Ενότητα :Τσούνης Γρηγόρης

Τίτλος : Γρηγόρης Τσούνης, Από τον Αριστοτέλη ως το DNA (β΄ Μέρος)

Διαβάστηκε: 1269 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Από τον Αριστοτέλη ως το DNA

B’  Μέρος

 

Του Γρηγόρη Τσούνη

 

 

Στα μέσα του 15ου αιώνα έχουμε την ανακάλυψη της τυπογραφίας, γεγονός που συνετέλεσε στην ανάπτυξη των φυσικών επιστημών. Πολλοί ερευνητές, βιολόγοι, βοτανικοί, ορνιθολόγοι, ιχθυολόγοι, άρχισαν να εκδίδουν τα πρώτα συγγράμματά τους. Ο Γερμανός Βοτανικός Όθων Μπρούνφελς (1489-1534) είναι ο πρώτος που έγραψε και ετύπωσε ένα σημαντικό βοτανικό έργο. Το 1542, ένας άλλος Γερμανός Βοτανικός, ο Λεονάρδος Φουξ, εξέδωσε ένα βιβλίο-σταθμό για την Βοτανική επιστήμη. Την ίδια περίπου εποχή, ο Ουίλλιαμ Τούρνερ (1544) δημοσιεύει το πρώτο βιβλίο Ορνιθολογίας και το 1551, ο Γάλλος Μπελλόν Π. εκδίδει ένα βιβλίο για τα ψάρια, ενώ το 1554 ένα βιβλίο για τα πουλιά. Το 1554, ο Γάλλος Ροντελέ γράφει ένα εικονογραφημέ-νο βιβλίο που περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα ψάρια της Μεσογείου, προ-σπαθώντας να επαληθεύσει τα όσα αναφέρει ο Αριστοτέλης στην «Ιστορία των Ζώων».

 

Στο τέλος του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, οι Εγκυκλοπαιδιστές ανέλαβαν να βάλουν τάξη στις βιολογικές γνώσεις που υπήρχαν μέχρι εκείνη την εποχή. Τα έργα τους κυρίως ήταν μεγάλα και συνοδεύονταν από ωραία εικονογράφηση. Ο Ελβετός Κόνρατ Γκέσνερ (1516-1565), είναι ο πιο αντι-προσωπευτικός φυσιοδίφης αυτής της Σχολής. Εξέδωσε πέντε τόμους με την Ιστορία των Ζώων, που θεωρούνται η απαρχή της σύγχρονης ζωολογίας. Ένας άλλος εγκυκλοπαιδιστής, ο Αλτροβάντι, το 1559 εξέδωσε τρεις τόμους για τα πουλιά, ενώ το 1562 μία θαυμάσια εργασία για τα έντομα.

 

Ιδρυτής της σύγχρονης Ανατομίας υπήρξε ο Βέλγος Ανδρέας Βεσάλιος (1514-1564), ο οποίος πέθανε στη Ζάκυνθο, ενώ επέστρεφε από τα Ιεροσόλυ-μα. Το ανατομικό του έργο για το ανθρώπινο σώμα, θεωρείται ως αριστούρ-γημα. Στους μαθητές του Βεσάλιου συγκαταλέγεται και ο Άγγλος Γουίλλιαμ Χάρβεϋ (1578-1657), ο οποίος ανακάλυψε την κυκλοφορία του αίματος. Ο Χάρβεϋ έκανε επίσης πολλά πειράματα επάνω στα έμβρυα της κότας και ίδρυσε τη νέα συγκριτική φυσιολογία. Από το 1600 και μετά άρχισαν να ιδρύονται οι πρώτες Επιστημονικές Εταιρείες (Academia dei Lincei, Ιταλία, Βασιλική Εταιρεία, Αγγλία, Ακαδημία Επιστημών, Γαλλία, κ.ά.).

