Ενότητα :Τσούνης Γρηγόρης |
Τίτλος : Γρηγόρης Τσούνης, Από τον Αριστοτέλη ως το DNA (α΄ Μέρος)
|
Αρχή κειμένου ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΣΤΟ DNA Του Γρηγόρη Τσούνη Βιολογία ονομάζεται ο κλάδος των επιστημών που ασχολείται με τη μελέτη των ζωντανών οργανισμών. Ο άνθρωπος, από πάντοτε, φέρνει μέσα στου την περιέργεια και την επιθυμία να γνωρίσει τον κόσμο που τον περιβάλλει, να εξετάσει τις διάφορες μορφές ζωής (ζώα, φυτά) και να ανακαλύψει τα στοιχεία που θα είναι χρήσιμα για την καλυτέρευση των συνθηκών της ζωής του. Ο πρωτόγονος άνθρωπος είχε αρκετές γνώσεις για την ανατομία και τη συμπεριφορά των ζώων, αν συμπεράνουμε από τα σχέδια και τα γλυπτά που βρέθηκαν μέσα στα σπήλαια στα οποία ζούσε. Στα ιερά βιβλία των Βαβυλώνιων, των Αιγύπτιων και άλλων λαών της Ανατολής, υπάρχουν πολλές πληροφορίες για διάφορα είδη ζώων και φυτών. Οι πρώτες αρχές της Βιολογίας βρίσκονται στα έργα των αρχαίων Ελλήνων φιλόσοφων. Είναι γνωστό ότι ο Αλκαίων ο Κροτωνιάτης (500 π.Χ.) έκανε τις πρώτες ανατομικές έρευνες πάνω σε διάφορα ζώα. Το ίδιο έκανε και ο Ιπποκράτης (500 π.Χ.), ο οποίος προσπάθησε να ταξινομήσει το λίπος. Όλες αυτές οι γνώσεις όμως δεν ήταν συστηματοποιημένες μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα, όταν ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος επεχείρησαν για πρώτη φορά να βάλουν κάποια τάξη. Δίκαια λοιπόν μπορεί να πει κανείς ότι από εκείνη την εποχή αρχίζει η βιολογική επιστήμη. Οι μεγαλύτεροι νεότεροι Βιολόγοι και Ζωολόγοι εξύμνησαν το έργο του Αριστοτέλη με μεγάλο ενθουσιασμό. Ο Δαρβίνος, πατέρας της Βιολογικής εξέλιξης, στο βιβλίο του ″Αυτοβιογραφία και επιστολές″ γράφει ότι κάποτε έβλεπα τον Λινναίο και τον Κυβιέρο σα να ήταν θεοί. Οι δυο όμως αυτοί συγκρινόμενοι με τον συγγραφέα του ″Περί ζώων μορίων″ φαίνονται σα να είναι μαθητές του. Για το έργο του Αριστοτέλη είχε εκφραστεί επαινετικά ο Κυβιέρος, ο Ι. Χέρσελ και ο Ντε Βλανβίλ, ενώ ο Δάντης, ο μεγάλος Ιταλός ποιητής, τον αποκαλούσε ″Δάσκαλο των δασκάλων″. Μέχρι σήμερα διασώθηκαν κατάλογοι που περιλαμβάνουν 143 τίτλους έργων του Αριστοτέλη. Το Ό των έργων που διασώθηκαν είναι Βιολογικά συγκράματα. Οι ιστορικές μελέτες του επίσης προκαλούν ζωηρό ενδιαφέρον, υστερούν όμως, αν συγκριθούν με τις μελέτες του για τις φυσικές επιστήμες. Ο Αριστοτέλης έκανε παρατηρήσεις πάνω στην αστρονομία, τη μετεωρολογία, τη χημεία, τη φυσική, την ψυχολογία. Τη μεγαλύτερη φήμη του όμως την απέκτησε ως ερευνητής της Ζωολογίας και της Βιολογίας. Ίδρυσε μια εκτεταμένη περιγραφική Ζωολογία, χωρίς να περιορίζεται μόνο στην περιγραφή του σχήματος αλλά έφερε και την ανατομία και την εμβρυολογία στον κύκλο των παρατηρήσεών του. Στα Βιολογικά του συγκράματα μνημονεύει περίπου 500 ζώα. Από τις περιγραφές που μας