Ενότητα :Οικοτουρισμός

Τίτλος : Λίζα Μαστνύ, Για έναν αειφόρο διεθνή τουρισμό

Διαβάστηκε: 789 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Για έναν αειφόρο διεθνή τουρισμό

 

 

 της Λίζα Μαστνυ

μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος

 

 

Το Ινστιτούτο Worldwach (Παγκόσμια Παρατηρητήριο), που εκδίδει κάθε χρόνο την έκθεση «Η Κατάσταση του Κόσμου», ασχολείται στο «τεύχος « του 2002 με τα μεγάλα ζητήματα που θα συζητηθούν στο Γιοχάνεσμπουργκ. Στα πλαίσια αυτά ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον τουρισμό, που αποτελεί σημαντική αιτία παραγωγής της σύγχρονης οικολογικής κρίσης.

Ολοένα περισσότερο, οι αναπτυσσόμενες χώρες στρέφονται προς τον τουρισμό για να διαφοροποιήσουν τις οικονομίες τους, να τονώσουν τις επενδύσεις και να  εξασφαλίσουν συνάλλαγμα. Ο τουρισμός μπορεί να αποδειχθεί μια επικερδής δραστηριότητα, που απαιτεί λιγότερη εντατική χρήση των φυσικών πόρων σε σύγκριση με τις μονοκαλλιέργειες ή τις παραδοσιακές βιομηχανικές δραστηριότητες όπως η εξόρυξη μεταλλευμάτων ή πετρελαίου και τη παραγωγή διάφορων βιομηχανικών προϊόντων. Ωστόσο, η τουριστική βιομηχανία είναι ένας από τους κλάδους της παγκόσμιας οικονομίας που υπόκειται στις λιγότερες νομοθετικές ρυθμίσεις και έχει σημαντικές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα, στις κοινότητες κα τους ξενοδοχεία, η μεταφορά των τουριστών και οι συναφείς δραστηριότητες καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες ενέργειας, νερού και άλλων φυσικών πόρων, ενώ παράλληλα δημιουργούν ρύπανση και απορρίμματα. Μάλιστα, αυτό συχνά συμβαίνει σε περιοχές που δεν είναι προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν αυτές τις επιπτώσεις. Επιπλέον, πολλές κοινότητες βρίσκονται αντιμέτωπες με την πολιτισμική κατάρρευση και με άλλες ανεπιθύμητες αλλαγές που συνοδεύουν την αύξηση του αριθμού των επισκεπτών. Παρά το γεγονός ότι οι φόβοι που σχετίζονται με την τρομοκρατία και την ασφάλεια των αεροπορικών ταξιδιών έχουν περιορίσει σήμερα το ενδιαφέρον για πολλά διεθνή ταξίδια, μακροπρόθεσμα αναμένεται ότι η τουριστική ζήτηση θα ξαναβρεί την αλματώδη άνοδό της.

Πολλές κυβερνήσεις, όμιλοι βιομηχανιών και άλλοι παράγοντες προωθούν τα τελευταία χρόνια τον «οικοτουρισμό», δηλαδή το υπεύθυνο ταξίδι που εξασφαλίζει εισοδήματα και θέσεις εργασίας, ενώ ταυτόχρονα προστατεύει το τοπικό περιβάλλον και του τοπικούς πολιτισμούς. Παρόλο που σε ορισμένες περιπτώσεις ο Οικοτουρισμός αποδεικνύεται μια επιτυχημένη πρακτική, μπορεί και αυτή να προκαλέσει αρκετά από τα οικολογικά και κοινωνικά προβλήματα που σχετίζονται με το συμβατικό τουρισμό, όπως για παράδειγμα την ανεύθυνη χρήση φυσικών πόρων, τη συσσώρευση απορριμμάτων και στη δημιουργία κινδύνων για τα οικοσυστήματα. Σε μερικές περιπτώσεις, ο οικοτουρισμός αποτελεί μόνο ένα «πράσινο» εργαλείο της αγορά για επιχειρήσεις που επιδιώκουν να προβάλλουν μια φιλοπεριβαλλοντική εικόνα.

