Ενότητα :Τεύχος 73, Ιούλιος-Αύγουστος 2007

Τίτλος : Τάκης Νικολόπουλος, ΒΙΒΛΙΟ: Κ. Κατσιμπάρδης, Το διεθνές καθεστώς για την προστασία της ατμόσφαιρας: η περίπτωση του θερμοκηπίου

Διαβάστηκε: 975 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

 Το διεθνές καθεστώς για την προστασία της ατμόσφαιρας: η περίπτωση του θερμοκηπίου

 

 

Κ. Κατσιμπάρδης, Το διεθνές καθεστώς για την προστασία της ατμόσφαιρας: η περίπτωση του θερμοκηπίου, πρόλογος, Γ. Παπαδημητρίου, Νόμος + Φύση, Βιβλιοθήκη περιβαλλοντικού δικαίου –19, Αθήνα-Κομοτηνή, Εκδ. Α. Σάκκουλα, 2007-05-12, σ. 522

 

 

Τάκης Νικολόπουλος

                                                Τακτ. Καθηγητής ΤΕΙ Μεσολογγίου

Εντεταλμ. διδασκ. Πανεπ. Πατρών

 

Σύμφωνα με τα λόγια του Τζ. Λόβελοκ (όπως τα μεταφέρει ο H. Kempf, Comment les riches détruisent la planète, Seuil, 2007, σ. 13) «Με την κλιματική θέρμανση το μεγαλύτερο μέρος της γήινης σφαίρας θα μετασχηματισθεί σε έρημο …Οι επιζώντες θα συγκεντρωθούν γύρω από την Αρκτική …όμως δεν θα υπάρχει χώρος για όλους …και φυσικά θα υπάρξουν πόλεμοι …Δεν κινδυνεύει η γη αλλά ο ανθρώπινος πολιτισμός», αφού σύμφωνα με τον ίδιο και τη θεωρία του (της Γαίας) η γη συμπεριφέρεται σαν ένας ζωντανός αυτορυθμιζόμενος οργανισμός .

Ως γνωστόν η κλιματική αλλαγή (η «πρωτόγνωρη» αύξηση της μέσης θερμοκρασίας) οφείλεται στην αύξηση του φαινομένου του θερμοκηπίου όπου μερικά αέρια έχουν την ιδιότητα να παγιδεύουν κοντά στον πλανήτη ένα μέρος της ακτινοβολίας που αντανακλάται στο διάστημα.

Η κλιματική αλλαγή όμως είναι ένα μέρος και μία όψη της συνολικής συστημικής κρίσης της βιόσφαιρας (ίσως η πιο εμφανής και άμεση), γι αυτό δεν θα πρέπει να αναλύεται και να εκτιμάται αυτόνομα και απομονωμένα από τις άλλες οικολογικές απορυθμίσεις (μείωση της βιοποικιλότητας, ερημοποίηση, αποψίλωση και καταστροφή ιδίως των τροπικών δασών, ρύπανση των οικοσυστημάτων κ.λ.π.), όπως συχνά γίνεται. Οι κρίσεις δεν είναι  ανεξάρτητες η μία από την άλλη (θέση που βολεύει τα επί μέρους συμφέροντα) αλλά «συνεργάζονται», αλληλοδρούν και αλληλεξαρτώνται, όπως επίσης, το ίδιο συμβαίνει, γενικότερα, σύμφωνα με τον Τζ. Μπέλαμι Φόστερ (Οικολογία και καπιταλισμός, εκδ. Μεταίχμιο, 2005), με τα άλλα υποσυστήματα (π.χ. της οικονομίας και της αγοράς) με το πεδίο της οικολογίας. Και ακόμα παραπέρα, οικολογική και κοινωνική κρίση είναι  δύο όψεις της ίδιου προβλήματος, της ίδιας καταστροφής.