δίνει καταλαβαίνουμε ότι ο ίδιος είχε κάνει ανατομικές έρευνες σε πάνω από πενήντα ζώα. Δεν είχε κάνει ανατομικές έρευνες σε σώμα ανθρώπου, γιατί το θεωρούσε ιερό, αλλά από τις περιγραφές του εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε ότι έκανε ανατομία σε άνθρωπο έμβρυο. Στα δύο μεγάλα Βιολογικά του έργα, ″Περί τα ζώα ιστορία″ και ″Περί ζώων γενέσεως″, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα διάφορα όργανα του σώματος των ζώων, τα στοιχεία που το αποτελούν, όπως το αίμα, τα οστά, οι τρίχες, τους διαφορετικούς τρόπους αναπαραγωγής, τις τροφικές συνήθειές τους, τα οικοσυστήματα και τις συμπεριφορές τους. Μας μιλάει για πρόβατα, κατσίκες, ελάφια, γουρούνια, λιοντάρια, ελέφαντες, ύαινες, καμήλες, ποντίκια, μουλάρια, μας περιγράφει χελιδόνια, περιστέρια, δρυοκολάπτες, αητούς, κόρακες, κοτσύφια, κούκους, υδρόβια πουλιά, φίδια, δελφίνια και φάλαινες. Ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε πολύ με διάφορα γένη των εντόμων και είναι τα έργα του πλούσια σε πληροφορίες για θαλάσσιους οργανισμούς, όπως τα ψάρια, τα καρκινοειδή, τα κεφαλόποδα κ.α. Οι έρευνές του ποικίλουν από τον άνθρωπο ως τη μέλισσα, από τον ευρωπαϊκό βίσωνα ως τα κοχύλια της Μεσογείου. Κάθε είδους ζώο που ήταν γνωστό στους Έλληνες εκείνη την εποχή το έβαλε υπόψη του και τις περισσότερες φορές υπάρχουν ειδικές περιγραφές, εκτεταμένες, ακριβείς και με μεγάλη επιμέλεια. Η Ζωολογία ήταν μια νέα επιστήμη. Παρόλα αυτά ο Αριστοτέλης, αντί ν’ αρχίζει από τα ζώα, άρχισε από τον άνθρωπο, που ήταν γνωστός. Έτσι αρχίζει να περιγράφει τα πάντα με τάξη και λεπτομέρεια. Μας παρέχει επίσης πλήρη περιγραφή των τεσσάρων θαλάμων του στομάχου των μηρυκαστικών. Γνωρίζει λεπτομέρειες για τη διατροφή, την ερωτική συμπεριφορά και την αναπαραγωγική των κεφαλόποδων, τις οποίες ανακάλυψαν εκ νέου τον 19ο αιώνα. Περιγράφει, στο ″Περί τα ζώα ιστορία″, κεφ. 2, την εξέλιξη του νεοσσού και σημειώνει την εμφάνιση της καρδιάς του κατά την τέταρτη ημέρα. Γνωρίζει ότι τα κήτη πρέπει να καταταχθούν στα θηλαστικά. Είναι σημαντικό και άξιο προσοχής ότι ο Σουηδός Κάρολος Λινναίος (1707-1778) μόλις στη δέκατη έκδοσή του Systema Naturae ταξινόμησε τα κήτη στα θηλαστικά, ενώ προηγουμένως τα κατέτασσε στα ψάρια. Ο Αριστοτέλης επίσης γνώριζε καλά τα ερπετά και τον τρόπο αναπαραγωγής τους. Στο βιβλίο VIII, κεφ. 12, στην ″Ιστορία των ζώων″, αναφέρεται στις αποδημίες των ζώων και των πουλιών. Πίστευε στην θεωρία της μεταμόρφωσης, ότι δηλαδή ο Κοκκινολαίμης κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού μεταμορφώνεται σε Κοκκινομούρη. Μ’ αυτό τον τρόπο εξηγεί ο Αριστοτέλης την ανοιξιάτικη και την καλοκαιρινή εξαφάνιση, με τις αποδημίες και τη νάρκη των ζώων κατά το χειμώνα. Πίστευε ότι η διαίρεση δεν ήταν ευνοϊκή μέθοδος για τις