [και ως εκ τούτου] τεκμαίρεται ότι ο δεσμός του με το ελληνικό έθνος είναι εντελώς χαλαρός και εύθραυστος». Τα άτομα αυτά είχαν αποστερηθεί της Ελληνικής ιθαγένειας, σύμφωνα με το ήδη καταργηθέν άρθρο 19 του Κ.Ε.Ι., επειδή είχαν αναχωρήσει στην Τουρκία για μόνιμη εγκατάσταση, επέστρεψαν στα προαναφερόμενα γεωγραφικά διαμερίσματα και διέμεναν υπό το καθεστώς του ανιθαγενούς. Ο νόμος 2623/1998 κατάργησε μεν το άρθρο 19 ΚΕΙ αλλά δεν προέβλεψε καμιά διαδικασία βάσει της οποίας οι πρώην Έλληνες υπήκοοι θα μπορούσαν να ανακτήσουν την ελληνική ιθαγένειά τους. Πολλοί από αυτούς δεν ανέκτησαν την ελληνική τους ιθαγένεια, λόγω διαφόρων νομικών κυρίως κωλυμάτων, με αποτέλεσμα το μοναδικό επίσημο κρατικό έγγραφο που τους έχει χορηγηθεί να είναι το δελτίο ταυτότητας ανιθαγενούς.
Επίσης, παρά τη σύναψη της Σύμβασης του 1954 για το Καθεστώς των Ανιθαγενών, σκοπός της οποίας είναι η αποτροπή της ανιθαγένειας και η αναγνώριση των δικαιωμάτων των ανιθαγενών ατόμων, υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις ανιθαγενών από την Παλαιστίνη, τη Δυτική Σαχάρα, το Κασμίρ και το Κουρδιστάν.
8. Ποιες είναι οι συνέπειες της ανιθαγένειας;
Κατά κάποια εκδοχή οι ανιθαγενείς «δεν είναι άνθρωποι αλλά νομικά φαντάσματα», με την έννοια ότι στερούνται τα βασικότερα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα που η πλειονότητα των πολιτών ενός κράτους θεωρούν ως «δ ε δ ο μ έ ν α». Δεν έχουν διαβατήριο, δεν μπορούν πολλές φορές να καταχωρήσουν ληξιαρχικά γεγονότα γέννησης, γάμου, να ταξιδεύσουν, να σπουδάσουν ή ακόμα και να ενταφιαστούν βάσει των τυπικών κωλυμάτων ή προϋποθέσεων που τίθενται από κάθε κράτος.
9. Απόδοση της «ελληνικής ιθαγένειας» σε ανιθαγενείς – απάτριδες: πότε το ελληνικό δίκαιο περί ιθαγένειας εφαρμόζει την αρχή του εδάφους;
Το Ελληνικό Δίκαιο της Ιθαγένειας εφαρμόζει την αρχή του εδάφους μερικώς και όχι ως ένα γενικευμένο τρόπο απόδοσης της ελληνικής ιθαγένειας ή υπηκοότητας, αλλά περιοριστικά μόνο στις περιπτώσεις όπου το άτομο που γεννήθηκε στην Ελλάδα από αλλοδαπούς γονείς δεν μπορεί να αποκτήσει την ιθαγένεια των γονέων του (άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3284/2004), λόγω περιορισμών του αντίστοιχου δικαίου της ιθαγένειας της χώρας προέλευσής τους, με άμεσο κίνδυνο να χαρακτηριστεί το άτομο ως ανιθαγενές. Συνεπώς, η εφαρμογή της αρχής του ius soli συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με την προστασία του ατομικού δικαιώματος της ύπαρξης της ιθαγένειας και της αποφυγής έκπτωσής του στην κατάσταση της ανιθαγένειας.
