Ενότητα :Θόρυβος |
Τίτλος : Συνήγορος του Πολίτη: Ηχορύπανση από μηχανολογικές εγκαταστάσεις ναών
|
Αρχή κειμένου ΤέλοςφόρμαςΑρχήφόρμαςΠΟΡΙΣΜΑ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ 17005/2003, 10873/1999 Ηχορύπανση από μηχανολογικές εγκαταστάσεις ναών Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Γεωργία Γιαννακούρου Επιστήμονας: Χρήστος Τσαϊτουρίδης Ημερομηνία δημοσίευσης: 17η Δεκεμβρίου 2004 Φυσικό περιβάλλον - Θόρυβος - Ηχορύπανση - Μηχανολογικές εγκαταστάσεις - Ναοί - Δικαίωμα στο περιβάλλον και δικαίωμα στη θρησκευτική λατρεία Η εκπομπή θορύβου από τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις των ναών, ειδικότερα από τις ηλεκτρικές καμπάνες και τις μεγαφωνικές εγκαταστάσεις συνιστά δυνητική πηγή ηχορύπανσης, σύμφωνα με την περιβαλλοντική νομοθεσία και το ειδικό προεδρικό διάταγμα για τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις, το οποίο θεσπίζει ανώτατα όρια εκπομπών για τις εγκαταστάσεις κάθε ΝΠΔΔ, συνεπώς και των ναών. Η υπαγωγή των κρίσιμων περιπτώσεων στην κανονιστική ρύθμιση δεν αντίκειται στην ελεύθερη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι το πρόβλημα εκπομπής θορύβου ανακύπτει, με βάση το ιστορικό των υποθέσεων, ιδίως λόγω της χρήσης των κωδωνοκρουσιών ως ωρολογίου και λόγω της τοποθέτησης και λειτουργίας μεγαφωνικών εγκαταστάσεων στον εξωτερικό χώρο των ναών. Ο Συνήγορος του Πολίτη πρότεινε την εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 1180/81 στις κρίσιμες περιπτώσεις, συνεπώς τον έλεγχο ως προς τα επιτρεπόμενα όρια θορύβου από τις αρμόδιες πολεοδομικές υπηρεσίες, καθώς και την έκδοση των σχετικών κοινών υπουργικών αποφάσεων περί περιορισμού της ηχορύπανσης που προβλέπονται στο άρθρο 14 του ν. 1650/86. Βασικές διαπιστώσεις και προτάσεις του πορίσματος (Αποσπάσματα) «…Στο Συνήγορο του Πολίτη (ΣτΠ) κατετέθη η υπ’ αριθμ. 10873/1999 αναφορά της κυρίας Ζ. Δ. που αφορά πρόβλημα ηχορύπανσης από τη λειτουργία του ηλεκτρομηχανολογικού συστήματος κρούσης των καμπανών του ναού της Ευαγγελιστρίας του οικισμού Γουρνών Πεδιάδος του Νομού Ηρακλείου, καθώς και από τη χρήση μεγαφωνικών εγκαταστάσεων για τη μετάδοση της θείας λειτουργίας. Η εισαγωγή του ανωτέρω συστήματος χρησιμοποιείται τόσο για την κρούση των καμπανών στο πλαίσιο της λειτουργίας του ναού, όσο και ως σύστημα λειτουργίας ωρολογίου. Επίσης, στο Συνήγορο του Πολίτη υπεβλήθη και η συναφής υπ. αριθμ. 17005/2003 αναφορά. Στην αναφορά αυτή, ο ενδιαφερόμενος κύριος Σ.Π. διαμαρτύρεται για την έντονη, σε καθημερινή βάση και ιδίως τις πρωινές ώρες, ηχορύπανση από τους κώδωνες και τις μεγαφωνικές εγκαταστάσεις της κοινοβιακής ιεράς μονής Αγίας Τριάδος – Αγίου Νεκταρίου της Μητρόπολης Γλυφάδας. …Επειδή οι οχλήσεις συνεχίστηκαν, το Πολεοδομικό Γραφείο της Ν. Α. Ηρακλείου, μετά από νεότερες αναφορές κατοίκων της περιοχής, προέβη σε νέα αυτοψία και μέτρηση του εκπεμπόμενου θορύβου. Σύμφωνα δε με το υπ’αριθμ. 3610-6-697/2026/14-07-1997 έγγραφο του Πολεοδομικού Γραφείου της Ν.Α. Ηρακλείου, η μέτρηση αυτή πραγματοποιήθηκε στο χρονικό διάστημα 07:00-10:00, την 13-07-1997 (ημέρα Κυριακή). Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, η στάθμη θορύβου στις 07:00, 07:40 και 08:30, από τα χτυπήματα των δύο (2) καμπανών υπερέβη τα 100 dB(A), ενώ στις 09:45, η στάθμη θορύβου από εναλλάξ χτυπήματα καμπανών κυμάνθηκε μεταξύ 85 και 90 dB(A)[1], ενώ τέλος στις 10:00, η συνολική στάθμη θορύβου προερχόμενη από τη μεσαία σε μέγεθος καμπάνα, μετά από δέκα (10) χτυπήματα με ρυθμό 1 χτύπημα/ώρα ανήλθε στα 90 dB(A)[2]. Περαιτέρω, επειδή το Πολεοδομικό Γραφείο Ηρακλείου έκρινε ότι το αυτοματοποιημένο σύστημα κρούσης των καμπανών εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του π.δ. 1180/81, σύμφωνα με το οποίο «...πάσης φύσεως μηχανολογικές εγκαταστάσεις απαιτούν άδεια λειτουργίας…», ενώ παράλληλα διαπιστώθηκε υπέρβαση του ανωτάτου επιτρεπόμενου ορίου θορύβου [50 dB(A)] του άρθρου 2 παρ. 5 του π.δ. 1180/81. Εν όψει των στοιχείων αυτών, η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία εισηγήθηκε, βάσει του άρθρου 30 παρ. 2 του ν. 1650/86, στο Νομάρχη Ηρακλείου τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις: α) τη διακοπή της λειτουργίας του αυτόματου μηχανισμού κρούσης των καμπανών στο πλαίσιο της θείας λειτουργίας. β) τη διακοπή της λειτουργίας του αυτόματου μηχανισμού κρούσης των καμπανών για τη λειτουργία του ρολογιού, και γ) την, βάσει του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 1650/86, επιβολή διοικητικού προστίμου στον εφημέριο του ναού, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του με τις ανωτέρω υποδείξεις. Το Πολεοδομικό Γραφείο Ηρακλείου προέβη μετά από ένα (1) μήνα (13-08-1997) σε νεότερη αυτοψία και μέτρηση θορύβου, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι η στάθμη θορύβου από τη σήμανση των ωρών, μέσω του μηχανισμού κρούσης των καμπανών, κυμάνθηκε στα 82 dB(A), ενώ κατά την έναρξη της θείας λειτουργίας η στάθμη θορύβου κυμάνθηκε μεταξύ 84-90 dB(A). Κατόπιν αυτού, το Πολεοδομικό Γραφείο εισηγήθηκε στο Νομάρχη Ηρακλείου την επιβολή διοικητικού προστίμου λόγω μη συμμόρφωσης με τις προηγούμενες υποδείξεις. …Οι λόγοι μη επιβολής διοικητικών κυρώσεων, αναφέρονται στο υπ’ αριθμ. 365/07-11-1997 έγγραφο του Νομάρχη Ηρακλείου προς τον Σεβασμιότατο Αρχιεπίσκοπο Κρήτης. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ότι οι εισηγήσεις του υπαλλήλου που διενήργησε τις δύο (2) τελευταίες αυτοψίες δεν απηχούσαν παρά μόνο τις προσωπικές του απόψεις, καθώς και ότι το ζήτημα της κοινοποίησης των εν λόγω εγγράφων της αυτοψίας στους ενδιαφερόμενους θεωρείτο διαρροή εγγράφου και για το λόγο αυτό θα αντιμετωπιζόταν διοικητικά. Επιπλέον, στο έγγραφο αυτό ο Νομάρχης Ηρακλείου εξέφρασε την άποψη ότι το ζήτημα του θορύβου από τη λειτουργία των καμπανών του ναού όχι μόνο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί θορύβου (π.δ. 1180/81), αλλά και ότι το αίτημα των θιγομένων πολιτών αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1003 του Αστικού Κώδικα (περιορισμοί κυριότητας-εκπομπές). …Ο ΣτΠ ζήτησε εκ νέου, με το από 08-08-2001 έγγραφό του, τη μέτρηση του επιπέδου του παραγόμενου θορύβου και διευκρίνισε ότι, σε κάθε περίπτωση, η χρήση των καμπανών για τη λειτουργία του ωρολογίου προφανώς δεν σχετίζεται με την άσκηση της θρησκευτικής λατρείας. Το αίτημα της Αρχής αποδέχθηκε τελικά το Πολεοδομικό Γραφείο της Ν.Α. Ηρακλείου και, μετά από διενέργεια αυτοψίας, διαπίστωσε ότι ο παραγόμενος θόρυβος ήταν 82 dB(A) (έγγραφο υπ’αριθμ. 