Ενότητα :Tεύχος 76, Νοέμβριος 2007

Τίτλος : Καραβασίλη Μαργαρίτα, Οι νέες παραπομπές της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τη μη ανταπόκριση της σε ζητήματα ενεργειακής απόδοσης

Διαβάστηκε: 1455 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Οι νέες παραπομπές της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την μη ανταπόκρισή της σε ζητήματα Ενεργειακής Απόδοσης

  

Μαργαρίτα Καραβασίλη

 

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε νομική διαδικασία εναντίον της Ελλάδας -μεταξύ άλλων χωρών- για άλλα δύο σοβαρά ζητήματα: για την μη ενσωμάτωση της οδηγίας 2002/91/ΕΚ για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων στο εθνικό της δίκαιο (ως όφειλε έως τις 4 Ιανουαρίου 2006) και για την μη κατάρτιση Εθνικού Σχεδίου Δράσης Ενεργειακής Απόδοσης,[i], έως τις 30 Ιουνίου του 2007, που απαιτείται από την Οδηγία 2006/32 (η οποία δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στο εθνικό μας δίκαιο), προκειμένου να αναφέρει τους στόχους που έχει θέσει, το νέο θεσμικό πλαίσιο, τους μηχανισμούς και τα κίνητρα που έχει θεσπίσει, κλπ., προκειμένου η συνολική εγχώρια κατανάλωση ενέργειας να μειωθεί κατά τουλάχιστον 9% για την περίοδο 2008-2016.

Οι συχνές-πυκνές παραπομπές της χώρας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπως οι πρόσφατες για ζητήματα  και τα τσουχτερά πρόστιμα που πληρώνει δεν αρκούν να «συνετίσουν» την Ελληνική Πολιτεία, που εξακολουθεί να «κωφεύει» και έτσι να παραμένει στο περιθώριο των εξελίξεων, καθηλωμένη σε αναπτυξιακές επιλογές του παρελθόντος που ικανοποιούν ίσως την εκλογική της πελατεία αλλά συσσωρεύουν σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα και δημιουργούνται συχνά μη αναστρέψιμες περιβαλλοντικές ζημιές. Παράλληλα, αφήνει ανεξέλεγκτη την αυξανόμενη κατανάλωση ενέργειας με τον λιγότερο βιώσιμο, τον πιο πρόχειρο και φτηνό τρόπο: λιγνίτης και μαζούτ για ηλεκτροπαραγωγή, αυτοκινητόδρομοι για τις μεταφορές, ενεργοβόρα κτίρια για τις οικιστικές ανάγκες.

Ωστόσο, η ενσωμάτωση Οδηγιών στο εθνικό μας δίκαιο είναι συχνά «κενό γράμμα» καθότι  αφενός δεν βασίζεται σε ικανούς θεσμούς και μηχανισμούς και αφετέρου η ίδια η Πολιτεία φαίνεται να τις αγνοεί και δεν συμμορφώνεται σε αυτές. Αναρωτιόμαστε: Όταν η ίδια η Πολιτεία δίνει το «κακό» παράδειγμα, τι να περιμένουμε τότε από τη Βιομηχανία και τις άλλες επιχειρήσεις; Όταν δεν επιτρέπει την ελεύθερη πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφόρηση και δεν εφαρμόζει τις διατάξεις «περί συμμετοχής των πολιτών στις αποφάσεις για έργα και προγράμματα για το περιβάλλον», τι περιθώρια δράσης έχουν οι ενεργοί πολίτες; 

Το ότι η Ελλάδα στην πιο κρίσιμη αναπτυξιακή της φάση στερείται Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας υποδηλώνει περίτρανα την έλλειψη ενδιαφέροντος για ότι συντελείται στην Ευρώπη στα ζητήματα ανάπτυξης, καθώς κάθε διαδικασία γίνεται έξω από τις σύγχρονες αντιλήψεις για την έννοια της αειφόρου ανάπτυξης με μόνο αναπτυξιακό άξονα τα «Μεγάλα Έργα». Απουσιάζει η κατάλληλη υποδομή που θα της επέτρεπαν, εφόσον υπήρχε πολιτική βούληση, να συμπορευτεί με τα άλλα κράτη μέλη στην κοινή προσπάθεια για την «πράσινη ενεργειακή επανάσταση» και να θεσπίσει καινοτόμα νομοθετήματα, κατάλληλες πολιτικές κινήτρων και κρατικών ενισχύσεων και να προωθήσει καινοτόμες εφαρμογές ενεργειακής απόδοσης, ώστε να υποστηρίξει τη στροφή προς μια ριζική αλλαγή του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης της ενέργειας.

Ταυτόχρονα εξακολουθεί να είναι η πιο σπάταλη και “βρώμικη” ενεργειακά χώρα στην Ε.Ε. και να παρουσιάζει μια από τις υψηλότερες αναλογίες εισαγόμενης ενέργειας και σταθερά αυξητική τάση της ζήτησης σε ενέργεια, η οποία σε συνδυασμό με τη συνεχώς μεταβαλλόμενη τιμή των ορυκτών καυσίμων, έχει σοβαρή επίπτωση τόσο στην εθνική οικονομία όσο και στο περιβάλλον (φαινόμενο του θερμοκηπίου).