10. Αναγκαία πιστοποιητικά και αρμόδιες υπηρεσίες
Προϋπόθεση για να αποδοθεί η ελληνική ιθαγένεια σε αυτές τις περιπτώσεις είναι:
o Η ληξιαρχική πράξη γέννησης από ληξιαρχείο δήμου ή κοινότητας της ελληνικής επικράτειας
o Η επίσημη βεβαίωση από τις εγχώριες αλλοδαπές αρχές των χωρών προέλευσης και των δύο γονέων ή από τις εθνικές αντιπροσωπεύσεις τους στην Ελλάδα -οι οποίες και γνωρίζουν το αστικό δίκαιο της χώρας τους- από την οποία να προκύπτει η αδυναμία κτήσης της ιθαγένειας τόσο από την χώρα προέλευσης του πατέρα όσο και από τη χώρα προέλευσης της μητέρας.
o Κατόπιν αιτήσεως στις αρμόδιες Διευθύνσεις Αστικής Κατάστασης εκείνης της Περιφέρειας της Ελλάδας που έχει χωρική αρμοδιότητα στον επιθυμητό δήμο εγγραφής του ατόμου, για την οποία αποφαίνεται ο αντίστοιχος Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας, απονέμεται στο άτομο η ελληνική ιθαγένεια.
11. Ποιος είναι ο «πρόσφυγας»;
Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης περί της νομικής κατάστασης των προσφύγων του 1951, πρόσφυγας είναι κάθε άτομο το οποίο εγκαταλείπει τη χώρα της οποίας έχει την ιθαγένεια «εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων», με αποτέλεσμα να μην μπορεί ή να μη θέλει να απολαμβάνει την προστασία της χώρας αυτής. Η αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα καθώς και τα συνακόλουθα δικαιώματά του δεν ρυθμίζονται από τη Σύμβαση της Γενεύης ούτε από το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης (1967) αλλά επαφίεται στο εσωτερικό δίκαιο κάθε κράτους. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει μόνο συμβουλευτικό ρόλο και επιβλέπει την τήρηση και την εφαρμογή της Σύμβασης του 1951, προάγοντας την εφαρμογή γρήγορων, φιλελεύθερων και ευέλικτων διαδικασιών για την στοιχειοθέτηση της δίωξης ενός ατόμου και την υπαγωγή του στο καθεστώς των προσφύγων.
12. Είναι το ίδιο με τον μετανάστη;
Η διαφορά του «π ρ ό σ φ υ γ α» από το «μ ε τ α ν ά σ τ η» έγκειται στο γεγονός ότι ο οικονομικός μετανάστης συνήθως εγκαταλείπει τη χώρα του εθελοντικά αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, ο οποίος όμως αν αποφασίσει να επιστρέψει στην πατρίδα του, θα συνεχίσει να χαίρει της προστασίας της χώρας του ενώ ο πρόσφυγας φεύγει εξαιτίας του φόβου δίωξης λόγω των πολιτικών συνθηκών της χώρας του και δεν μπορεί να επιστρέψει.
13. Ποιος είναι ο «μετανάστης δεύτερης γενιάς»;
Μετανάστης δεύτερης γενιάς είναι το άτομο που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα από γονείς αλλοδαπούς ή έχει μεγαλώσει κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ελλάδα ούτως ώστε να έχει ουσιαστικά διακόψει τους δεσμούς με το κράτος της καταγωγής του και να μην επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτό και να συνδέεται με τον λαό του ελληνικού κράτους. Οι νεαροί αλλοδαποί που διαμένουν επί μακρόν και έχουν ενηλικιωθεί στην Ελλάδα συχνά αναπτύσσουν στενούς και σ, τέρεους δεσμούς με τη χώρα μας, την οποία θεωρούν ως δεύτερη αν όχι πρώτη πατρίδα τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ενδεχόμενη αναγκαστική παλιννόστηση θα σημάνει μια επώδυνη επιστροφή σε ένα πολιτιστικό και κοινωνικό πλαίσιο εντελώς ξένο.
Η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει στους μετανάστες δεύτερης γενιάς κανένα επιπλέον δικαίωμα λόγω της μακρόχρονης παραμονής τους στο ελληνικό έδαφος και οι ίδιοι διέπονται από το δίκαιο των αλλοδαπών.