5630/04-10-2001). Κατόπιν αυτού, ο Συνήγορος του Πολίτη, με τα από 29-07-2002 και 20-12-2002 έγγραφά του προς τη Διεύθυνση ΕΑΡΘ και Νομοθετικού Έργου του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. αντίστοιχα, εξέθεσε τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης και της επισήμως καταγεγραμμένης ηχορύπανσης και αναζήτησε την άποψη των εν λόγω εξειδικευμένων υπηρεσιών για το εξεταζόμενο ζήτημα και, ειδικότερα, για το κατά πόσον τα θρησκευτικά ΝΠΔΔ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 1180/81. Επίσης, η Αρχή τόνισε, στα ανωτέρω έγγραφα, την ύπαρξη γενικότερου προβλήματος σε πολλά μέρη της Ελλάδας και επεσήμανε ότι το κρίσιμο π.δ. αναφέρεται σε εν γένει ΝΠΔΔ, χωρίς να εξαιρεί τα ΝΠΔΔ με θρησκευτικό χαρακτήρα. Οι θέσεις της Διεύθυνσης ΕΑΡΘ, όπως διατυπώθηκαν στο από 10.09.2002 έγγραφο που απεστάλη στο Συνήγορο του Πολίτη, ήταν ότι: α) «για τους ηλεκτρικούς κώδωνες, τα παραδοσιακά σήμαντρα και τις εσωτερικές μικροφωνικές εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται στους Ιερούς Ναούς …δεν υφίσταται τεχνική νομοθεσία που να απαγορεύει τη χρήση τους ή να καθορίζει ανώτατα επιτρεπτά όρια εκπομπής στάθμης ηχητικής πίεσης, μεθόδους μέτρησης…» β) «…Οι εξωτερικές μεγαφωνικές εγκαταστάσεις των Ιερών Ναών … δεν θεωρούνται σταθερές μηχανολογικές εγκαταστάσεις και επομένως δεν έχουν εφαρμογή οι ανώτατες επιτρεπόμενες στάθμες ηχητικής πίεσης που αναφέρονται σ’ αυτό [π.δ.]…». Εντούτοις, η Διεύθυνση ΕΑΡΘ αναγνώρισε την ύπαρξη σοβαρού προβλήματος «…λόγω των συνεχώς αυξανόμενων παρόμοιων καταγγελιών…» και ανέφερε την πρόθεσή της να «…έλθει σε συνεννόηση με την Εκκλησία της Ελλάδος…», μνημονεύοντας μάλιστα ορισμένα μέτρα για την εξασφάλιση της ησυχίας των πολιτών, όπως «…ρύθμιση της έντασης του ήχου των εξωτερικών μεγαφωνικών εγκαταστάσεων, πιθανή κατάργηση των κτύπων των ρολογιών των Ναών …, ρύθμιση της έντασης των κωδωνοκρουσιών…». Από την πλευρά της, η Διεύθυνση Νομοθετικού Έργου - αφού παρέπεμψε καταρχάς, στην θέση της ΕΑΡΘ, ως «αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου για τα θέματα αυτά» - υιοθέτησε με το από 23.09.2003 έγγραφό της την άποψη ότι οι ρυθμίσεις του π.δ. 1180/81 έχουν εφαρμογή «…στις μόνιμες και σταθερές εγκαταστάσεις …, οι οποίες υπόκεινται στον έλεγχο του Υπουργείου Βιομηχανίας…», ενώ «…και αν ακόμη υποτεθεί ότι λόγω ελλείψεως σχετικής ειδικής νομοθετικής ρύθμισης θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν αναλογικά οι διατάξεις του ως άνω π.δ. 1180/81 στις περιπτώσεις αυτές...», τότε πρέπει να εφαρμοσθούν οι οικείες διατάξεις του Κτιριοδομικού Κανονισμού για τη μέτρηση του θορύβου. …Κατά τη διερεύνηση της υπ. αριθμ. 17005/2003 αναφοράς οι παραπάνω θέσεις των αρμοδίων υπηρεσιών του ΥΠΕΧΩΔΕ ήταν γνωστές στον Συνήγορο του Πολίτη. Η Αρχή έστειλε προς τη Διεύθυνση ΕΑΡΘ και προς τη Διεύθυνση Πολεοδομίας το από 08.06.2004 έγγραφο, με το οποίο επεσήμανε ότι η πρώτη υπηρεσία δεν είχε απαντήσει εγγράφως στην σχετική αίτηση του αναφερόμενου και ότι η δεύτερη δεν είχε αιτιολογήσει επαρκώς την παραπομπή της αντίστοιχης αίτησης προς τη Ναοδομία Αθηνών. Ο Συνήγορος του Πολίτη επεσήμανε ότι οι μονές, όπως και οι ναοί, είναι ΝΠΔΔ και ζήτησε από το ΥΠΕΧΩΔΕ να απαντήσει στην αίτηση του ενδιαφερόμενου, ενώ αντιστοίχως ζήτησε από την αρμόδια Πολεοδομία να προβεί σε μέτρηση εκπομπών θορύβου. Σε μεταγενέστερη τηλεφωνική επικοινωνία της Αρχής με την Ε.Α.Ρ.