 

Ο Ιταλός Μαλπίγγι Μαρτσέλο (1628-1694), συμπλήρωσε το έργο του Χάρβεϋ, αφού περιέγραψε την κυκλοφορία του αίματος στα τριχοειδή αγγεία. Ο Μαλπίγγι έκανε έρευνες πάνω στα τριχοειδή αγγεία των πνευμόνων των βατράχων. Έκανε εμβρυολογικές έρευνες και μεγάλες ανακαλύψεις στην ανατομία των φυτών. Ο Ιταλός ερευνητής έκανε πειράματα και ανατομική έρευνα πάνω στον μεταξοσκώληκα και ανακάλυψε ότι τα έντομα δεν αναπνέ-ουν με πνευμόνια, αλλά με ένα πολύπλοκο σύστημα σωλήνων των τραχειών.

 

Ο Ολλανδός ερευνητής Σβάμερνταμ (1637-1680) ασχολείτο με την μεταμόρ-φωση των εντόμων. Μετά το θάνατό του εξεδόθη το «Βιβλίο της Φύσης», μία από τις καλύτερες συλλογές μικροσκοπικών παρατηρήσεων που εξεδόθη ποτέ.

 

Ο Ολλανδός, Αντώνιος Βαν Λέβενχουκ (1632-1723), υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους μικροσκοπιστές όλων των εποχών. Κατασκεύαζε μόνος του τα απλά μικροσκόπιά του και έκανε πολλές σημαντικές παρατηρή-σεις και έρευνες. Περιέγραψε πολλά νέα όργανα. Παρατήρησε τα ερυθρά αιμοσφαίρια των ψαριών, των βατράχων, του ανθρώπου και άλλων θηλαστι-κών. Μελέτησε τους ιστούς με το μικροσκόπιό του και θεμελίωσε την Ιστολο-γία. Περιέγραψε τα σύνθετα μάτια των εντόμων, την παρθενογενετική αναπαραγωγή και τα πρωτόζωα (μονοκύτταρους οργανισμούς που βρίσκονται στα νερά). Η μεγαλύτερη όμως ανακάλυψή του έγινε το 1683, όταν περιέγραψε για πρώτη φορά τα βακτηρίδια.

 

Ο σημαντικότερος όμως από όλους τους μικροσκοπιστές, υπήρξε ο Ρόμπερτ Χουκ (1635-1703). Το μεγάλο έργο του «Μικρογραφία» δημοσιεύθηκε στο Λονδίνο το 1665 και περιέχει πλήθος σημαντικών παρατηρήσεων, που έκανε με το μικροσκόπιό του. Το έτος 1665 είναι σημαντικός σταθμός για την επι-στήμη της Βιολογίας, γιατί ο Χουκ ανακάλυψε το βασικό στοιχείο της ζωής, που είναι το κύτταρο.

 

Η πληθώρα των στοιχείων και οι νέες εξερευνήσεις σε μακρινές χώρες, είχαν σαν αποτέλεσμα τα γνωστά είδη χλωρίδας και πανίδας να γίνονται διαρκώς περισσότερα. Έτσι, υπήρξε επιτακτική η ανάγκη μιας ταξινόμησης των ζωντα-νών οργανισμών. Την πρώτη σημαντική προσπάθεια την έκανε ο Ομπέλ (1538-1616), που ταξινόμησε τα φυτά με βάση τα φύλλα τους. Ο Ρέυ (1627-1705) θεωρείται ότι είναι, μετά το Λινναίο, ο ιδρυτής της συστηματικής Βιολο-γίας. Στο Λονδίνο εξέδωσε 3 τόμους με τον τίτλο «Γενική Ιστορία των Φυτών», μέσα στους οποίους περιγράφει 18.600 φυτά και δίνει πληροφορίες για τη φυσιολογία τους, τη γεωγραφική τους εξάπλωση και την οικολογία τους. Ο Ρέυ, εκτός από τα έργα της Βοτανικής, έγραψε και ζωολογικές μελέ-τες για τα ψάρια, τα ερπετά και τα θηλαστικά, μέσα στις οποίες βρίσκεται η πρώτη συστηματική κατάταξη των ζώων με βάση τα δάκτυλα και τα δόντια τους.