Παρ’ όλα αυτά, εάν θεωρήσουμε  (βλ. όμως και παρακάτω) ότι η αιτία της προαναγγελθείσας (και επανακαλυφθείσας), εδώ και μια εικοσαετία, πλανητικής κλιματικής αλλαγής με καταστροφικές συνέπειες για τον άνθρωπο (γενικά;), όπως φαίνεται να είναι η κυρίαρχη αντίληψη στη λεγόμενη διεθνή (και περιβαλλοντική) κοινότητα, οι θεσμικές παρεμβάσεις, και ιδίως τα νομικά εργαλεία σε διεθνές επίπεδο από την δεκαετία του 90, είναι η αναμενόμενη απάντηση-αντίδραση. Δυστυχώς, ο βαθμός αντιμετώπισης του  επιδεινούμενου φαινομένου της κλιματικής αλλαγής  δεν είναι ανάλογος των κινδύνων που απειλούνται και είναι πλέον γνωστοί και μοντελοποιημένοι. Η συνέχιση της υπάρχουσας κατάστασης μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της θερμοκρασίας κατά πέντε βαθμούς Κελσίου έως το τέλος του αιώνα (κατ’ άλλους έως τέσσερις βαθμούς έως το 2100), με τεράστια προβλήματα όχι μόνο οικολογικά (φυσικές καταστροφές) αλλά και οικονομικά (μείωση του παγκόσμιου εισοδήματος κατά 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σύμφωνα με την πρόσφατη επίσης έκθεση Στερν, στην οποία επί πλέον ομολογείται η μεγαλύτερη αποτυχία της αγοράς στην οικολογική κρίση). Πρόσφατα μάλιστα μια νέα προβληματική ανησυχεί τους  κλιματολόγους, όπως ο Λόβελοκ: το κλίμα μπορεί να απορυθμισθεί ξαφνικά, τόσο γρήγορα που να μη προλάβει η ανθρώπινη παρέμβαση να διορθώσει την ανισορροπία (οπ. παρ. σ. 14) .

Ο Κ. Κατσιμπάρδης μέσα από το φαινόμενο του θερμοκηπίου μελετά, σε μια μοναδική εργασία στην ελληνική βιβλιογραφία σε τρία μέρη με οκτώ κεφάλαια, το διεθνές καθεστώς της ατμόσφαιρας σε μια ακόμα έκδοση της σειράς Βιβλιοθήκη περιβαλλοντικού δικαίου –19 της Νόμος και Φύση (εκδ. Α. Σάκκουλα, 2007), με πρόλογο του καθηγητή Γ. Παπαδημητρίου.

Η κύρια ερευνητική συνιστώσα της εργασίας του επικεντρώνεται στη σύμβαση πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών του 1992 για την κλιματική αλλαγή  και ειδικότερα τη σημασία και τη δεσμευτικότητα των γενικών αρχών και υποχρεώσεων που επιβάλλει στα συμβαλλόμενα κράτη, περνώντας από τις «μεταρρυθμίσεις» των συμφωνιών του Μαρρακές το 2001, και αναλύοντας το πρωτόκολλο του Κιότο του 1997. Η σύμβαση πλαίσιο αποτελούσε, όπως γράφτηκε, μια «χρυσή τομή» ανάμεσα στα διεθνή πολιτικό-οικονομικά συμφέροντα και τα πολύπλοκα τότε και αμφισβητούμενα έως ένα βαθμό επιστημονικά δεδομένα, τα οποία οδηγούσαν στην θέσπιση της αρχής της προφύλαξης (precaution). Αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με (-εξαρτημένη από) την οικονομική αποδοτικότητα των ληπτέων μέτρων. Αναφορικά με την αρχή αυτή, σήμερα το διακύβευμα εστιάζεται στη άρση της επιστημονικής αβεβαιότητας και στην διολίσθηση συνεπώς προς την αρχή της πρόληψης (prevention), και συνεπώς την αποσύνδεση από τον κανόνα της οικονομικής αποδοτικότητας των μέτρων (δηλαδή με το χαμηλότερο δυνατό κόστος αυτών). Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να στρέφεται και η τελευταία - τέταρτη έκθεση της διακυβερνητικής διάσκεψης του ΟΗΕ από επιστήμονες -εκπροσώπους καρτών για τις κλιματικές αλλαγές (IPCC) στο Παρίσι (ήδη από την τρίτη έκθεση το 2001), αλλά και η επιστημονική κοινότητα.