 

 

Μια παγκόσμια βιομηχανία

 

Ο παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμός, μια διακυβερνητική ομάδα έρευνας και υποστήριξης του τουρισμού με έδρα τη Μαδρίτη, ορίζει τον τουρισμό ως τις δραστηριότητες ατόμων που ταξιδεύουν «έξω από το συνηθισμένο περιβάλλον τους», για λιγότερο από ένα χρόνο, για αναψυχή, για επιχειρηματικούς λόγους ή για άλλους σκοπούς. Από το 1950 και μετά, ο αριθμός των διεθνών τουριστικών αφίξεων αυξήθηκε σχεδόν κατά 28 φορές, φτάνοντας το 2000 τα 698 εκατομμύρια. Αναμένεται ότι αυτό ο αριθμός θα διπλασιαστεί μέχρι το 2020 και θα ανέλθει σε 1,6 δισεκατομμύριο αφίξεις. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν συμπεριλαμβάνουν τα εκατομμύρια ανθρώπων που ταξιδεύουν στο εσωτερικό της χώρας τους και οι οποίοι αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του παγκόσμιου τουρισμού. Εάν υπολογιστεί και ο εσωτερικός τουρισμός, τότε σε ορισμένες περιπτώσεις οι σχετικές εκτιμήσεις θα είναι κατά 4 έως 10 φορές υψηλότερες, ανάλογα και με την εμπλεκόμενη περιοχή.

Η άνοδος του διαθέσιμου εισοδήματος, σε συνδυασμό με την εμφάνιση των αεριωθούμενων επιβατικών αεροσκαφών με μεγάλη χωρητικότητα, το φτηνό πετρέλαιο και τις χαμηλές τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιτάχυναν την ανάπτυξη του τουρισμού. Επιπρόσθετα, οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικής, όπως τα παγκόσμια συστήματα διανομής, τα συστήματα κράτησης μέσω υπολογιστή και το Διαδίκτυο, επιτρέπουν στους ταξιδιωτικούς πράκτορες αλλά και στους μεμονωμένους ταξιδιώτες να εντοπίσουν τις διαθέσιμες θέσεις στις αεροπορικές πτήσεις, να εκδώσουν εισιτήρια και να πραγματοποιήσουν γρήγορα κρατήσεις θέσεων. Σύμφωνα με τον Αμερικανικό Σύνδεσμο Τουριστικής Βιομηχανίας, μεταξύ του 1997 και του 2000, ο αριθμός των κρατήσεων θέσεων σε πτήσεις αλλά και οι υπόλοιπες συναφείς υπηρεσίες που πραγματοποιούνται μέσω του διαδικτύου πενταπλασιάστηκαν, φτάνοντας τα 25 εκατομμύρια.

Ανεξάρτητα από αυτούς τους αριθμούς, ο τουρισμός παραμένει μέχρι σήμερα προνόμιο μιας μικρής και πλούσιας μερίδας του παγκόσμιου πληθυσμού. Σε παγκόσμιο επίπεδο, σχεδόν το 80% των τουριστών προέρχεται από την Ανατολική Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό και το 5% από την Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη Νότια Ασία. Ακόμα όμως και αυτοί οι αριθμοί είναι απογοητευτικοί: στις ΗΠΑ, μια από τις σημαντικότερες χώρες αναχώρησης τουριστών σε παγκόσμιο επίπεδο, λιγότεροι από το ένα πέμπτο των πολιτών διαθέτουν διαβατήριο που ισχύει. Με λίγα λόγια οι ετήσιες διεθνείς τουριστικές αφίξεις αντιπροσωπεύουν μόλις το 3,5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτό το ποσοστό αναμένεται να διπλασιαστεί το 2020 και να φτάσει το 7% καθώς η παγκόσμια ευημερία θα αυξάνεται και το κόστος των ταξιδιών θα εξακολουθεί να μειώνεται.