Θ., συμφωνήθηκε η διενέργεια αυτοψίας και μέτρησης από την εν λόγω υπηρεσία. Πράγματι, με το από 05.07.04 έγγραφό της η Ε.Α.Ρ.Θ. ενημέρωσε την Αρχή ότι πραγματοποίησε αυτοψία στον κρίσιμο χώρο «στα πλαίσια της ανάγκης περιορισμού και ελέγχου του θορύβου γύρω από ευαίσθητους χώρους κατοικιών». Η υπηρεσία επανέλαβε μεν τις θέσεις της επισημαίνοντας ότι, κατά την άποψή της, «δεν έχουν θεσμοθετηθεί ανώτατες τιμές στάθμης θορύβου από παραδοσιακά σήμαντρα, διότι δεν θεωρούνται μόνιμες μηχανολογικές εγκαταστάσεις», ωστόσο αναγνώρισε και κατέγραψε αναλυτικά το συγκεκριμένο πρόβλημα ηχορύπανσης. Ειδικότερα, η υπηρεσία κατέληξε στο συμπέρασμα «ότι, όταν λειτουργούν τα σήμαντρα της Ι. Μονής, υπάρχει επιβάρυνση του θορύβου βάθους της περιοχής κατά 27dB(A)». Προέβη μάλιστα σε σύσταση στον υπεύθυνο της Ιεράς Μονής «να μειώσει την ένταση του ήχου των σημάντρων, κατά 10dB (A), ώστε να επιτευχθεί ο υποδιπλασιασμός της προκαλούμενης ενόχλησης». …Ο κοινός νομοθέτης εξειδίκευσε στο βασικό περιβαλλοντικό νόμο την προστασία από την ηχορύπανση ως μορφή προστασίας του περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης στο νόμο 1650/86 (για την προστασία του περιβάλλοντος), ο οποίος, μεταξύ άλλων, έχει ως βασικό στόχο τη «διασφάλιση της ανθρώπινης υγείας και από τις διάφορες μορφές υποβάθμισης του περιβάλλοντος και ειδικότερα από τη ρύπανση και τις οχλήσεις» (άρθρο 1), όρισε ότι ως ρύπανση νοείται «…η παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, δηλαδή κάθε είδους ουσιών, θορύβου … σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια που μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία…» (άρθρο 2). Επίσης, στο άρθρο 14 του ν. 1650/86 προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις για την «προστασία από το θόρυβο». Τέλος, το κρίσιμο νομικό πλαίσιο για την προστασία από το θόρυβο συμπληρώνεται, σε ό,τι αφορά τις κρίσιμες εγκαταστάσεις, με το π.δ. 1180/81 που αφορά την προστασία του περιβάλλοντος από τη λειτουργία βιομηχανιών, βιοτεχνιών, αποθηκών και πάσης φύσεως μηχανολογικών εγκαταστάσεων. Συνεπώς, το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της θρησκείας θα πρέπει να ασκείται σε εναρμόνιση με τα δικαιώματα των ατόμων και τις υποχρεώσεις του κράτους που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, οι ισχύοντες συνταγματικοί και νομοθετικοί κανόνες δικαίου, οι οποίοι ρυθμίζουν το ανώτατο όριο εκπομπών θορύβου, πρέπει να γίνονται σεβαστοί από τα θρησκευτικά ΝΠΔΔ στο πλαίσιο της οργάνωσης της θρησκευτικής λατρείας, ενώ, παράλληλα, η Διοίκηση οφείλει να μεριμνεί για την πιστή τήρηση της εφαρμογής των κανόνων αυτών. …Αρχικά, ο Συνήγορος του Πολίτη οφείλει να επισημάνει, σχετικά με την ερμηνεία του κρισίμου π.δ., ότι αυτό πρέπει να θεωρηθεί στοιχείο της ευρύτερης νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς τα κύρια θέματα που ρυθμίζει είναι η μόλυνση και η ρύπανση του περιβάλλοντος και η θέση επιτρεπόμενων ορίων εκπομπής για μηχανολογικές εγκαταστάσεις βιομηχανικής δραστηριότητας αλλά και πάσης φύσεως. Χαρακτηριστικές είναι δε οι διατάξεις των ακόλουθων άρθρων: α) Στους ορισμούς του άρθρου 1 «δια την εφαρμογήν του παρόντος Διατάγματος» μνημονεύονται το «περιβάλλον» και η «ρύπανσις», η οποία έγκειται στην άμεση ή έμμεση «εκπομπή εις των εν γένει περιβάλλον …θορύβου…» σε τέτοια ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια που μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στην υγεία του ανθρώπου. β) Ειδικότερα, στο άρθρο 1 παρ. η) προβλέπεται ότι η μέριμνα του νομοθέτη αφορά, «ανεξαρτήτως βιομηχανικής δραστηριότητος», κάθε περίπτωση εγκατάστασης, αποθήκης και γενικά «πάσης φύσεως μηχανολογικαί εγκαταστάσεις … αι οποίαι τελούν υπό εκμετάλλευσιν ή κατοχήν φυσικών προσώπων ή του Δημοσίου ή των Ο.