14. Οι «επί μακρόν διαμένοντες αλλοδαποί» - Το π.δ. 150/2006
Ωστόσο προσπάθεια ένταξής τους με δικαιότερους όρους στην ελληνική κοινωνία θεωρείται ότι αποτελεί η χορήγηση άδειας παραμονής δυνάμει του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος που προβλέπεται στο π.δ. 150/2006, το οποίο ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο την κοινοτική οδηγία 2003/109/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες. Οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά στο πρόσωπο του αλλοδαπού που επιθυμεί να αποκτήσει άδεια παραμονής ως επί μακρόν διαμένων στην Ελλάδα είναι οι εξής:
o Να μην έχει λάβει άδεια διαμονής για σπουδές ή επαγγελματική κατάρτιση ή άδεια προσωρινής διαμονής σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3386/2005 ή άδεια διαμονής δυνάμει προσωρινής προστασίας.
o Να μην έχει αναγνωριστεί ως πρόσφυγας ή να μην έχει υποβάλλει αίτηση για να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα, επί της οποίας η απόφαση εκκρεμεί.
o Να διαμένει στην Ελλάδα νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα τελευταία πέντε έτη πριν την υποβολή της σχετικής αίτησης.
o Να διαθέτει ετήσιο εισόδημα επαρκές για την κάλυψη των αναγκών του ίδιου και της οικογένειάς του.
o Να διαθέτει πλήρη ασφάλιση ασθενείας, η οποία καλύπτει και τα μέλη της οικογένειάς του.
o Να διαθέτει επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας και γνώση στοιχείων της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού.
Παρατηρούμε ότι βασική προϋπόθεση για την αναγνώριση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος και την χορήγηση της αντίστοιχης άδειας διαμονής είναι η έως την αίτησή του νόμιμη παραμονή του στη χώρα.
Ένα σημαντικό, όμως, κομμάτι νεαρών αλλοδαπών, παρότι διαμένουν επί μακρόν ή ακόμη από τη γέννησή τους μόνιμα στην Ελλάδα, σπούδασαν στα ελληνικά σχολεία, είναι πλήρως ενσωματωμένοι στην ελληνική κοινωνία και έχουν ενστερνιστεί τον ελληνικό πολιτισμό, δεν έχουν νόμιμη παραμονή στη χώρα. Το γεγονός αυτό οφείλεται, είτε στην αδιαφορία των γονέων τους να νομιμοποιήσουν την παραμονή τη δική τους ή των εξαρτημένων μελών της οικογένειάς τους, είτε στην απώλεια της νομιμότητας της παραμονής τους λόγω της μετάβασης από τα παλαιότερα καθεστώτα παραμονής στο καθεστώς του ν. 3386/2005. Επιπλέον, η καθυστέρηση έκδοσης των αδειών και η μη ενημέρωση των αλλοδαπών ότι η διοίκηση απαιτεί ο ενδιαφερόμενος να προσέρχεται κάθε χρόνο για να αιτείται την ανανέωση της άδειας παραμονής, ενδεχομένως να έχουν καταστήσει εκπρόθεσμο ένα σημαντικό αριθμό νεαρών αλλοδαπών που είχαν νόμιμη παραμονή στη χώρα.
15. Αναγκαία πιστοποιητικά και αρμόδιες υπηρεσίες
Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο αλλοδαπός υποβάλλει αίτηση για τη χορήγηση άδειας παραμονής επί μακρόν διαμένοντος, στο όργανο που χορήγησε την τελευταία άδεια διαμονής, η οποία συνοδεύεται από τα εξής πιστοποιητικά:
1. Φωτοαντίγραφο ισχύοντος διαβατηρίου ή άλλου ταξιδιωτικού εγγράφου.
2. Αντίγραφο Εκκαθαριστικού Σημειώματος της Εφορίας των δύο προηγούμενων οικονομικών ετών ή άλλο επίσημο στοιχείο, από το οποίο προκύπτει ότι διαθέτει ετήσιο εισόδημα ίσο ή μεγαλύτερο των 8.500 ευρώ προσαυξημένο κατά 15% για κάθε προστατευόμενο μέλος της οικογένειάς του.
3. Βεβαίωση ασφαλιστικού φορέα στον οποίο είναι ασφαλισμένος για την κάλυψη των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης του ίδιου και της οικογένειάς του.
4. Συμβόλαιο αγοράς κατοικίας ή συμφωνητικό μίσθωσης κατοικίας, ούτως ώστε να προκύπτει ότι ο αλλοδαπός διαθέτει επαρκή κατοικία για την κάλυψη των αναγκών του.