Σχεδόν τα δύο τρίτα των διεθνών τουριστών ταξιδεύουν για διακοπές, για αναψυχή και για ξεκούραση, σε αντίθεση με εκείνους που ταξιδεύουν για να επισκεφτούν φίλους ή συγγενείς, ή για λόγους υγείας και θρησκευτικούς λόγους. Παρόλα αυτά, οι προτιμήσεις των τουριστών σταδιακά αλλάζουν. Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια για τους έντονα εμπορευματοποιημένους τουριστικούς προορισμούς, που κατακλύζονται από τουρίστες και που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρύπανσης, σηματοδοτεί μια τάση απομάκρυνσης από τον υπερβολικά οργανωμένο και τυποποιημένο μαζικό τουρισμό που χαρακτήρισε τα τελευταία πενήντα χρόνια. Στη θέση του, ένας αυξανόμενος αριθμός πιο ευέλικτων και ανεξάρτητων ταξιδιωτών επιδιώκει περισσότερο εξατομικευμένες εμπειρίες, όπως για παράδειγμα τον πολιτιστικό ή φυσιολατρικό τουρισμό. Μια μελέτη των Αμερικανών τουριστών στις αρχές της δεκαετίας του 1990 επιβεβαιώνει αυτή τη στροφή: ενώ το 20% των ερωτηθέντων επέλεξε τις διακοπές του με κριτήριο να «ξαπλώσει κάτω από τον ήλιο», το 40% αναζητούσε ταξίδια που «ομορφαίνουν τη ζωή»

Καθώς εξαπλώνεται γεωγραφικά, ο τουρισμός διαδραματίζει σημαντικότερο ρόλο στην παγκόσμια οικονομική σκηνή. Παρόλα αυτά, η πολύπλοκη φύση των τουριστικών δραστηριοτήτων καθιστά δύσκολη την ακριβή την ακριβή καταμέτρηση της συμβολής αυτού του κλάδου στην παγκόσμια οικονομία. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού εκτιμά ότι μεταξύ του 1975 και του 2000, ο κύκλος εργασιών του διεθνούς τουρισμού δηλαδή τα έσοδα που δημιουργούνται από τις δαπάνες των τουριστών στο εξωτερικό για διαμονή, διατροφή, ψυχαγωγία, περιηγήσεις και μεταφορές στο εσωτερικό της χώρας που τους φιλοξενεί αυξήθηκαν κατά 35% γρηγορότερα από το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, φτάνοντας τα 469 δισεκατομμύρια δολάρια (σε τιμές του 1999).

Ο τουρισμός αποτελεί ένα ταχύτατα αυξανόμενο τμήμα του παγκόσμιου εμπορίου. Κάθε τουριστική υπηρεσία που αγοράζει ο επισκέπτης όταν ταξιδεύει στο εξωτερικό θεωρείται ως εξαγωγή της χώρας που τον φιλοξενεί. Το 1999, ο τουρισμός ισοδυναμούσε με ποσοστό ανώτερο του 40% των εξαγωγών υπηρεσιών, ενώ ήταν σχεδόν ίσο με το 8% του παγκόσμιου συνόλου των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, ξεπερνώντας τους κλάδους των τροφίμων, των υφαντουργικών προϊόντων και των χημικών. Η πρωτοκαθεδρία του τουρισμού στο χώρο του εμπορίου είναι πλέον εδραιωμένη: σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού, ο τουρισμός κατατάσσεται ανάμεσα στις πέντε κορυφαίες εξαγωγικές δραστηριότητες για το 83% των χωρών και αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή συναλλάγματος για το 38% από αυτές.