Ωστόσο, η ενεργειακή απόδοση και η εξοικονόμηση ενέργειας αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της Ενεργειακής Πολιτικής της Ευρώπης, καθώς συμβάλλουν από κοινού στην επίτευξη τριών βασικών στόχων της κοινοτικής ενεργειακής πολιτικής: της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, της ανταγωνιστικότητας, της αειφόρου ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών του κλίματος. Αποδίδεται μεγάλη σημασία στην ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και των δομικών προϊόντων, όπου υπάρχει μεγάλο ανεκμετάλλευτο δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας και δραστικού περιορισμού της κατανάλωσης πετρελαίου και ηλεκτρικής ενέργειας και για το λόγο αυτό έχει εκδοθεί σειρά κοινοτικών Οδηγιών τη σημασία των οποίων η χώρα μας δε θέλει να κατανοήσει.

Ακόμη και Οδηγίες που έχει ενσωματώσει στο εθνικό της δίκαιο δεν τις εφαρμόζει:

o         Σύμφωνα με την Οδηγία 89/106/ΕΟΚ «για την ομαλή και ελεύθερη διακίνηση και εμπορία δομικών προϊόντων μεταξύ κρατών-μελών» τα δομικά προϊόντα πρέπει – μεταξύ άλλων – να εξοικονομούν ενέργεια και να συγκρατούν θερμότητα. Ωστόσο η  Ελλάδα δεν κατάργησε τα υφιστάμενα τεχνικά και άλλα εμπόδια και δεν έχει παρέμβει στον τρόπο παραγωγής τους.

o         Με την Οδηγία 93/76/ΕΟΚ για «τη σταθεροποίηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέσω της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων» αν και θέσπισε «όρους και προϋποθέσεις» δεν ολοκλήρωσε το θεσμικό πλαίσιο με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η πλήρης εφαρμογή της.

Αγνοεί τα όποια Σχέδια Δράσης, Αποφάσεις ή Οδηγίες της ΕΕ που έχουν εκδοθεί όπως:

o         «Για την ενεργειακή απόδοση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα: προς μια στρατηγική ορθολογικής χρήσης της ενέργειας» (1998), που δρομολόγησε συζητήσεις για υλοποίηση δράσεων εξοικονόμησης ενέργειας στην Ευρώπη,

o         το «Σχέδιο δράσης για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα» (2000),

o         την Οδηγία 2002/91/ΕΚ για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, που προβλέπει τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης για τα νέα κτίρια, βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των υφιστάμενων κτιρίων άνω των 1.000 τ.μ. όταν ανακαινίζονται και την ενεργειακή πιστοποίηση των κτιρίων

o         την Πράσινη Βίβλο (2005) για την ενεργειακή απόδοση[ii] σκοπός της οποίας είναι η επίτευξη των εξής τριών κύριων στόχων: βιώσιμη ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα και ασφάλεια εφοδιασμού,

o         την Οδηγία 2005/32/ΕΚ που θέσπισε απαιτήσεις για τον οικολογικό σχεδιασμό των προϊόντων που καταναλώνουν ενέργεια,

o         την Οδηγία 2006/32/ΕΚ για την ενεργειακή απόδοση κατά την τελική χρήση και τις ενεργειακές υπηρεσίες (κατήργησε την Οδηγία 93/76/ΕΟΚ), που θέσπισε έναν ενδεικτικό στόχο εξοικονόμησης ενέργειας που ισχύει για τα κράτη μέλη, υποχρεώσεις εξοικονόμησης ενέργειας και ενεργειακά αποδοτικών προμηθειών για τις εθνικές δημόσιες αρχές, προώθηση ενεργειακής απόδοσης και ενεργειακών υπηρεσιών, πιστοποίηση υλικών και προϊόντων, κλπ., όπου εκτιμάται ότι η εφαρμογή της θα αποφέρει κέρδος περίπου 40 εκατ. ΤΙΠ (τόνους ισοδύναμου πετρελαίου), έως το 2020.

o         Το «Σχέδιο Δράσης για την Ενεργειακή Απόδοση: Αξιοποίηση του δυναμικού» (2006), που καλύπτει περίοδο έξι ετών (2007-2012) που αποσκοπεί στην εκμετάλλευση του δυναμικού ενεργειακής απόδοσης κατά πλέον του 18 %, που ανέκαθεν υπήρχε, μέσω της αποτελεσματικής χρήσης της ενέργειας και της εξοικονόμησης ενέργειας που συνεπάγεται ανάπτυξη τεχνικών, προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ενεργειακής απόδοσης και μεταβολή της συμπεριφοράς, ώστε να μειωθεί η κατανάλωση ενέργειας και να διατηρηθεί, παράλληλα, η ίδια ποιότητα ζωής.