Τ.Α. ή ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ, εκ της λειτουργίας ή χρήσεως των οποίων δύναται να προκύψει ρύπανσις του εν γένει περιβάλλοντος». γ) Ομοίως, στο άρθρο 5 παρ. 2,3 διευκρινίζεται ρητώς ότι «…πάσης φύσεως μηχανολογικαί εγκαταστάσεις, δι ας δεν απαιτείται κατά τας κείμενας διατάξεις άδειαι λειτουργίας υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος…» και ότι «Εις πάσας τας εγκαταστάσεις δέον όπως κατά την λειτουργίαν των λαμβάνονται πάντα τα αναγκαία μέτρα προς προστασίαν του περιβάλλοντος». Υπενθυμίζεται ότι στο κρίσιμο άρθρο 14 του ν. 1650/86 σχετικά με την προστασία από το θόρυβο, όπως αναφέρεται ανωτέρω, ορίζεται στην παρ. 4 ότι «Έργα και δραστηριότητες που προκαλούν θόρυβο είναι ιδίως: βιομηχανικές και βιοτεχνικές…». Στην επόμενη παράγραφο προβλέπεται η έκδοση ΚΥΑ για την επιβολή περιορισμών «στα έργα και τις δραστηριότητες» της παραγράφου 4 για την αποτροπή της ηχορύπανσης. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, δεν έχουν εκδοθεί τέτοιες υπουργικές αποφάσεις με «ειδική τεχνική νομοθεσία» για τις δραστηριότητες και τα έργα που καταγράφονται ρητά στην κρίσιμη παράγραφο. Όμως, η έλλειψη τέτοιας νομοθεσίας δεν συνιστά κενό νόμου ενόψει των ρυθμίσεων του άρθρου 24 Σ, όπως έχει άλλωστε αποφανθεί το ΣτΕ με πάγια νομολογία του, και, εν προκειμένω, ενόψει των ρυθμίσεων του π.δ. 1180/81. Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι την ευθύνη για τον έλεγχο της μέτρησης των ηχητικών εκπομπών από τις εγκαταστάσεις που προβλέπονται στο εν λόγω π.δ. έχουν πλέον, ως γνωστόν, η αρμόδια Διεύθυνση ΕΑΡΘ του ΥΠΕΧΩΔΕ και οι αρμόδιες Διευθύνσεις Πολεοδομίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων ενόψει των κρισίμων περιβαλλοντικών διατάξεων. Επομένως, το επιχείρημα του ΥΠΕΧΩΔΕ για τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του π.δ. στις εγκαταστάσεις που αδειοδοτούνται από το Υπουργείο Βιομηχανίας και Ενέργειας (νυν Υπουργείο Ανάπτυξης) δεν ευσταθεί. Με βάση τη συστηματική, τη γραμματική, αλλά και την τελολογική ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει η ratio της ρύθμισης σχετικά με τον καθορισμό των πηγών θορύβου, των φορέων που εκμεταλλεύονται ή κατέχουν τέτοιες πηγές – εγκαταστάσεις και των περιορισμών στους οποίους επιβάλλονται. Συγκεκριμένα, ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί ότι, για λόγους προστασίας δημοσίου συμφέροντος, η βούληση του νομοθέτη αλλά και ο σκοπός των κρισίμων ρυθμίσεων του π.δ. συντείνουν αφενός σε ευρύτατο καθορισμό της ηχορύπανσης από κάθε είδους μηχανολογικές εγκαταστάσεις και αφετέρου σε εξίσου ευρύτατο καθορισμό των φορέων – υπευθύνων της ρύπανσης. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι σε αυτούς ανήκει, το σύνολο του δημοσίου τομέα και κάθε φορέα δημόσιας εξουσίας, για τους οποίους η ευθύνη για τη ρύπανση είναι, προφανώς, αυξημένη. Από τις ανωτέρω σκέψεις και διαπιστώσεις πηγάζει η θέση της Αρχής ότι οι ενορίες με τους ενοριακούς ναούς τους, οι μονές με τους ναούς τους, οι Μητροπόλεις και τα λοιπά θρησκευτικά ΝΠΔΔ που ορίζονται στο ν. 590/77 (άρθρο 1 παρ. 4) περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας, υπάγονται, ως ΝΠΔΔ, στις ρυθμίσεις του π.δ., καθώς στο άρθρο 1 παρ. η) μνημονεύονται οι μηχανολογικές εγκαταστάσεις χωρίς καμία ειδική – εσωτερική διάκριση ή διαφοροποίηση ή εξαίρεση μεταξύ των ΝΠΔΔ. Είναι εύλογο να θεωρηθεί, επομένως, ότι ο νομοθέτης δεν θέλησε να εξαιρέσει τα κρίσιμα ΝΠΔΔ, η λειτουργία των οποίων και τα ζητήματα που προκύπτουν από τις εγκαταστάσεις τους ήταν ασφαλώς ευρέως γνωστή στο νομοθέτη και τους πολίτες. Η ηχορύπανση από τη λειτουργία ναών συνιστά, ως μορφή περιβαλλοντικής υποβάθμισης, πηγή διακινδύνευσης της δημόσιας υγείας και της κοινής ησυχίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόσφατη νομολογία πολιτικών δικαστηρίων αναγνωρίζει την ηχορύπανση, ακόμα και από εγκαταστάσεις κωδωνοστασίου ναών, ως μορφή προσβολή της προσωπικότητας, η οποία νοείται ως την ιδιωτικού δικαίου έκφανση του δικαιώματος στο περιβάλλον. Συγκεκριμένα, η υπ. αριθμ. 2145/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου σχετικά με την ηχορύπανση από Κ.Υ.Δ. που λειτουργεί εντός αισθητικού δάσους κρίνει επί της προσβολής της προσωπικότητας από τη χρήση ηχητικών οργάνων, καθώς εκτιμά ότι «το δικαίωμα χρήσεως και απολαύσεως» των κοινοχρήστων, όπως ο ατμοσφαιρικός αέρας, η θάλασσα κ.λ.π. «αποτελεί … την ιδιωτικού δικαίου έκφανση του δικαιώματος στο περιβάλλον…». Επίσης, στην υπ. αριθμ. 1214/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, σχετικά με την βλάβη της ψυχικής υγείας προσώπου εξ αιτίας ηχορύπανσης προκαλούμενης από κωδωνοστάσιο γειτονικού ναού, περιέχονται κρίσιμες σκέψεις που συνάδουν με τα επιχειρήματα της Αρχής που αναπτύσσονται στο παρόν. Στην τελευταία αυτή απόφαση το δικαστήριο: α) Επισημαίνει ότι «οι καμπάνες των κωδωνοστασίων των εκκλησιών» περιλαμβάνονται σύμφωνα με την οικεία αστυνομική και υγειονομική νομοθεσία στις «εγκαταστάσεις που παράγουν θόρυβο» και στα σχετικά «ηχητικά όργανα» και, επομένως, τίθεται ζήτημα προστασίας της ψυχικής υγείας και της προσωπικότητας των γειτόνων, β) αναφέρει μεν, ορθά, ότι «δεν υπάρχει ειδική νομοθεσία που να προβλέπει το ανεκτό όριο θορύβου που εκπέμπεται από κωδωνοστάσια εκκλησιών», ωστόσο επιχειρεί, στο πλαίσιο επίλυσης αστικής φύσεως διαφοράς, ανάλογη εφαρμογή των οικείων υγειονομικών, αστυνομικών και ποινικών διατάξεων. «Μια αναλογία ανοχής … παρέχουν άλλες ρυθμίσεις», σύμφωνα με τη χαρακτηριστική διατύπωση της απόφασης, σύμφωνα με την οποία, μάλιστα, έχει γίνει δεκτό και αξιολογηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο οι σχετικές μετρήσεις του ΥΠΕΧΩΔΕ. Ενόψει, επομένως, της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και δη της προστασίας του περιβάλλοντος από την ηχητική ρύπανση, η οποία επιβαρύνει και τη δημόσια υγεία, είναι προφανές ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτή η εκτίμηση για εξαίρεση των κρισίμων θρησκευτικών ΝΠΔΔ από το πεδίο εφαρμογής των σχετικών ρυθμίσεων. Σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας μία τέτοια εξαίρεση θα έπρεπε να είχε ρητό χαρακτήρα και να έχει περιληφθεί σε ειδική νομοθετική ρύθμιση. Επομένως, το επιχείρημα της Διεύθυνσης ΕΑΡΘ ότι δεν «υφίσταται τεχνική νομοθεσία» για τις κρίσιμες εγκαταστάσεις των ναών, πρέπει, αντίθετα με το συμπέρασμα της ΕΑΡΘ, προφανώς να εκτιμηθεί ως πρόσθετος λόγος υπαγωγής των περιπτώσεων αυτών στις ρυθμίσεις του π.