Το πρωτόκολλο του Κιότο, το οποίο τέθηκε σε ισχύ το 2005, έθεσε πλέον (αν και πολύ καθυστερημένα) μετρήσιμους και ποσοτικοποιημένους «προφυλακτικούς» στόχους, μέσα από τρεις ευέλικτους αλλά όχι λιγότερο λαβυρινθώδεις «μηχανισμούς της αγοράς»: το διεθνές εμπόριο εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, την «από κοινού εφαρμογή» μεταξύ βιομηχανικών και κρατών και τον «μηχανισμό καθαρής ανάπτυξης» μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων κρατών. Κύριο χαρακτηριστικό τους η επιχειρηματική-γεωγραφική ευελιξία και η οικονομική αποδοτικότητά τους με την οποία φαίνεται όλο και πιο πολύ να συναρτάται-εξαρτάται διεθνής περιβαλλοντική πολιτική και ειδικότερα η διεθνής κλιματική πολιτική. Η τελευταία, όπως ορθά-κριτικά αναγνωρίζεται από τον συγγραφέα, διεισδύει εξ’ αντικειμένου στον πυρήνα της κλασσικής αναπτυξιακής διαδικασίας (σ. 479). Με άλλα λόγια οι θερμοκηπιακοί ρύποι είναι αναπτυξιακοί ρύποι οι οποίοι αυξάνονται  ανάλογα με την αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης ενός κράτους ή μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής (σ. 36). Ας μη ξεχνάμε ότι το πρόβλημα επιστημονικά είχε τεθεί από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα όταν άρχισαν να διατυπώνονται οι πρώτες μαζικές εκπομπές θερμοκηπιακών αερίων της βιομηχανικής επανάστασης. Μάλιστα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα έκθεση της διακυβερνητικής διάσκεψης του ΟΗΕ, από το 1750 άρχισε η ατμοσφαιρική συγκέντρωση αερίων. Η άποψη αυτή όμως, θα πρέπει να συμπληρωθεί, από το αναγκαίο υπο-στήριγμα της ανάπτυξης, το σύστημα δηλαδή της διεθνοποιημένης σήμερα οικονομίας της αγοράς (-ανάπτυξης) και το πολιτικο-θεσμικό του πλαίσιο. Αυτή είναι πράγματι η απώτερη, αλλά αποσιωπούμενη αιτία της κλιματικής αλλαγής, και όχι γενικά ο άνθρωπος και γενικά οι δραστηριότητες του, όπως εύκολα και ανώδυνα, αναγνώρισε με βεβαιότητα κατά 90% αν όχι κατά 99% η ίδια παραπάνω έκθεση αλλά και η σύμβαση πλαίσιο του 1992 σύμφωνα με την οποία «η κλιματική αλλαγή αποδίδεται άμεσα ή έμμεσα σε ανθρώπινη δραστηριότητα». Η θέση αυτή υπονοεί και ενοχοποιεί τον τρόπο που ο άνθρωπος παράγει (γενικά) και καταναλώνει (γενικά), και είναι σύμφωνη με την Ατζέντα 21 κατά την οποία (κεφ. IV, 3) «η κύρια αιτία της συνεχιζόμενης παγκόσμιας περιβαλλοντικής υποβάθμισης είναι μια μη βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση, ιδίως στις βιομηχανικές χώρες…».