Ζωολογικές επιστήμες. Παρόλα αυτά, χώριζε τα ζώα σε δύο μεγάλες κατηγορίες, στα άναιμα (χωρίς αίμα) και στα έναιμα (με αίμα). Στην κατηγορία των αναίμων κατατάσσει τα έντομα, τα μαλάκια (κεφαλόποδα), μαλακόστρακα (καρκινοειδή) και ως κορύφωμα της ταξινόμησης θεωρεί τον άνθρωπο. Η διάκριση σε έναιμα και άναιμα διατηρήθηκε ως τον 18ο αιώνα, όταν ο Κ. Λινναίος αντικατέστησε τα άναιμα με τον όρο ασπόνδυλα και τα έναιμα με τον όρο σπονδυλωτα. Τα ζωοτόκα, κατά τον Αριστοτέλη, είναι ανώτερα των ωοτόκων, γιατί έχουν μεγαλύτερη οργανική θερμότητα και κατορθώνουν να γεννούν ζωντανά μικρά και όχι αυγά. Κατά την άποψή του, τα ατελέστερα ζώα αναπαράγονται από μια αυτόματη γένεση, χωρίς γονιμοποίηση. Τέτοια γένεση παρουσιάζουν τα σκουλήκια που γεννιούνται από τη γη ύστερα από τη σήψη διαφόρων συστατικών. Το σφάλμα αυτό του Αριστοτέλη μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη μέτρων παρατήρησης. Αυτά τα ατελή μέσα ήταν πολλές φορές η αιτία να γραφούν διάφορες ανακρίβειες από τον μεγάλο δάσκαλο. Στην αρχή του Β’ βιβλίου των Φυσικών, ο Αριστοτέλης έδωσε διάφορους ορισμούς για το τι είναι η φύση: ″Των γαρ όντων τα μεν εστί φύσει, τα δε δι’ άλλας αιτίας, φύσει μεν τα τε ζώα και τα μέρη αυτών και τα φυτά και τα απλά των σωμάτων, οίον γη και πυρ και αήρ και ύδωρ, ταύτα γαρ είναι και τοιαύτα φύσει φαμέν″. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι παρατηρούσαν και μελετούσαν τα φυσικά φαινόμενα καθαρά δια της διανοητικής οδού. Όπως έλεγε και ο Γερμανός φιλόσοφος Schiller. Οι Έλληνες παρατηρούν τη φύση με το μυαλό τους παρά με την καρδιά τους. Ο Αριστοτέλης την απλή γνώση την ονομάζει ″εμπειρία″ και την επιστημονική ″τέχνη″. Στα Μεταφυσικά (Α1 981α, 5 κεφ.) ορίζει: ″την τέχνην της εμπειρίας ηγούμεθα μάλλον επιστήμην είναι″. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η αναζήτηση της αλήθειας είναι ο σκοπός της επιστήμης. Αλήθεια σημαίνει σύλληψη της απόλυτης γνώσης, δηλαδή αποκάλυψη της περιστασιακής αιτίας του εκάστοτε φαινομένου ή πράγματος. ″Ουκ ίσμεν δε το αληθές άνευ της αιτίας″ (Μεταφυσικά Α. ελ. 1, 99 παρ. β, 23). Εύκολο είναι να πιστέψει κανείς ότι η Ιστορία των ζώων είναι μια συλλογή από διαφορετικές ιστοριούλες. Τα βιβλία αυτά όμως, παρόλα τα λάθη που εμπεριέχουν, δεν παύουν να είναι μια μνημειώδης εργασία. Πολλοί επιστήμονες προσπάθησαν να βρουν τα λάθη που έκανε ο Αριστοτέλης. Πρώτα απ’ όλα, λένε ότι πολλές φορές έκανε λάθη που δεν έπρεπε να γίνουν από έναν επιστήμονα σαν αυτόν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με το βίσωνα: μετά από μια αόριστη περιγραφή του ζώου, βρίσκουμε ότι το κυνηγούσαν για το κρέας του και ότι ″αμύνεται με κλωτσιές και πετάει με δύναμη μακριά τα περιττώματά του, σε απόσταση πάνω από εκατό μέτρα. Αυτά καίνε τόσο πολύ, που προκαλούν