δ. 1180/81. Άλλωστε, μία εξαίρεση σε ό,τι αφορά τους ναούς θα ήταν ίσως νοητή χάριν προστασίας κάποιου υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, του οποίου εύλογα δεν γίνεται επίκληση από τις αρμόδιες Διευθύνσεις. Η δε τυχόν επίκληση της προστασίας της θρησκευτικής λατρείας προφανώς, ενόψει όσων ήδη έχουν αναπτυχθεί, δεν μπορεί να προβληθεί ως λόγος εξαίρεσης. Με βάση τα παραπάνω, πρέπει, ακόμη, να σημειωθεί ότι ο περιορισμός των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων σε «σταθερές» μηχανολογικές εγκαταστάσεις, οι οποίες υπόκεινται στον έλεγχο του Υπουργείου Βιομηχανίας, όπως υποστηρίζεται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις του ΥΠΕΧΩΔΕ, δεν βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις του διατάγματος. Σε καμία διάταξη δεν γίνεται τέτοια ρητή αναφορά, αντίθετα δε γίνεται ρητά πρόβλεψη για υπαγωγή κάθε είδους εγκατάστασης στις εν λόγω διατάξεις, ανεξάρτητα από την αδειοδοτούσα αρχή, όπως προεκτέθηκε. Άλλωστε, η έννοια της εγκατάστασης εμπεριέχει το σταθερό χαρακτήρα του μηχανήματος, ενώ η αναφορά σε «μόνιμες» εγκαταστάσεις προφανώς περιορίζει υπέρμετρα και αδικαιολόγητα το γενικό πεδίο εφαρμογής του νόμου. Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι τα παραδοσιακά σήμαντρα, οι ηλεκτρικοί κώδωνες και οι εσωτερικές μικροφωνικές εγκαταστάσεις των ναών είναι «σταθερές» και «μόνιμες» εγκαταστάσεις. …Ο Συνήγορος του Πολίτη διαπιστώνει ότι το πρόβλημα της εκπομπής θορύβου από μηχανολογικές εγκαταστάσεις ναών (ενοριών ως ΝΠΔΔ) συνιστά, σε πολλές περιπτώσεις, καθ’ όλη την επικράτεια, πρόβλημα ηχορύπανσης και, επομένως, πρόβλημα υποβάθμισης του περιβάλλοντος και διακινδύνευσης της δημόσιας υγείας. Το κρίσιμο πρόβλημα είναι γνωστό στις αρμόδιες εκκλησιαστικές αρχές, οι οποίες έχουν κατά καιρούς εκδώσει ειδικές οδηγίες για τον περιορισμό του. …Η μη εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 1180/81 από τις κατά νόμο αρμόδιες υπηρεσίες, σε περιπτώσεις όπως οι εξετασθείσες, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. …Με βάση τα παραπάνω, ο Συνήγορος του Πολίτη προτείνει προς τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες του ΥΠΕΧΩΔΕ : 1. Την άμεση εφαρμογή των κρισίμων διατάξεων του π.δ. 1180/81 στις ανωτέρω υποθέσεις με κάθε νόμιμο μέσο, ιδίως δε τη διενέργεια αυτοψιών και την επιβολή κυρώσεων αρμοδίως σε περίπτωση υπέρβασης των επιτρεπόμενων ορίων θορύβου. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 5 του π.δ. 1180/81, το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο θορύβου σε περιοχές που επικρατεί το αστικό στοιχείο είναι 50 DB. 2. Την έκδοση ερμηνευτικής εγκυκλίου από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΧΩΔΕ με σκοπό την αναγνώριση της υπαγωγής των θρησκευτικών ΝΠΔΔ στις διατάξεις του π.δ. 1180/81 (άρθρο 1 παρ. η) ως δυνητικών πηγών – φορέων ηχορύπανσης από τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις τους. 3. Την έκδοση των σχετικών κοινών υπουργικών αποφάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 1650/86.»