 Όπως συμβαίνει και με άλλους τομείς στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ο τουρισμός γίνεται ολοένα και πιο συγκεντρωτικός. Το 1998, οι δέκα μεγαλύτερες αεροπορικές εταιρείες υπολογίζεται ότι αποκόμισαν τα δύο τρίτα των κερδών όλων των αεροπορικών εταιρειών που ήταν μέλη της Διεθνούς Ένωσης Αερομεταφορών (ΙΑΤΑ). Από την άλλη πλευρά, οι πέντε μεγαλύτερες αλυσίδες ξενοδοχείων – μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται η Marriorr international, η Bass Hotels and Resorts και η Choice Hotels international –διέθεσαν το 1998 σχεδόν το 14% των ξενοδοχειακών κλινών σε ολόκληρο τον κόσμο. Στο μεταξύ τέσσερα μόνο Ευρωπαϊκά πρακτορεία ταξιδιών οργάνωσαν το 2000 τα ταξίδια 50 περίπου εκατομμυρίων τουριστών. Ο σημαντικότερος παράγοντας που κρύβεται πίσω από αυτή την ανεξέλεγκτη υπέρ-συγκέντρωση του κλάδου είναι η ίδια η φύση της τουριστικής βιομηχανίας, που επιδέχεται λιγότερες ρυθμίσεις σε σχέση με άλλους κλάδους του τομέα των υπηρεσιών. Είναι πλέον εξαιρετικά εύκολο για τις διεθνείς επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη του τουρισμού να εισέλθουν στις αγορές σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον βαθμό που ολοένα και περισσότερες κυβερνήσεις ιδιωτικοποιούν του εθνικούς αερομεταφορείς τους και ορισμένες άλλες κρατικές υπηρεσίες, μειώνουν τις επιδοτήσεις στις εγχώριες επιχειρήσεις, υιοθετούν μεταρρυθμίσεις στην αγορά και, γενικότερα, φιλελευθεροποιούν τις πολιτικές τους στους τομείς του εμπορίου και των επενδύσεων. Ειδικότερα, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες ανοίγουν τις αγορές τους στον τουρισμό σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν τη θέση τους στη διεθνή οικονομική σκηνή. Βέβαια, για τη διασπορά των ωφελειών από τον τουρισμό απαιτείται από την πλευρά τόσο των κυβερνήσεων όσο και της τουριστικής βιομηχανίας να συνδυαστεί η αύξηση του αριθμού των τουριστών με την ανάγκη για ένα περισσότερο «κοινωνικά και πολιτισμικά» υπεύθυνο τουρισμό.

 

 

Ένας Κινητήριος Μοχλός για την Ανάπτυξη

 

Τα τελευταία χρόνια, ο αναπτυσσόμενος κόσμος έχει γνωρίσει μια πρωτοφανή διόγκωση του τουρισμού, από την Ασία μέχρι την Καραϊβική. Σήμερα, ένας στους πέντε διεθνείς τουρίστες ταξιδεύει από  μια βιομηχανική προς μια αναπτυσσόμενη χώρα, έναντι ενός στους δεκατρείς στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στους ταχύτατα αναπτυσς΄9ομενους τουριστικούς προορισμούς περιλαμβάνονται χώρες όπως η Καμπότζη, η Αίγυπτος, η Ταϊλάνδη, η Τουρκία και το Βιετνάμ. Στην Καραϊβική, οι αφίξεις τουριστών στην Κούβα σχεδόν πενταπλασιάστηκαν από το 1990 μέχρι σήμερα. Συνολικά τα ετήσια επίπεδα αύξησης του τουρισμού στον αναπτυσσόμενο κόσμο αναμένεται να ξεπεράσουν το 5% μέχρι το 2020,  ξεπερνώντας τόσο το μέσο όσο και τον προσδοκώμενο ρυθμό ανάπτυξης των βιομηχανικών χωρών. Θα πρέπει και πάλι να υπενθυμίσουμε ότι δεν είναι ακόμα ξεκάθαρος ο αντίκτυπος των πρόσφατων τρομοκρατικών γεγονότων σε αυτές τις προβλέψεις.

Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, οι κυβερνήσεις διαθέτουν ήδη αρκετά κονδύλια στην αγορά του τουρισμού, σε προγράμματα υποδομής (όπως δρόμους και ξενοδοχεία) και στη χρηματοδότηση των μικρών και των μεγάλων τουριστικών επιχειρήσεων. Για την τόνωση των επενδύσεων, πολλές χώρες αφενός παρέχουν σημαντική βοήθεια  στην προβολή των επιχειρήσεων και αφετέρου προσφέρουν οικονομικά κίνητρα όπως φορολογικές απαλλαγές, δασμολογικές ατέλειες, επιδοτήσεις και εγγυήσεις. Με αυτή την πολιτική ελπίζουν ότι εάν κατορθώσουν να προσελκύσουν τα δολάρια των τουριστών, τότε θα μπορέσουν να διαφοροποιήσουν τις οικονομίες τους  και θα αποκτήσουν το απαιτούμενο ξένο συνάλλαγμα για τη μείωση του τεράστιου δημοσιονομικού βάρους που δημιουργεί το χρέος τους, την αποπληρωμή των εισαγωγών τους, την ενίσχυση των υποδομών της χώρας κα την επέκταση των κοινωνικών παροχών προς τους πολίτες (όπως εκπαίδευση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη).

Κορυφαίοι διεθνείς χρηματοδοτικοί οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) κρύβονται πίσω από πολλές από αυτές τις προσπάθειες. Το 2000, η Διεθνής Ομοσπονδία Χρηματοδοτήσεων, που αποτελεί τον βραχίονα της Παγκόσμιας Τράπεζας στον ιδιωτικό τομέα, διέθεσε 500 περίπου εκατομμύρια δολάρια για η χρηματοδότηση προγραμμάτων που έχουν σχέση με τον τουρισμό, όπως η ανακαίνιση ξενοδοχείων και η αναζωογόνηση αστικών περιοχών. Στο μεταξύ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στο πλαίσιο των πολιτικών δομικής αναδιάρθρωσης που προωθεί, προβάλει τον τουρισμό ως μια σημαντική στρατηγική στον τομέα των εξαγωγών. Με οικονομικούς όρους, αυτές οι επενδύσεις έχουν ήδη αρχίσει να αποδίδουν. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Βρετανικής Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης με βάση τις 100 φτωχότερες χώρες του κόσμου, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ο τουρισμός είναι «σημαντικός» -δηλαδή ότι αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ ή το 5% των εξαγωγών για τις μισές τουλάχιστον χώρες που έχουν καταταχτεί στις τελευταίες θέσεις του πίνακα με βάση το εισόδημά τους, και σχεδόν για όλες τις άλλες χώρες που το εισόδημα τους χαρακτηρίζεται από χαμηλό έως μέσο. Η έρευνα κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι ο τουρισμός κατέχει σημαντική ή αυξανόμενη θέση στις 11 από τις 12 χώρες που φιλοξενούν το 80% του παγκόσμιου αριθμού των φτωχών ανθρώπων. Στις 49 λιγότερο αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη -η πλειονότητα των οποίων βρίσκεται στην Αφρική και την Ασία- ο τουρισμός αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πηγή συναλλάγματος μετά το πετρέλαιο. Μάλιστα σε μερικά μικρά νησιωτικά κράτη της Καραϊβικής ή του Ειρηνικού Ωκεανού, η συμβολή του τουρισμού στο ΑΕΠ υπερβαίνει το 40% 20.

Παρά τα κέρδη που μπορούν να αποκομίσουν, ορισμένες χώρες εξακολουθούν να επενδύουν ελάχιστα στον τουρισμό. Οι κυβερνήσεις τους είτε στερούνται τους απαιτούμενους οικονομικούς πόρους, είτε αντιμετωπίζουν σοβαρά γεωγραφικά ή πολιτικά εμπόδια για την ανάπτυξη του τουρισμού. Για παράδειγμα, η νήσος Κιριμπάτι στο Νότιο Ειρηνικό είναι απομακρυσμένη από τα άλλα τουριστικά κέντρα, ενώ οι Νήσοι του Σολομώντα και το Βανουάτου είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες σε σεισμούς και σε άλλες φυσικές καταστροφές. Μετά από μια δεκαετία έντονης ανάπτυξης, η τουριστική βιομηχανία της Σιέρα Λεόνε κατέρρευσε στα τέλη της δεκαετίας του 1990,  εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου και του οικονομικού μαρασμού που μαστίζει τη χώρα. Ακόμα και η Βραζιλία, με την τεραστία επικράτεια και το υψηλό τουριστικό δυναμικό της, υπολογίζεται ότι το 2000 επένδυσε μόλις το 2% του κρατικού προϋπολογισμού της σε δραστηριότητες που έχουν σχέση με τον τουρισμό, τη στιγμή που ο μέσος παγκόσμιος όρος επενδύσεων σε αυτόν τον τομέα υπερβαίνει το 5%.