εγκαύματα σε όλο το δέρμα το σκυλιών″. Εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο Αριστοτέλης έπεσε θύμα μυθομανών κυνηγών. Τον κατηγορούν ότι δεν έκανε πειράματα. Οι παρατηρήσεις που υπάρχουν στις εργασίες του πολλές φορές ανήκουν σε ερασιτέχνες και έγιναν στο πόδι και όχι στο εργαστήριο. Ο Αριστοτέλης όμως γνώριζε ότι κάθε επιστήμονας ακολουθεί μια διαφορετική μέθοδο. Αυτοί που τον κατηγορούν ότι δεν έκανε πειράματα έχουν πέσει θύματα λάθους με το να πιστεύουν ότι σε όλες τις επιστήμες είναι χρήσιμος ο πειραματισμός. Επίσης, ο Αριστοτέλης δεν έκανε μετρήσεις. Δεν ήταν μαθηματικός και δεν είχε σκεφθεί να χρησιμοποιήσει τα μαθηματικά στη Ζωολογία. Έτσι, δεν έκανε μετρήσεις και δεν ζύγιζε ποτέ το βάρος των ζώων που μελετούσε. Δεν θα πρέπει φυσικά να ξεχνάμε ότι δεν υπήρχαν τα μέσα για εργασίες μετρήσεων, μέσα όπως χρονόμετρα, θερμόμετρα, ζυγαριές ακριβείας κ.α. Οι Έλληνες έμποροι εκείνη την εποχή ζύγιζαν τα εμπορεύματά τους, άρα δεν υπήρχε τεχνικός λόγος να μην το κάνει και ο Αριστοτέλης. Η ιστορία του φυσικά δεν παύει να είναι ένα αριστούργημα. Σε κανένα άλλο έργο του Αριστοτέλη δεν υπάρχει δυνατή η επιθυμία της γνώσης. Μετά το θάνατο του Αριστοτέλη (322 π.Χ.), ο φίλος και μαθητής του Θεόφραστος, από την Ερεσσό της Λέσβου, ανέλαβε τη διεύθυνση του Λυκείου, το οποίο παρέμεινε ένα σημαντικό κέντρο επιστημονικών και φιλοσοφικών ερευνών. Κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., το φως του Αριστοτελισμού έπεσε, γιατί άλλες φιλοσοφικές σχολές έκαναν την εμφάνισή τους, όπως αυτές των Στωικών και του Επίκουρου. Εντούτοις ο Αριστοτέλης ποτέ δεν ξεχάστηκε και το έργο του έκανε πολλές ακόμη φορές την εμφάνισή του. Από τον πρώτο ως τον έκτο μ.Χ. αιώνα, μια σειρά από επιστήμονες έσκυψαν με σεβασμό στα έργα και τη φιλοσοφία του. Η φιλοσοφία του εμφανίζεται και πάλι κατά τον όγδοο αιώνα στο Βυζάντιο, από το οποίο αργότερα, γύρω στο δωδέκατο αιώνα, πέρασε στη δυτική Ευρώπη, όπου τα έργα του μεταφράστηκαν στα λατινικά και γνώρισαν ευρύτατη διάδοση. Στην αρχή, η αριστοτελική διδασκαλία θεωρήθηκε επικίνδυνη για τη Δυτική Εκκλησία. Όταν όμως η εκκλησία κατάλαβε πως η διδασκαλία αυτή εξυπηρετούσε πολλούς από τους σκοπούς της, ανακήρυξε τον Αριστοτέλη ″Πρόδρομο του Χριστού στα ζητήματα της φυσιογνωσίας″ (″Praecursor Christii in naturalibus″), έτσι ώστε για τέσσερις αιώνες η φιλοσοφία και η επιστήμη του Αριστοτέλη κυριαρχούσαν στη Δύση. Τη μεγαλύτερη επιτυχία απ’ όλα τα έργα του είχαν τα Βιολογικά. Ο Αριστοτέλης ήταν ιδρυτής μιας νέας επιστήμης η οποία έμεινε με τη μορφή που της έδωσε μέχρι το 1800. Μπορεί από τα Βιολογικά του έργα πολλά στοιχεία να έχουν ξεπεραστεί μέχρι σήμερα, δεν παύουν όμως να είναι σταθμοί στην ιστορία της γνώσης. Οι Βοτανικές εργασίες του Αριστοτέλη χάθηκαν, ευτυχώς όμως σώθηκε το Βοτανικό έργο του μαθητή του Θεόφραστου. Ο Θεόφραστος μελέτησε την ανάπτυξη και των πολλαπλασιασμό των φυτών. Όπως ο Αριστοτέλης έτσι κι αυτό πίστευε στην αυτόματη γένεση. Διακρίνει τα μονοκοτυλήδονα από τα δικοτυλήδονα φυτά. Εισάγει νέους τεχνητούς όρους στη Βοτανική, όπως π.