… Σχόλιο Η έκδοση του παρόντος πορίσματος (το οποίο δημοσιεύεται στην πλήρη μορφή του στην ιστοσελίδα της Αρχής) υπήρξε το αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας και διαμεσολάβησης της Αρχής σε δύο υποθέσεις, όπου οι ελεγχόμενες υπηρεσίες είχαν καταγράψει το πρόβλημα εκπομπής έντονου θορύβου από τις κωδωνοκρουσίες για τη σήμανση της ώρας και από τη μετάδοση της θείας λειτουργίας μέσω μεγαφωνικών εγκαταστάσεων τοποθετημένων στο εξωτερικό των εκκλησιών. Η ιδιαίτερη σημασία του πορίσματος της Αρχής ως προς τη θεωρία και πράξη του δικαίου περιβάλλοντος έγκειται α) στην αναγνώριση - με βάση την ερμηνεία του Συντάγματος, του ν. 1650/86 και του π.δ. 1180/81 - ότι η εκπομπή θορύβου από τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις ναών συνιστά δυνητική ηχορύπανσης, β) η οποία υπάγεται στο περιεχόμενο της νομικής έννοιας της προσβολής του ακουστικού περιβάλλοντος και γ) πρέπει να υπαχθεί τυπικά και ουσιαστικά σε κανονιστική ρύθμιση και διοικητικό έλεγχο. Περαιτέρω, η Αρχή εκτίμησε ότι το δικαίωμα στην ελεύθερη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας μπορεί χωρίς δυσχέρειες να εναρμονιστεί με το δικαίωμα στο φυσικό περιβάλλον, υπό την εκδοχή της προστασίας από τον έντονο θόρυβο (όπως έχει ουσιαστικά δεχθεί η νομολογία αστικών δικαστηρίων), μέσω της κανονιστικής ρύθμισης που προβλέπει ανώτατα όρια εκπομπών θορύβου για τις μηχανολογικές – ηλεκτρικές εγκαταστάσεις ναών. Το πόρισμα επιμένει ότι η άρνηση της Διοίκησης να προβεί σε επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση διαπιστωμένης ηχορύπανσης, με την επίκληση της έλλειψης ειδικής νομοθεσίας, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, καθώς το οικείο π.δ. δεν προβλέπει εξαιρέσεις σε σχέση με τις εγκαταστάσεις θρησκευτικών ΝΠΔΔ και την εκπομπή θορύβου από αυτές[3]. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Συνήγορος του Πολίτη έχει χειριστεί και ερευνά δεκάδες υποθέσεις σχετικά με ηχορύπανση, ιδίως από καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, και έχει εκδώσει στο παρελθόν δύο πορίσματα σχετικά με την ηχορύπανση από τη λειτουργία σταθμού λεωφορείων και από την αποκομιδή απορριμμάτων κατά τις ώρες κοινής ησυχίας (υποθέσεις 1666/1999 και 2352/1999, 9374/1999 αντίστοιχα). Η ανταπόκριση της Διοίκησης υπήρξε θετική από την πλευρά της αρμόδιας υπηρεσίας – Διεύθυνσης ΕΑΡΘ του ΥΠΕΧΩΔΕ, η οποία ενημέρωσε την Αρχή ότι, με πρωτοβουλία της, συγκάλεσε σύσκεψη των αρμοδίων υπηρεσιών και φορέων (με εκπροσώπηση του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων και της Εκκλησίας της Ελλάδας) με θέμα της εκπόνηση σχετικής ΚΥΑ, σε εφαρμογή του άρθρου 14 του ν. 1650/86, το οποίο προβλέπει την έκδοση αποφάσεων για την προστασία από το θόρυβο. Ωστόσο, στη συνέχεια δημοσιοποιήθηκαν μέσω των Μ.Μ.Ε. σοβαρές επιφυλάξεις του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, οι οποίες, ωστόσο, δεν έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα εγγράφως. [1] Οι κωδωνοκρουσίες αυτές ήταν στο πλαίσιο της θείας λειτουργίας. [2] Τα χτυπήματα αυτά σήμαναν τη 10η ώρα της ημέρας. [3] Το παρόν πόρισμα παρουσιάζεται κα σχολιάζεται εκτενώς από τη Χαρίκλεια Αθανασοούλου, στο Περιβάλλον και Δίκαιο, 2005, τ. 1, σελ. 144 - 148 |
                     |