Ενότητα :Tεύχος 77, Δεκέμβριος 2007 |
Τίτλος : Κρομμύδας Τάσος, Συνδικάτα, λιγνίτης και περιβάλλον
|
Αρχή κειμένου Tάσος Κρομμύδας Η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ ποτέ δεν φημιζόταν για της περιβαλλοντικές της ευαισθησίες. Όμως ακόμα και όσοι παρακολουθούσαν τις θέσεις και τις δραστηριότητές της δεν μπορούσαν παρά να σοκαριστούν από το πλήθος και το περιεχόμενο απανωτών πρόσφατων αποφάσεων και ανακοινώσεών της οι οποίες αδιάλλακτα και καταγγελτικά υποστηρίζουν την αμείωτη χρήση λιγνίτη στη χώρα μας. Χαρακτηριστικά σταχυολογούμε ανακοίνωση της 25ης Σεπτεμβρίου με τίτλο “Μήπως το πρόστιμο στη ΔΕΗ ΑΕ για τη μόλυνση του περιβάλλοντος δεν είναι και τόσο αθώο;” στην οποία δηλώνεται (χωρίς ερωτηματικό) “Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρόστιμα «πέφτουν» σε χρονικές στιγμές που συζητείται το μίγμα καυσίμου στην ηλεκτροπαραγωγή και προς πιο [sic] καύσιμο πρέπει να στραφούμε. Συμφέροντα πιέζουν προς συγκεκριμένα καύσιμα”. Η απόφαση του ΔΣ της ΓΕΝΟΠ της 4ης Οκτωβρίου συμπυκνώνει το πνεύμα πολλών προγενέστερων και ακόλουθων ανακοινώσεων δηλώνοντας πως “Ο λιγνίτης αποτελεί το εθνικό μας καύσιμο και σε καμία περίπτωση δεν θα δεχτούμε την μείωσή του”. Αξίζει να επισημανθεί πάντως και η σοκαριστική για την περιβαλλοντική και ανθρωπιστική της αναλγησία αναφορά σε ανακοίνωση της 13ης Νοεμβρίου πως “Αποτέλεσμα αυτών των επιλογών θα είναι […] η μετατροπή των λιγνιτικών περιοχών σε «κρανίου» τόπο”, αυτό τη στιγμή που η Κοζάνη είναι μια από τις πιο επιβαρυμένες σε περιβαλλοντική υποβάθμιση, ρύπανση και ασθένειες περιοχές της Ευρώπης! Με την κλιματική αλλαγή να αποτελεί ομόφωνα πλέον την μεγαλύτερη απειλή για την ανθρωπότητα και η αντιμετώπισή της να απαιτεί μια τεράστια επανάσταση στο πώς παράγουμε και καταναλώνουμε ενέργεια, είναι κάπως λυπηρό να χρειάζεται να ξανα-τονίσουμε το ρόλο του λιγνίτη ως το νο 1 εχθρό του περιβάλλοντος στην Ελλάδα: Οι εκπομπές μόνο από τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ αποτελούν το 35% των συνολικών εθνικών εκπομπών CO2 και είναι κατά 77% περισσότερες από τις εκπομπές ολόκληρου του τομέα μεταφορών! Την ίδια στιγμή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο -ακολουθώντας το παράδειγμα της επιστημονικής κοινότητας- σχεδόν ομόφωνα κάλεσε τις βιομηχανικές χώρες (όπως η Ελλάδα) να μειώσουν τις εκπομπές τους στο 40-20% των σημερινών μέχρι το 2050. Οι πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν τις παρατάξεις της ΓΕΝΟΠ και ταυτόχρονα θέλουν να παρουσιάσουν εικόνα και έργο φιλοπεριβαλλοντικών πολιτικών, οφείλουν να διατυπώσουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη θέση τους απέναντι σε αυτό το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα της χώρας, δηλαδή το αν υποστηρίζουν την άμεση και δραστική μείωση της χρήσης λιγνίτη σε μεγέθη κατά πολύ μικρότερα των σημερινών. Κεντρικό κριτήριο των διαμαρτυριών των συνδικαλιστών φαίνεται πως είναι η διατήρηση των θέσεων εργασίας στα λιγνιτωρυχεία και τις λιγνιτικές μονάδες. Αυτό όμως που δεν γίνεται αντιληπτό από αυτούς είναι πως το σημερινό μη βιώσιμο μοντέλο παραγωγής, με τη δομή και τις προτεραιότητές του, έχει δημιουργήσει και τις αντίστοιχες δομές και θέσεις εργασίας. Το συνδικαλιστικό κίνημα, αν επιθυμεί ακόμα να αποτελεί τμήμα ενός κινήματος πολιτών με στόχο μια πιο δίκαιη και βιώσιμη κοινωνία, πέρα από ιδιοτελείς συντεχνιακές λογικές, καλό είναι να αντιληφθεί πως μια ριζική αλλαγή του μοντέλου αυτού (που θα έχει επίσης για παράδειγμα επιπτώσεις και στις βιομηχανίες όπλων, πετρελαίου, χημικών) όχι μόνο δεν επιθυμεί να απαξιώσει τους εργαζόμενους, αλλά συνοδεύεται από την ανάπτυξη νέων δυνατοτήτων και πεδίων δημιουργίας «πράσινων» θέσεων εργασίας, σε τομείς συμβατούς με τη βιωσιμότητα. Χαρακτηριστικό είναι πως στη Γερμανία το 2020 προβλέπεται οι εργαζόμενοι σε φιλοπεριβαλλοντικούς τομείς να είναι περισσότεροι εκείνων που εργάζονται στις αυτοκινητοβιομηχανίες. Μια πρόσφατη έκθεση της Αμερικάνικης Εταιρείας Ηλιακής Ενέργειας προβλέπει πως με μια επιθετική προώθηση αντίστοιχων πολιτικών, το 2030 σχεδόν ένας στους 4 εργαζόμενους στις ΗΠΑ θα μπορούσε να δουλεύει στους τομείς εξοικονόμησης και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας! Στο πνεύμα αυτό, και αφού η ΓΕΝΟΠ φαίνεται να δείχνει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον και για την ενεργειακή αυτάρκεια και πολιτική της χώρας, αναρωτιόμαστε γιατί ποτέ δεν έχει υποστηρίξει στο παραμικρό τις πιο άφθονες και πιο καθαρές πηγές ενέργειας που διαθέτει η χώρα μας, δηλαδή την εξοικονόμηση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σε κάθε περίπτωση, με τέτοιες προτεραιότητες και νοοτροπίες, πάλι καλά που η χώρα μας δεν διαθέτει κοιτάσματα ουρανίου... Δαίμων της Οικολογίας, τ. 77, 12/07 |
                     |