5. Αποδεικτικό επαρκούς γνώσης της ελληνικής γλώσσας, των στοιχείων της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού.
Η άδεια διαμονής του επί μακρόν διαμένοντος εκδίδεται ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της οικείας αστυνομικής αρχής και το αργότερο έξι μήνες μετά την υποβολή της αίτησης και έχει διάρκεια ισχύος πέντε έτη.
16. Μετανάστες δεύτερης γενιάς: μετά την ενηλικίωση τι;
Ο ν. 3386/2005, που ρυθμίζει την είσοδο και τη διαμονή των αλλοδαπών στην ελληνική επικράτεια, προβλέπει συγκεκριμένους τύπους αδειών διαμονής στο ελληνικό έδαφος, οι οποίοι συνδέονται με κάποιο συγκεκριμένο λόγο, όπως άδεια διαμονής για εργασία, για σπουδές και άδεια διαμονής σύμφωνα με το θεσμό «της οικογενειακής συνένωσης».
Η τελευταία αυτή άδεια παρέχεται στα μέλη της οικογένειας -τον/ην σύζυγο (σε περίπτωση δε πολυγαμίας του αλλοδαπού δεν επιτρέπεται η οικογενειακή συνένωση με παραπάνω από μία σύζυγο) και τα ανήλικα άγαμα τέκνα του ίδιου, καθώς επίσης και τα ανήλικα άγαμα τέκνα του συζύγου- του αλλοδαπού που διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα επί δύο τουλάχιστον έτη και είναι παράλληλη με αυτή, ακολουθεί δηλαδή την τύχη της. Στα ανήλικα τέκνα που έχουν συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας τους χορηγείται ατομική άδεια παραμονής, η οποία λήγει με τη λήξη της άδειας παραμονής του γονέα που ασκεί τη γονική μέριμνα, ενώ τα ανήλικα τέκνα που δεν έχουν συμπληρώσει το ανωτέρω όριο ηλικίας καλύπτονται από την άδεια παραμονής των γονέων τους. Αυτοτελές δικαίωμα διαμονής αποκτούν τα μέλη της οικογένειας του αλλοδαπού εφόσον: α) παρέλθει πενταετία από την χορήγηση της άδειας διαμονής για οικογενειακή συνένωση, β) ενηλικιωθούν, γ) ο αλλοδαπός πεθάνει, δ) ο αλλοδαπός ασκεί βία στα πρόσωπα αυτά, ε) εκδοθεί διαζύγιο ή επέλθει διακοπή της έγγαμης συμβίωσης. Τα μέλη της οικογένειας του αλλοδαπού έχουν δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση, στη μισθωτή εργασία και σε ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, στον επαγγελματικό προσανατολισμό, την βασική κατάρτιση και στην επανακατάρτιση.
Ο μετανάστης δεύτερης γενιάς, ο οποίος εξομοιώνεται πλήρως με τους λοιπούς αλλοδαπούς, αντιμετωπίζει μετά την ενηλικίωση το πρόβλημα της συνέχισης της παραμονής του στην Ελλάδα, δεδομένου ότι η άδεια διαμονής που του παρέχεται με βάση την οικογενειακή συνένωση μπορεί να ανανεώνεται κάθε ένα έτος, αλλά πάντως μέχρι την συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας του. Στη συνέχεια, η άδεια διαμονής πρέπει να ανανεωθεί για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο νόμο, διαφορετικά έχει προθεσμία ενός έτους προκειμένου να εγκαταλείψει το ελληνικό έδαφος.
Οι δυνατότητες που έχει είναι η απόκτηση άδειας διαμονής για εργασία ή σπουδές. Και στις δύο περιπτώσεις οφείλει να είναι κάτοχος ισχύοντος διαβατηρίου ή άλλου ταξιδιωτικού εγγράφου και να διαθέτει πλήρη ασφάλιση ασθένειας.
Ειδικότερα, για την άδεια διαμονής για παροχή εξαρτημένης εργασίας απαιτείται η σύναψη σύμβασης εργασίας από την οποία να προκύπτει ότι η αμοιβή του αλλοδαπού εργαζομένου είναι τουλάχιστον ίση με τις αποδοχές του ανειδίκευτου εργάτη.