 

Ο Σουηδός Κάρολος Λινναίος (1707-1778) έβαλε τον ακρογωνιαίο λίθο στην ιστορία των φυσικών επιστημών. Είχε το πάθος της ταξινόμησης και έβαλε τάξη στο χάος του φυτικού και ζωικού κόσμου. Κατέταξε αυτά πρώτα κατά ομοταξία, μετά κατά τάξη, έπειτα κατά γένος και τέλος κατά είδος. Το σύστη-μα ταξινόμησής του σε γενικές γραμμές ισχύει ακόμη και σήμεα. Το βιβλίο του «Sistema Naturae» έκανε πολλές εκδόσεις, από τις οποίες η δωδέκατη (1758) χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Χρησιμοποιεί, όπως και ο Ρέυ, διπλή ονομασία (π.χ. Αλκυόνη Alcedo atthis) και πιστεύει στη σταθερότητα των ειδών. Παραδέχεται πως υπάρχουν τόσα γένη όσα από την αρχή έφτιαξε ο Κύριος. «Tot sunt species, quot ab initio creavit inflinitum Ens…». Ο Λινναίος πέθανε το 1778 και οι συλλογές και τα βιβλία του φυλάσσονται στο Λονδίνο από την Εταιρεία που φέρει το όνομά του.

 

Από τους πρώτους που διατύπωσαν την ιδέα της εξέλιξης των ειδών είναι ο Μπυφφόν (1707-1788). Αυτός υπέθετε την κοινή καταγωγή συγγενών ζώων και αναγνώριζε πως οι όροι της ζωής είναι ένα αίτιο μετασχηματισμού. Ένα σπουδαίο βήμα προς τα εμπρός έκανε ο Etienne Geoffroy de St. Hilaire, που εξέφρασε την ιδέα πως ολόκληρο το ζωικό βασίλειο έγινε σύμφωνα με ένα ενιαίο σχέδιο και είχε τη γνώμη πως όλα τα ζώα εξελίχθηκαν από κατώτε-ρες σε ανώτερες μορφές.

 

Ο Έρασμος Ντάρβιν (1731-1802), παππούς του Καρόλου Ντάρβιν, πίστευε ότι τα είδη μεταβάλλονται με το χρόνο και ότι οι μεταβολές αυτές οφείλονται στις επιδράσεις που ασκεί το περιβάλλον στους οργανισμούς. Συγχρόνως, την ιδέα αυτή υποστήριξε και ο Λαμάρκ (1744-1829), στο βιβλίο του «Ζωολογική Φιλοσοφία», που εξέδωσε στα 1809. Ο Λαμάρκ συνόψισε τη θεωρία του με δύο φυσικούς νόμους:

 

(α)        Σε κάθε ζώο, η διαρκής χρήση βοηθάει στην ανάπτυξη του οργάνου που χρησιμοποιείται. Με την αχρηστία, το όργανο αδυνατίζει και μπορεί να καταλήξει στην εξάλειψή του.

(β)        Επίσης, η φύση διατηρεί όλες τις επίκτητες ιδιότητες που απέκτησαν τα άτομα κάτω από την επίδραση των εξωτερικών παραγόντων.

 

Στις ίδιες θεωρίες πίστευαν αργότερα ο Άγγλος γεωλόγος Λύελ και ο Σπέν-σερ (1852). Το έργο όμως που έφερε αληθινή επανάσταση στην επιστήμη, ήταν το επιστημονικό βιβλίο του Καρόλου Ντάρβιν «Περί γενέσεως των ειδών», το οποίο εξεδόθη το 1859 και εξαντλήθηκε την πρώτη κιόλας ημέρα της κυκλοφορίας του.