Όμως, ακόμα και στις αναπτυσσόμενες χώρες που προσελκύουν ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό τουριστών, τα πραγματικά οφέλη που εξασφαλίζει η χώρα δεν είναι τόσο σημαντικά όσο παρουσιάζονται στις στατιστικές. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού (WTO) εκτιμά ότι το 50% των εσόδων που αποκομίζουν οι αναπτυσσόμενες χώρες από τον τουρισμό επιστρέφει στις αναπτυγμένες χώρες με την εξαγωγή των κερδών που πραγματοποιούν οι τουριστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε ξένα κεφάλαια, την πληρωμή των διαφημιστικών εκστρατειών προβολής της χώρας, την εισαγωγή αγαθών και την πληρωμή του εισαγόμενου εργατικού δυναμικού. Πολλά ξενοδοχεία και άλλες τουριστικές επιχειρήσεις στον αναπτυσσόμενο κόσμο εξαρτώνται σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές προϊόντων από το εξωτερικό, είτε γιατί η χώρα που τις φιλοξενεί δεν διαθέτει τα αγαθά πολυτελείας και τις υπηρεσίες που  ζητούνται από τους τουρίστες, είτε επειδή ο τουριστικός τομέας έχει ελάχιστα συνδεθεί με άλλους κλάδους όπως η αλιεία, η γεωργία, η βιοτεχνία και οι μεταφορές, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό του από την τοπική αγορά.

 

 

Στις 49 λιγότερο αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη, ο τουρισμός αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πηγή συναλλάγματος μετά το πετρέλαιο.

 

Στον τομέα της απασχόληση, τα αποτελέσματα του τουρισμού είναι αμφιλεγόμενα. Σχεδόν το 65% των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργούνται ετησίως στον τουριστικό τομέα βρίσκονται στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι θέσεις εργασίας στα εστιατόρια, στα γραφεία ταξιδιών και στον κατασκευαστικό τομέα. Σε μικρά νησιά όπως οι Μπαχάμες, οι Μαλβίδες και η Σάντα Λουτσία, το ποσοστό των θέσεων εργασίας που σχετίζονται με τον τουρισμό ανέρχεται στο 45%. Πολλές από αυτές τις θέσεις εργασίας καταλαμβάνονται από γυναίκες: κατά μέσο όρο οι γυναίκες αποτελούν το 46% του προσωπικού των ξενοδοχείων, των εστιατορίων. Αυτό το ποσοστό είναι αισθητά υψηλότερο από εκείνο της συνολικής συμμετοχής τους στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, οι γυναίκες καταλαμβάνουν σημαντικό τμήμα της τουριστικής παρα-οικονομίας, όπως υπαίθριοι πάγκοι όπου πωλούνται τρόφιμα ή χειροτεχνήματα.