Στο πλαίσιο αυτό, και παρά τις συνοδευτικές διεθνείς αρχές της (περιβαλλοντικής) ευθυδικίας/ορθονομίας (equity) και του (λογικού) συνοδοιπόρου της αρχής «των κοινών αλλά διαφοροποιημένων ευθυνών», πόσο αποτελεσματικό μπορεί να είναι τελικά το πρωτόκολλο του Κιότο το οποίο πόρρω απέχει από την αρχική συμφωνία που προαναφέραμε, αυτή δηλαδή του 1997, αφού το μετάλλαξαν ή μετασκεύασαν, όπως λέει ο συγγραφέας, οι μετέπειτα «ερμηνευτικές προσεγγίσεις της 6ης και 7ης διάσκεψης των μερών (Βόννης και Μαρρακές αντίστοιχα); Ο Κατσιμπάρδης απαντά ότι τούτο εξαρτάται από τους διαφοροποιημένους στόχους και τη δομή του πρωτοκόλλου, και από το πόσα και ποια τελικά βιομηχανικά κράτη εντάσσονται στο κανονιστικό καθεστώς του.(σ. 466). Η άρνηση των ΗΠΑ του πρώτου ρυπαίνοντος, να ενταχθούν στους στόχους του πρωτοκόλλου οι οποίοι είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την οικονομική αποδοτικότητα (με το μικρότερο οικονομικό κόστος να υπάρξει η μεγαλύτερη περιβαλλοντική ωφέλεια), η μετέπειτα «ευέλικτη εφαρμογή» του (με κυρίαρχους  τους μηχανισμούς της αγοράς), μειώνουν κατά πολύ έως ακυρώσεως τους στόχους του πρωτοκόλλου οι οποίοι καταντούν σχεδόν ενδεικτικοί για τα κράτη (για πραγματική μείωση των εκπομπών). Με τους χειρότερους οιωνούς λοιπόν ανοίγεται σε διαπραγματεύσεις (τον Δεκέμβριο του 2007 στο Μπαλί) η δεύτερη περίοδος (μετά το 2012) δέσμευσης του πρωτοκόλλου και ένταξης σ’ αυτό κρατών του αναπτυσσόμενου κόσμου (Κίνα, Ινδία οι εκπομπές των οποίων αναμένεται να υπερβούν εκείνες των ΗΠΑ), με οδηγό την προαναφερθείσα αρχή της (διανεμητικής) κλιματικής ευθυδικίας /ορθονομίας: πως τα κράτη αυτά, και στη βάση ποιών κριτηρίων, θα περιορίσουν το δικαίωμα στην ανάπτυξή τους με τον αντίστοιχο περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου; Πως θα κατανεμηθούν στο διεθνές οικονομικό σύστημα της αγοράς –ανάπτυξης ανάμεσα στα κράτη του βορρά και του νότου οι ποσότητες ρύπων που δικαιούται καθένα από τα κράτη αυτά να εκπέμπει; Θα δεχθεί ο βιομηχανικός βορράς να κάνει το «οικολογικό του χρέος» στο πλαίσιο της «διαφοροποιημένης» ιστορικής του ευθύνης; Ας σημειωθεί ότι πρόσφατα η ΕΕ, η οποία έχει την πιο προχωρημένη πολιτική στον τομέα ιδίως από το 2001 (σ. 427-461), αποφάσισε άμεση λήψη μέτρων για να περιορισθεί η μέση αύξηση της θερμοκρασίας μέχρι το 2050 σε 2 βαθμούς Κελσίου. Στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται ο περιορισμός των θερμοκηπιακών αερίων κατά 20% σε σχέση με τα επίπεδα του1990 και σε 60%-80% για τα αναπτυγμένα κράτη έως το 2050.

Η μονογραφία του Κ. Κατσιμπάρδη αποτελεί έργο αναφοράς στην ελληνική βιβλιογραφία του δικαίου του περιβάλλοντος αλλά και της περιβαλλοντικής πολιτικής. Δεν περιγράφει απλώς τους κανόνες και τις αρχές σε μια νομικο-θετικιστική διάσταση αλλά τους αναλύει με καθαρότητα και τους κριτικάρει στην περικείμενη (πολιτική) διάστασή τους και στο σημαινόμενο διακύβευμά τους (βλ. π.χ. σ. 144-168). Κρίμα που απουσιάζει παντελώς η ελληνική κατάσταση και πολιτική-πρακτική στον τομέα αυτό, όπως αυτή εκπηγάζει από τις κοινοτικές της υποχρεώσεις (αύξηση των εκπομπών κατά 25% κατά την περίοδο 2008-20012) με το 2ο (αναθεωρημένο) Εθνικό πρόγραμμα μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 73, 7-8/07

                                               

 

 

 

Επιστροφή