 

Ο Κάρολος Δαρβίνος (1809-1882) γεννήθηκε στο Σριούσμπωρυ και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κοντά στο Λονδίνο (στο Ντάουν), στο κτήμα του, όπου έκανε τις βιολογικές του παρατηρήσεις πάνω στα φυτά και στα ζώα. Αφού τελείωσε τις σπουδές του στο Καίμπριτζ (1831) έλαβε μέρος σαν φυσιοδίφης στη μεγάλη εξευρευνητική αποστολή, που έγινε με το πολεμικό πλοίο «Μπηγκλ». Έτσι, επισκέφθηκε πολλές χώρες της Νοτίου Αμερι-κής, τα νησιά του νότιου Ατλαντικού και Ειρηνικού και έκανε πολλές παρατηρήσεις σε νέα είδη φυτών και ζώων. Μ’ αυτό το ταξίδι του, είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει τη μεγάλη ποικιλία των ειδών και αργότερα τον βοή-θησε να διατυπώσει τη θεωρία του περί της φυσικής επιλογής των ειδών και περί της καταγωγής του ανθρώπου.

 

Ο Δαρβίνος έγραψε πολλά επιστημονικά έργα όταν επέστρεψε από το ταξίδι του στο νότιο ημισφαίριο. Αυτά είναι: «Φυσικοϊστορικές και γεωλογικές μελέτες κατά το ταξίδι του πλοίου Μπηγκλ» (1839), «Ζωολογικές παρατηρή-σεις κατά το ταξίδι του Μπηγκλ» (1840-1843), «Το ταξίδι ενός φυσιοδίφη γύρω από τον κόσμο» (1845). Ακολούθησαν τα συγγράμματά του «Σύσταση και κατανομή των κοραλλιών», «Γεωλογικές παρατηρήσεις στα ηφαιστειογενή νησιά της Νοτίου Αμερικής», «Μονογραφία για τα μαλλόποδα» και άλλα. Τη μεγάλη του όμως φήμη την χρωστάει σε δύο κλασικά πλέον έργα, στα οποία διατύπωσε τη θεωρία του, που έμεινε γνωστή σαν «Δαρβινική θεωρία» ή «Δαρβινισμός». Το πρώτο είναι η «Γένεση των ειδών διά της φυσικής επιλο-γής» (1859) και το δεύτερο είναι «Η καταγωγή του ανθρώπου και η φυσική επιλογή».

 

Ταυτόχρονα και οι άλλοι   κλάδοι της Βιολογίας κάνουν μεγάλες προόδους. Ο Άγγλος Χούντερ (1728-1793) δίνει μεγάλη ώθηση στην συγκριτική ανατομία με την έρευνά του. Αλλά ο σημαντικότερος υπήρξε ο Γάλλος Γεώργιος Κυβιέ (1769-1832). Ο Κυβιέ θεωρείται ο ιδρυτής της σύγχρονης συγκριτικής ανατο-μίας. Το έργο του «Το Βασίλειο των Ζώων» απετέλεσε τη βάση της συγκριτι-κής έρευνας και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Μεγάλη είναι επίσης η συμβολή του στην Παλαιοντολογία, με τη διατύπωση της θεω-ρίας των καταστροφών. Με αυτή προσπάθησε να εξηγήσει τις διαφορές των απολιθωμάτων, οι οποίες παρατηρούνται μέσα στα γεωλογικά στρώματα.

 