Για πολλούς ανθρώπους, η εργασία στον τομέα του τουρισμού προσφέρει μια καλοδεχούμενη εναλλακτική λύση που τους επιτρέπει να ξεφύγουν από την ανεργία. Παρόλα αυτά, τις περισσότερες φορές τις πιο9 καλοπληρωμένες διευθυντικές θέσεις τις καταλαμβάνουν ξένοι ή εργαζόμενοι που προέρχονται από τις πόλεις, αφήνοντας για τους ντόπιους τις κακοπληρωμένες θέσεις του τομέα της παροχής υπηρεσιών (π.χ. αχθοφόροι, υπηρέτες και εργάτες), οι οποίες προσφέρουν ελάχιστες ευκαιρίες για απόκτηση εξειδίκευσης. Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας αναφέρει ότι οι εργαζόμενοι στον τουρισμό κερδίζουν κατά μέσο όρο 20% λιγότερα χρήματα από τους εργαζόμενους σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Επιπλέον, όσον αφορά σε πολλές από αυτές τις θέσεις εργασίας, οι συνθήκες εργασίας δεν ανταποκρίνονται στους διεθνείς ή στους εθνικούς κανονισμούς εργασίας: αυτή τη στιγμή στον τουρισμό εργάζονται 13 έως 19 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών. Σχεδόν δύο εκατομμύρια από αυτά έχουν παρασυρθεί στην ραγδαία αναπτυσσόμενη βιομηχανία του «σεξουαλικού τουρισμού», που ανθίζει στη Νοτιοανατολική Ασία και τη Λατινική Αμερική. Έτσι, πολλά παιδιά αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο μόλυνσης από AIDS ή από άλλα αφροδίσια νοσήματα.

Ο τουρισμός μπορεί επίσης να απομακρύνει τον κόσμο από παραδοσιακές εργασίες όπως η γεωργία και η αλιεία, να περιορίσει την αγορά εργασίας και να αυξήσει την εξάρτηση από εξωτερικούς προμηθευτές. Η κυβέρνηση της Γρενάδα, στην προσπάθεια της να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, ακύρωσε ένα πρόγραμμα βιολογικής γεωργίας σε μικρά αγροκτήματα και το αντικατέστησε με τη δημιουργία μεγάλων ξενοδοχειακών συγκροτημάτων, γεγονός που οδήγησε τους αγρότες σε απόγνωση. Όμως, εάν οι οικονομίες φτάσουν στο σημείο να εξαρτώνται σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, τότε αυτές γίνονται ευάλωτες στην ενδεχόμενη κατάρρευσή του, που μπορεί να οφείλεται είτε στην αλλαγή των προτιμήσεων των τουριστών, είτε σε άλλους παράγοντες όπως ο φόβος της διεθνούς τρομοκρατίας. Όπως αποδείχτηκε κα στην περίπτωση των συνεπειών των τρομοκρατικών επιθέσεων του Σεπτεμβρίου του 2001 στις ΗΠΑ, οι εργαζόμενοι στον τουρισμό συγκαταλέγονται συνήθως ανάμεσα στους πρώτους που αισθάνονται τα αποτελέσματα της παγκόσμιας ανασφάλειας ή της οικονομικής ύφεσης.

Ο τουρισμός έχει επίσης επιπτώσεις στους τοπικούς πολιτισμούς. Από τη μια πλευρά ο τουρισμός μπορεί να αυξήσει το σεβασμό που απολαμβάνουν ορισμένες μειονοτικές ομάδες, βοηθώντας να αναβιώσουν τη γλώσσα τους, τις θρησκευτικές τους παραδόσεις και άλλες πρακτικές που αλλιώς θα χάνονταν. Πιστεύεται ότι η ζήτηση των τουριστών για παραδοσιακούς χορούς και άλλες τέχνες ενθάρρυνε την αναβίωση των τεχνών στο Μπαλί της Ινδονησίας, ενώ στο Περού το διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον των τουριστών για τις παραδοσιακές θεραπευτικές μεθόδους συνέβαλλε στην αναβίωση του σαμανισμού. Όμως, συχνά, οι κοινότητες των ιθαγενών σταματούν να παρουσιάζουν ως αξιοθέατο όσες από τις «χαρακτηριστικές τελετές» δεν είναι αρκετά θεαματικές. Επιπλέον, οι διαφημιστές στον τομέα του τουρισμού μπορεί να περιορίσουν ολόκληρους πολιτισμούς σε μερικά μόνο φωτογραφικά ενσταντανέ που υπάρχουν στα ενημερωτικά φυλλάδια, μια απεικόνιση που μπορεί -σε τελική ανάλυση- να επηρεάσει τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτή η κοινότητα αντιλαμβάνεται τον ίδιο της τον εαυτό όσο και τη συμπεριφορά της. Στα Ιμαλάια, για παράδειγμα, η αύξηση του ενδιαφέροντος των τουριστών για τις βουδιστικές εορτές οδήγησε τους μοναχούς να απλοποιήσουν τις περίπλοκες τελετουργίες τους, ώστε να ικανοποιήσουν του τουρίστες που δεν μπορούσαν να αφιερώσουν πολύ χρόνο. Επιπλέον, η μαύρη αγορά λατρευτικών αντικειμένων γνώρισε μεγάλη άνθηση, ενώ η συμμετοχή των ντόπιων σε αυτά γεγονότα μειώθηκε εντυπωσιακά.