Η υλοποίηση του στόχου μείωσης κατά 20% της ετήσιας κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας έως το 2020 θα επιτρέψει τον περιορισμό των επιπτώσεων στις κλιματικές αλλαγές και της εξάρτησης της ΕΕ από την εισαγωγή ορυκτών καυσίμων. Ο στόχος αντιστοιχεί με ετήσια εξοικονόμηση 1,5% περίπου έως το 2020 και διασφαλίζει στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις ετήσια εξοικονόμηση της τάξης των 100 δις. ευρώ και 390 εκατομμυρίων τόνων Ισοδυνάμου Πετρελαίου, μειώνοντας  παράλληλα, μέχρι το 2012 τις εκπομπές του  CO2  της Ε.Ε., κατά περισσότερο από το διπλάσιο της τιμής που απαιτείται σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κιότο (κατά 780 εκατομμύρια τόνους ετησίως).

Λίγα είναι τα κράτη μέλη που δεν έχουν κάνει σημαντική πρόοδο στα ζητήματα ενεργειακής απόδοσης. Η Ελλάδα όμως είναι η μόνη που δεν έχει κάνει απολύτως τίποτε στον τομέα των κτιρίων και δομικών προϊόντων. 

Προτάσεις υπήρξαν και υπάρχουν. Πολιτική βούληση δεν υπάρχει. Έτσι, σε μια εποχή που απαιτεί συντονισμό και άμεσες εντατικές δράσεις ενεργειακής απόδοσης, ο δημόσιος τομέας και οι τοπικές και περιφερειακές υπηρεσίες αν και θα έπρεπε να διαδραματίζουν υποδειγματικό ρόλο και η εκπαίδευση, η κατάρτιση, οι εταιρίες ενεργειακών υπηρεσιών να αναδεικνύουν ικανά στελέχη διαχείρισης ενέργειας και ενεργειακών επιθεωρήσεων περί άλλων τυρβάζουν.

Κρίμα! Πολλές είναι οι ευκαιρίες που χάθηκαν και πολλές περισσότερες αυτές που εξακολουθούν να χάνονται: Το Έβδομο Πρόγραμμα-Πλαίσιο Έρευνας και Ανάπτυξης (2007-2013) και η ενεργειακή συνιστώσα του Προγράμματος-Πλαισίου για την Ανταγωνιστικότητα και την Καινοτομία μένουν αναξιοποίητα. Λίγες έως ελάχιστες είναι οι επενδύσεις σε ενεργειακώς αποδοτικότερα προϊόντα και υπηρεσίες της αγοράς και απουσιάζουν παντελώς οι μηχανισμοί και τα συστήματα κρατικών ενισχύσεων που αποσκοπούν στην περιβαλλοντική προστασία. Παντελής είναι και η έλλειψη δράσεων ευαισθητοποίησης και κινητοποίησης των δημόσιων αρχών, των καταναλωτών και της βιομηχανίας όσον αφορά την υψηλότερη ενεργειακή απόδοση.

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που  αντιμετωπίζει ο σύγχρονος κόσμος, είναι οι σοβαρές  επιπτώσεις, σε πλανητικό επίπεδο, από το υφιστάμενο καθεστώς διαχείρισης της ενέργειας. Ιδιαίτερα στις μέρες μας όπου η εθνική και διεθνής οικονομία δοκιμάζονται από τη συνεχή αύξηση των τιμών του πετρελαίου.

Η απεξάρτηση από αυτό αλλά και τα υπόλοιπα ορυκτά καύσιμα έχει γίνει πια κοινά αποδεκτή αναγκαιότητα. Η εξοικονόμηση ενέργειας είναι ο φθηνότερος και εξυπνότερος τρόπος αντιμετώπισης της ενεργειακής και περιβαλλοντικής κρίσης της εποχής μας και τα περιθώρια μοιάζουν πρακτικά απεριόριστα. Το σπάταλο (ενεργειακά) δημόσιο πρέπει να κάνει την αρχή. Η αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών μπορεί να ξεκινήσει άμεσα από τα κτίρια που ζούμε και εργαζόμαστε.



[i] Και όμως το 1995 είχε ήδη εκπονηθεί ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης με τίτλο «Ενέργεια 2001» για την πολιτική εξοικονόμησης ενέργειας στον οικιστικό τομέα, που υποστήριζε ουσιαστικά το Ελληνικό Πρόγραμμα για την Κλιματική Αλλαγή παρέχοντας σειρά μέτρων ενεργειακής απόδοσης για νέα και υφιστάμενα κτίρια και οικιστικά σύνολα, διαδικασία ενεργειακής πιστοποίησης και βαθμονόμησης των κτιρίων, και μέσων για υλοποίηση αυτών (θεσμικά, διοικητικά, οικονομικά κίνητρα, κλπ.) στη βάση του οποίου ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο η Οδηγία 93/76/ΕΟΚ για τον «περιορισμό και μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέσω της ενεργειακής απόδοσης». Για «άγνωστους» λόγους η Πολιτεία όχι μόνο δεν εφάρμοσε τίποτε από όλα αυτά, αλλά και τα «έθαψε».

[ii] «Ευρωπαϊκή στρατηγική για αειφόρο, ανταγωνιστική και ασφαλή ενέργεια».

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 76 11/07

Επιστροφή