Γύρω στα 1858, σε έναν μικρό κήπο, στο μοναστήρι του Brno στην Αυστρία, δούλευε ακούραστα ένας μοναχός, που άκουγε στο όνομα Γρηγόριος Μέντελ. Ο Μέντελ έκανε πειράματα με τα μπιζέλια (Pisum sativum) και διαμόρφωσε τους νόμους της κληρονομικότητας. Ο Μέντελ (1822-1884) ήταν γερμανοτσεχικής καταγωγής. Ύστερα από τις κλασικές σπουδές στο Φιλοσοφι-κό Ινστιτούτο του Όλμουτζ, στα εικοσιένα του ασπάζεται το μοναχικό σχήμα και μπαίνει στο μοναστήρι του Αγίου Θωμά, όπου παρακολούθησε επί 4 χρόνια θεολογικές σπουδές. Αφού έκανε για λίγο το δάσκαλο, στάλθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου παρακολούθησε Ζωολογία, Βοτανική, Παλαιο-ντολογία, Φυσική και Μαθηματικά. Στα 1854 άρχισε να διδάσκει στη Νέα Σχολή, που ίδρυσε το Τάγμα των Αυγουστιανών στο Μπρνό. Οι έρευνές του για την κληρονομικότητα άρχισαν το 1858, πρώτα με διασταυρώσεις μπιζε-λιών (Pisum sativum) και ύστερα φασολιών. Τα πορίσματα των ερευνών του με τον τίτλο «Πειράματα σε υβρίδια φυτών», τα παρουσίασε για πρώτη φορά το 1865 στη Φυσιοδιφική Εταιρεία του Μπρνό. Αυτό το μεγάλο έργο της Βιολογίας, που σήμανε τη γένεση της Γενετικής, έμεινε για πολλά χρόνια άχρηστο στις βιβλιοθήκες, μέχρι που το 1901 ανακαλύφθηκε και επιβεβαιώθη-κε από τους βιολόγους Κόρενς, Τσέρμακ και Ντε Βρις και του έδωσαν το όνομα Μεντελισμός.

 

Στις αρχές του νέου αιώνα, για αρκετά χρόνια οι βιολόγοι ασχολήθηκαν με τη θεωρία του Μέντελ, το κύτταρο, τις κληρονομικές ασθένειες, τις μεταλλάξεις (De Vries). Οι Γενετιστές μελέτησαν τις μεταλλάξεις πάνω στη Drosophila melanogaster (ένα μικρό έντομο των φρούτων) και έφτιαξαν το γενετικό της χάρτη. Ανακάλυψαν το DNA, το υλικό της ζωής. Τα αρχικά του είναι συντομο-γραφία του δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος, η χημική ονομασία για το υλικό που μεταφέρει το κληρονομικό μήνυμα από τη μια γενιά στην άλλη. Τα μόρια του DNA είναι γενικά πολύ μακριές αλυσίδες που αποτελούνται από πολύ μικρότερες χημικές ομάδες. Η βασική δομή κάθε αλυσίδας αποτελείται από τρία βασικά συστατικά: απλά σάκχαρα, γνωστά με το όνομα δεσοξυριβόζη, φωσφωρικές ρίζες και τέλος, αζωτούχες ενώσεις. Υπήρχαν τέσσερις τέτοιες αζωτούχες ενώσεις: η αδενίνη (Α), θυμίνη (Θ), κυτοσίνη (Κ) και γουανίνη (Γ).

 

Το 1953, ο Τ. Ουάτσον και ο Φράνσις Κρικ χρησιμοποίησαν τα ευρήματα του Μ. Ουΐλκινς και έφτιαξαν το δικό τους μοντέλο του DNA. Σύμφωνα με τους Κρικ και Ουάτσον, το μόριο του DNA είναι σαν μια σπειροειδής σκάλα. Οι φωσφωρικές ρίχε ςκαι τα σάκχαρα αποτελούν το συνεστραμμένο σκελετό της σκάλας και οι βάσεις σχηματίζουν τα σκαλοπάτια. Η αδενίνη ενώνεται μόνο με θυμίνη, για να φτιάξει σκαλοπάτι και η γουανίνη μόνο με την κυτοσίνη. Ένα γονίδιο π.χ. μπορεί να είναι ένα κομμάτι της σκάλας του DNA μήκους 2000 σκαλοπατιών.

 

Η ανακάλυψη του DNA αναστάτωσε τη Βιολογία. Πολλές ελπίδες γεννήθηκαν, ότι θα θεραπευθούν ασθένειες κληρονομικές, όπως ο καρκίνος και ότι θα καταστρωθούν σχέδια χημικής θεραπείας των ασθενειών.