Σε ακραίες περιπτώσεις, οι κοινότητες των ιθαγενών εκδιώχθηκαν με βίαιο τρόπο από τη γη τους για να εξασφαλιστεί χώρος για τους τουρίστες. Στη δεκαετία του 1950, η αποικιακή κυβέρνηση της Κένυας οδήγησε τους νομάδες Μασάι από τα παραδοσιακά βοσκοτόπια τους στα νεοϊδρυθέντα Εθνικά Πάρκα της χώρας, για να εργαστούν στα τουριστικά καταλύματα και να εξυπηρετούν τους τουρίστες που έκαναν σαφάρι. Από τότε μέχρι σήμερα, οι Μασάι κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερή συμμετοχή στη διαχείριση και τη χρήση των φυσικών πόρων της περιοχής τους, ενώ κατάφεραν επιπλέον να καλύψουν τις ανάγκες της κοινότητας τους με τα χρήματα που κέρδισαν νοικιάζοντας τη γη τους. Παρόλα αυτά, οι Μασάι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις του τουρισμού, όπως η διαστρεβλωμένη εικόνα που δημιουργείται για τη χειροτεχνία και τις ιεροτελεστίες τους, καθώς και οι ολοένα σοβαρότερες συνέπειες της πορνείας, του αλκοολισμού κα της χρήσης ναρκωτικών. Πιο πρόσφατα, το 1990, οι αρχές της Βιρμανίας έδωσαν μόνο δύο εβδομάδες προθεσμία στους 5.200 κατοίκους του Παγκάν για ν εγκαταλείψουν τις αρχαίες παγόδες στις οποίες διέμεναν, ώστε στη συνέχεια να τις μετατρέψουν σε τουριστικό αξιοθέατο.

Παρά τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις, πολλές κοινότητες εξακολουθούν να ευνοούν την ανάπτυξη του τουρισμού, επειδή θεωρούν ότι αποτελεί πηγή μεγαλύτερων οικονομικών και πολιτισμικών ευκαιριών. Ορισμένες ομάδες ιθαγενών όπως για παράδειγμα οι Κούνα του Παναμά, ελπίζουν ότι αφενός θα μεγιστοποιήσουν τα οφέλη από τον τουρισμό και ότι αφετέρου θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν ορισμένες από τις ανεπιθύμητες αλλαγές. Το 1996, οι Κούνα επικύρωσαν ένα νόμο για τον τουρισμό, που περιορίζει τον αριθμό των ξενοδοχείων και επιβάλλει φόρο στους τουρίστες, ο οποίος εξασφαλίζει στην κοινότητα ένα εισόδημα που στη συνέχεια διανέμεται στα μέλη της.

 

Η ελληνική έκδοση της «Κατάστασης του Κόσμου 2002» θα πραγματοποιηθεί από την Εταιρεία Πολιτικού Προβληματισμού Νίκος Πουλαντζάς, σε επιμέλεια των Μιχάλη Προμπονά και Γιάννη Σακιώτη. Η Οικοτοπία προδημοσιεύει τμήμα του πέμπτου κεφαλαίου της έκδοσης («Αναζητώντας Νέους Ορίζοντες για το Διεθνή Τουρισμό).

 

  Οικοτοπία

τεύχος 22, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2002: σ. 26

 

Επιστροφή