χ. το περικάρπιον, τη μήτρα, τα φρύγανα κ.α. Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, άρχισε η ακμή της Αλεξάνδρειας με τη δυναστεία των Πτολεμαίων. Δυστυχώς όμως τα Βιολογικά έργα εκείνης της εποχής χάθηκαν, εκτός από λίγα αποσπάσματα έργων του Ηρόφιλου (300 π.Χ.) και του Ερασίστρατου. Ο Ηρόφιλος θεωρείτε ο ιδρυτής της ανατομίας, διότι είναι ο πρώτος που έκανε έρευνα επάνω στο ανθρώπινο σώμα και σύγκρινε την κατασκευή του με εκείνη των ζώων. Κατάλαβε ότι ο εγκέφαλος είναι το κέντρο του νευρικού συστήματος, ενώ πολλά μέρη του εγκεφάλου ονομάζονται ακόμη και σήμερα με τα ονόματα που τους έδωσε ο ίδιος. Υπήρξε επίσης ο πρώτος που έκανε τη διάκριση μεταξύ φλεβών και αρτηριών. Ο Ερασίστρατος (304 π.Χ.) ήταν φυσιολόγος. Περιέγραψε τις βαλβίδες της καρδιάς, τον εγκέφαλο, την παρεγκεφαλίδα, τους έλικες και τις κοιλίες του εγκεφάλου. Την ιστορία της Βοτανικής την επηρέασαν, περισσότερο από κάθε άλλον, τα έργα του Διοσκουρίδη, ο οποίος υπηρέτησε ως γιατρός στη Στρατιά του Νέρωνα. Πολλά από τα ονόματα των φυτών τα οποία χρησιμοποίησε είναι ακόμη και σήμερα σε χρήση. Η ″Φυσική Ιστορία του Πλίνιου″ (32-79 μ.Χ.), περιέχει πλήθος φανταστικών διηγήσεων και ιστοριών. Παρόλα αυτά υπήρξε το βιβλίο που μετά τη Βίβλο μελετήθηκε περισσότερο, επί δώδεκα αιώνες. Ο τελευταίος σημαντικός Φυσιοδίφης της αρχαιότητας υπήρξε ο Γαληνός (120-200 μ.Χ.), ο οποίος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την ιατρική και μελέτησε τα όργανα πολλών ζώων. Μετά τον Γαληνό αρχίζει η μεγάλη περίοδος του Μεσαίωνα (200-1200 μ.Χ.), στην οποία δε γίνεται καμιά βιολογική έρευνα. Τα έργα του Πλίνιου, του Γαληνού, του Διοσκουρίδη αντιγράφονται συνεχώς, με αποτέλεσμα να προστίθενται νέα λάθη. Τον 7ο αιώνα έχουμε την εξάπλωση των Αράβων, με αποτέλεσμα η γλώσσα τους να είναι εκείνη των γραμμάτων. Τα έργα των Ελλήνων φιλοσόφων μεταφράζονται στην αραβική και αργότερα, κατά τον 11ο- 13ο αιώνα, στη λατινική. Με την αναγέννηση των τεχνών και των γραμμάτων αρχίζει και η αναγέννηση της βιολογικής επιστήμης. Άνθρωποι σαν τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι, τον Ντυρέρ, ενδιαφέρονται για τα ζώα και τα φυτά. Τα μεγάλα εξερευνητικά ταξίδια του Μάρκο Πόλο, του Βάσκο ντε Γκάμα, του Κολόμβου εκίνησαν και πάλι το ενδιαφέρον για τη μελέτη του φυσικού κόσμου. (Τέλος Α’ μέρους...) ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ, ΤΕΥΧΟΣ 4 ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1997 |
                     |