 

Σήμερα, λίγο πριν το ξεκίνημα του 21ου αιώνα, διανύουμε την εποχή της ραγδαίας  εξέλιξης της Βιολογίας και ειδικά της Γενετικής Μηχανικής. Η Γενετική Μηχανική σήμερα μετέβαλε ριζικά την παραδοσιακή βιοτεχνολογία και με τις επεμβάσεις της οδήγησε σε νέες εφαρμογές που σοβαρά πρέπει να μας προβληματίζουν. Η Γενετική Μηχανική επεμβαίνει και μετατρέπει το γενετικό υλικό των ζώντων οργανισμών, στον έλικα της ζωής (DNA), των φυτών, των ζώων, αλλά και του ανθρώπου ακόμα. Παράγει μικροοργανισμούς και μπορεί να επέμβει ακόμη και στο γενετικό κώδικα του ανθρώπου.

 

Δυστυχώς, σήμερα, οι γρήγορες εξελίξεις στον τομέα της Γενετικής βρίσκονται στα χέρια λίγων επιστημόνων, στην υπηρεσία κάποιων φαρμακευτικών βιομη-χανιών ή κυβερνήσεων. Δεν είμαστε ενάντια στην πρόοδο της Βιολογικής επι-στήμης, ίσα-ίσα πιστεύουμε στην αειφόρο επιστήμη, που με την εξέλιξή της θα βρίσκεται στην υπηρεσία όλης της ανθρωπότητας και όχι μόνο στα χέρια κάποιων πολυεθνικών, που με τις δραστηριότητές τους επιζητούν μόνο το κέρδος, χωρίς να αναλογίζονται τους κινδύνους και τις αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον και τον άνθρωπο. Όταν αλλοιώνται το γενετικό υλικό των οργανισμών με τη βοήθεια της Γενετικής Μηχανικής, δεν είμαστε ποτέ σίγουροι για το τί θα συμβεί, γιατί οι γνώσεις μας είναι σχετικά περιορισμένες και δεν γνωρίζουμε τη συμπεριφορά των μεταλλαγμένων οργανισμών.

 

Σύμφωνα με τον Andrι Breton, «κάθε ανακάλυψη που μεταλλάσσει τη φύση ή τον προορισμό ενός αντικειμένου ή φαινομένου, είναι ένα σουρεαλιστικό γεγονός». Παρ’ όλα αυτά, η φαρμακευτική-γεωργική βιομηχανία συνεχίζει αδιάφορα την «έρευνα» σε ένα τυφλό και σκοτεινό, χωρίς διέξοδο, δρόμο. Όλοι πίστευαν πριν λίγα χρόνια, ότι π.χ. τα φυτοφάρμακα ήταν πανάκεια για την αύξηση της γεωργικής παραγωγής. Σήμερα γνωρίζουμε όμως, ότι τα χημι-κά προϊόντα που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος τα τελευταία χρόνια είχαν μεγάλες «δυνατότητες», όμως ήταν από τα δυνατότερα δηλητήρια, που ακόμη και σήμερα βρίσκονται παντού σκορπισμένα επάνω στον πλανήτη.

 

Πολλοί πιστεύουν ότι η βιοτεχνολογία θα μπορούσε να συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος, με τη δημιουργία νέων μικροοργανισμών, ικανών να αφομοιώσουν διάφορες τοξικές ουσίες που έρχονται σε επαφή με το περιβάλλον. Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, όμως, δεν γνωρίζουμε τις αντιδράσεις των νέων μικροοργανισμών όταν βρεθούν ελεύθεροι στα οικοσυ-στήματα.