Για την χορήγηση της άδειας διαμονής λόγω σπουδών (συμπεριλαμβάνονται και οι μεταπτυχιακές σπουδές) είναι απαραίτητο να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:
o Εγγραφή στο οικείο εκπαιδευτικό ίδρυμα
o Να διαθέτει επαρκείς πόρους για την κάλυψη των εξόδων διαμονής και σπουδών, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται εφόσον σε τραπεζικό λογαριασμό του αλλοδαπού καταβάλλεται το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως ή με προσκόμιση του εκκαθαριστικού σημειώματος του γονέα από το οποίο προκύπτει ετήσιο εισόδημα τουλάχιστον 8.000 ευρώ και υπεύθυνη δήλωσή του ότι αναλαμβάνει τα έξοδα διαβίωσης και σπουδών του τέκνου.
o Να έχει καταβάλει τα απαιτούμενα τέλη εγγραφής στο οικείο εκπαιδευτικό ίδρυμα, καθώς οι αλλοδαποί που επιλέγονται στην Ανώτατη Εκπαίδευση της Ελλάδας πληρώνουν δίδακτρα, με τα οποία καλύπτεται ένα μικρό ποσοστό των δαπανών φοίτησης και των διδακτικών βιβλίων που τους χορηγούνται.
Είναι δυνατόν να γίνει απαλλαγή από την καταβολή διδάκτρων, για φοιτητές που δε διαθέτουν επαρκείς πόρους και διακρίνονται για την επιμέλεια και την καλή τους διαγωγή.
Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση Φ.141.6/Β/3191 (ΦΕΚ 168/20-3-81) οι αλλοδαποί, αλλογενείς, οι οποίοι παρακολουθούν πλήρη κύκλο προπτυχιακών ή μεταπτυχιακών σπουδών στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, είτε ως κανονικοί φοιτητές είτε ως ακροατές, υποχρεούνται στην καταβολή τελών εγγραφής και φοίτησης, των οποίων το ύψος καθορίζεται από το ακαδημαϊκό έτος 1993-94, ως ακολούθως:
Ποσό 493,03 Euro για του φοιτητές των Ιατρικών, Οδοντιατρικών, Κτηνιατρικών και Πολυτεχνικών Σχολών οποίοι, παρακολουθούν πλήρη κύκλο προπτυχιακών ή μεταπτυχιακών σπουδών κατά διδακτικό έτος.
Ποσό 369,77 Euro για τους φοιτητές των λοιπών Σχολών κατά διδακτικό έτος.
Ποσό 123,26 Euro για τους ακροατές κατά διδακτικό έτος.
Δήμητρα Καρούζου- Ολυβία Παπαδάκη
Βιβλιογραφία - Πηγές:
· Ζωή Παπασιώπη – Πασιά, «Δίκαιο Ιθαγένειας», 6η έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα -Θεσσαλονίκη, 2003
· Σπυρίδωνος Βρέλλη, «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο», 2η έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, 2001
· Του ίδιου, «Δίκαιο Αλλοδαπών», 2η έκδοση, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2003
· Ανδρέα Δημητρόπουλου, «Γενική Συνταγματική Θεωρία», τόμ. Ά, εκδόσεις Σάκκουλα, 2004
· «Πολιτογράφηση των μεταναστών – οι νέοι Έλληνες πολίτες», ο Ιός, Ελευθεροτυπία 4/1/2004, http://www.iospress.gr/
· Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, http://www.nchr.gr/
· Ο κόσμος των Ανιθαγενών: Ερωτήσεις &Απαντήσεις (Ενημερωτικό Φυλλάδιο της Αντιπροσωπείας στην Ελλάδα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες)
· Προστατεύοντας τους Πρόσφυγες: Ερωτήσεις &Απαντήσεις (Ενημερωτικό Φυλλάδιο της Αντιπροσωπείας στην Ελλάδα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες)
· Ενημερωτικό Δελτίο της Αντιπροσωπείας στην Ελλάδα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. ( τεύχος Οκτωβρίου 2006)
· Αρμόδιες υπηρεσίες για την έκδοση αδειών παραμονής
Κείμενο από την ιστοσελίδα: http://www.reconstruction.gr/actions_dtls.php/46#12