 

Τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε μπροστά στην κλωνοποίηση. Βρετανοί επιστήμονες «κατασκεύασαν» τη «Ντόλυ». Η Ντόλυ είναι η πρώτη προβατίνα στον κόσμο που υπάρχει εις διπλούν. Η Γενετική δημιούργησε μία νέα ζωή, όχι με το γνωστό τρόπο αναπαραγωγής του ζωικού βασιλείου, αλλά χρησιμοποιώ-ντας ένα κύτταρο από ένα δότη και γονιμοποιώντας το με τρόπο ανάλογο μ’ αυτόν που γίνεται η τεχνητή γονιμοποίηση. Μετά πάλι, μάθαμε για την «Πόλυ», πρόβατο που έιχε ανθρώπινα γονίδια. .

 

Όλοι εκφράζουν φόβους  σήμερα, μήπως η κλωνοποίηση προχωρήσει και στον άνθρωπο, γεγονός όμως που ίσως συνέβη εδώ και πολλά χρόνια! Την είδηση την είχε δώσει, στις 3 Μαρτίου του 1978, η εφημερίδα New York Post και όλα τα γεγονότα τα περιέγραφε το δημοσιογράφος David M. Rorvik, ειδικός σε επιστημονικά θέματα Βιολογίας, στο βιβλίο του με τίτλο: «In his image: The cloning of a man», Editor, Lippincott N. York.

 

Θέλω να πιστεύω ότι η επιστήμη της Βιολογίας δεν έχασε το δρόμο της, έστω κι αν υπάρχουν μικρές ομάδες που ασχολούνται με πειράματα που είναι πιο επικίνδυνα ακόμη και από την ατομική βόμβα.

 

Η Βιολογία, σαν επιστήμη, έχει να διανύσει πολλούς και σημαντικούς δρόμους και να δώσει λύσεις για το καλό της ανθρωπότητας. Μπορεί να δώσει λύσεις για το AIDS, για τον καρκίνο, για την πείνα, στα μεγάλα οικολογικά προβλήμα-τα του πλανήτη, τις κληρονομικές ασθένειες, τις μεταμοσχεύσεις κλπ. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα επικρατήσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, η λογική, αλλά πάνω απ’ όλα η ηθική.

 

 

 

Β ι β λ ι ο γ ρ α φ ί α :

 

Aristotle, Historia Animalium, Books I-III, translated by A. L. Peck, Harvard University Press, 1965.

Aristotle, Opere. Parti degli animali. Riproduzione degli animali, Biblioteca Universale Laterza, Roma 1984.

Αριστοτέλους, Φυσικά, μετάφρ. Νικ. Κυργιοπούλου, Πάπυρος, 1975.

Αριστοτέλους, Των περί τα ζώα ιστοριών, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1994.

Αριστοτέλους, Μικρά Φυσικά, τόμος β’, μετάφρ. Π. Γρατσιάκου, εκδόσεις Φέξη.

Barnes J. Aristotle, Oxford University Press. Sir Macfarlane Burnet, Genes, dreams and realities, Melbourne, 1971.

Casini P. Natua, Enciclopedia Filosofica ISEDI, Torino, 1975.

De Santilana G., The Origins of Scientific Thought, The New American Library, 1961.

Dorst J., Le migrazioni degli Uccelli, Ed. Olimpia, Firenze.

Λάμπερτ Κ., Η θεωρία της εξέλιξης, εκδόσεις Γ. Αναγνωστίδη, Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου».

Premuda L., Storia della medicina, Cedam, Padova, 1960.

Rostand Jean, I miracoli della Biologia, Rizzoli Editore, Milano 1970.

Stent G., Genetica molecolare, Zanichelli Ed., Bologna, 1977.

Time-Life, επιστημονική βιβλιοθήκη, Χρυσός Τύπος.

Theobald D.W., Introduzione alla Filosofia della Scienza, Feltrinelli Ed., Milano, 1972.

Witherspoon J. and R., The Living Laboratory, Doubleday and Company Inc., Garden City, New York, 1960.

Όπαριν Α. Ι., Η προέλευση της Ζωής, εκδόσεις Σύγχρονο Βιβλίο, Αθήνα, 1962.

 

 

 

ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ, ΤΕΥΧΟΣ 5

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1997

 

Επιστροφή